Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

~ * Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Bιβλίον Γ΄. 1833-1843 * ~





Α



Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι’ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβυσμένη. Σήμερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο Βασιλέας μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του Θεού. Δόξα να ’χη το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τα 1833 Γεναρίου 18 άραξε εις τ’ Ανάπλι. Της 20 του μηνός ήρθε εις το σπίτι μου ο γκενεράλ Αγιντέκ κ’ έμεινε ως παλιός φίλος μου και μου είπε της αρετές οπού ’χει ο Βασιλέας και θα σωθούνε τα δεινά μας, ότι θ’ ανθίσουνε οι αγώνες κάθε πατριώτη κι’ αγωνιστή. Εις της 25 εβήκε ο Βασιλέας με μεγάλη παράταξη. Τον δεχτήκαμεν· πήγε εις την εκκλησία κι’ από ’κει εις το Σαράγι. Στάθηκε εις τον θρόνον· γυροβολιά εις το δεξιόν του ο Αρμασμπέρης και εις το αριστερόν οι άλλοι, τα μέλη της Αντιβασιλείας κι’ όλοι οι σημαντικοί Έλληνες. Λέγει ο Βασιλέας σε όλους· «Έλληνες! Σε τούτη την τρυφερή μου ηλικίαν έφυγα από της μητρός μου και πατρός μου της αγκάλες και ήρθα ν’ αγωνιστώ μ’ εσάς τους γενναίους Έλληνες. Δεν επιθυμώ άλλο τίποτας από σας· ομόνοιαν αναμεταξύ σας και υποταγή – και θέλω σας ευτυχήση». Δεν το ’καμεν κανένας την απάντησιν. Τότε του λέγω εγώ· «Θεία χάρη θέλησε να μας δυναμώση και να μας σώση από την τυραγνίαν του Σουλτάνου και σήμερα αξιωθήκαμεν ν’ απολάψωμεν τον Βασιλέα μας. Εμείς έχομεν χρέος να σε ακούμεν και να σε φυλάμεν με την ζωή μας, και η Μεγαλειότη σου βάλε την δικαιοσύνη σου εις τα δεινά μας. Ζήτω ο Βασιλέας και οι ευεργέτες μας Δύναμες!» Και φύγαμεν. Τότε τα μέλη της Αντιβασιλείας κι’ ο Βασιλέας ρώτησαν τον Αγιντέκ ποιος ήταν εκείνος οπού απάντησε εις τον λόγον του. Και είπε τ’ όνομά μου και μίλησε ως φίλος μου εις την Μεγαλειότη του κι’ Αντιβασιλείαν. Έρχεται εις το σπίτι μου ο γκενεράλ Αγιντέκ και μου λέγει όλα αυτά· και μου λέγει· «Είμαι αποστελμένος από τον Βασιλέα – τι χάρη ζητάς να σου δοθή;» Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική! Μία αυτείνη. Όταν πρωτοήρθε εις το σπίτι μου ο φίλος μου γκενεράλ Αγιντέκ με ρώτησε να μάθη τι κάνω. «Τώρα, του λέγω, ο αγώνας τελείωσε και δουλειά δεν έχω. Παιδιά μαστορεύω και φκειάνω· έχω καμπόσα και το σακκί είναι γιομάτο και γλήγορα θ’ αδειάση. Μου λέγει, να μου δώσης το παιδί να το βαφτίσω εγώ. – Του λέγω, σαν γεννηθή είναι δικό σου». Πρώτα γενήκαμεν μ’ αυτόν κουμπάροι και δεύτερα με ρωτάγει τι χάρη ζητώ από τον Βασιλέα. Του λέγω· «Καμμίαν χάρη ατομική δεν θέλω· ότι διά της θυσίες των αγωνιστών – ο Θεός τους βράβεψε· και γενικώς οι αγώνες των Ελλήνων άνθισαν κι’ όλον τον καρπό του αγώνα μας θα τον χαρούμεν μαζί. Ότι μαζί αγωνιστήκαμεν και τα βραβεία μαζί πρέπει να τ’ απολάψωμεν». Με βιάζει να ειπώ τι καλό ζητώ εγώ. Του είπα τι ζητώ κ’ εγώ· «Ζητώ να έχετε ομόνοιαν αναμεταξύ σας εσείς οι μεγάλοι και σοφοί άντρες της Μπαυαρίας, οπού αξιωθήκαμεν να μας κυβερνήσετε όσο να ηλικιωθή ο Βασιλέας μας να μας κυβερνήση· εσείς να ’χετε αρετή κι’ από αυτείνη να δώσετε και του Βασιλέως· κι’ όταν θα κολλήση εις τον θρόνον να ’βρη τον ίδιον δρόμον. Και μίαν άλλη χάρη θέλω· δι’ αγωνιστάς οπού θα θελήσετε ν’ ανταμείψετε να σας φκειάσω κ’ εγώ έναν κατάλογον, και διά όσους θα σημειώσω δίνω εγγύγηση με την ζωή μου εις την ’λικρίνειάν τους – να βάλετε τίμιους ανθρώπους να σας βοηθήσουν ’λικρινώς, ν’ αλαφρωθούνε τα δεινά μας». Με μεγάλη ευκαρίστηση δέχτη αυτό η Γενναιότη του κ’ έφυγε. Τον έφκειασα τον κατάλογον και τον έδωσα, παρουσιάζοντας και εις τους άλλους τους συντρόφους του.
Έκαμαν ένα μπάλλο οι πολίτες τ’ Αναπλιού· συνεισφέραμεν όλοι και προσκαλέσαμεν τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία, Αντιπρέσβες και Ναυάρχους κι’ άλλους σημαντικούς ξένους. Οι πολίτες είχαν με τι τάξη να γένωνται όλα εις το μπάλλο και να γένη κ’ ένας χορός Ελληνικός και να τον πρωτοσύρω εγώ. Μπήκα και τον πρωτόσυρα. Τότε μ’ έπιασαν πολλοί από το χέρι και με συχαργιάστηκαν. Με πιάνει κι’ ο γκενεράλ Αγιντέκ και μου λέγει ότ’ είμαι το πρώτο τάμα. Την αυγή με πήρε εις το κονάκι του και μου λέγει· «Το παιδί σου θα το βαφτίση ο ίδιος ο Βασιλέας» – μου το ζήτησε κι’ ο μόνος είμαι εις την βασιλική εύνοιαν και της Υψηλής Αντιβασιλείας. Με διόρισαν πρώτον ταματάρχη – θα γένουν δέκα τάματα κι’ ο πρώτος να είμαι εγώ, να ’χω υποταματάρχηδες τον Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρό του Τρικούπη, και τον Θανασούλα, ανιψιό του Βαλτηνού, και λοχαγούς τον Κλήμακα, τον Σκουρτανιώτη, τον Μπερμπίλη, τον Τρακοκομνά. Ο Θανασούλας λοχαγός – τον κάνουν υποταματάρχη, οι τέσσεροι ταματάρχηδες – τους κάμαν λοχαγούς. Εγώ χιλίαρχος – με κάνουν ταματάρχη. Μου είπαν θα μου δώσουν προς τιμή μου και την σημαία του Καραϊσκάκη και τρουμπέτες και τα εξής. Ο Δήμο Λιούλιας υποταματάρχης – ταματάρχης χωρίς θυσίες κι’ αγώνες. Τον Βελέντζα – ήταν ταματάρχης, τον κάνουν υποταματάρχη εις την οδηγία του Λιούλια, ότ’ είναι συγγενής του Μπότζαρη. Τον Νάση Νίκα, συγγενή του Μπότζαρη, ταματάρχη. Ο Ντεληγιώργης, φρούραρχος του Μισολογγιού εις τον πόλεμον, υποταματάρχης από κάτου τον Κουτζονίκα. Κι’ άλλα τέτοια στραβά πλήθος.
Διά να γνωρίσω τι τρέχει και με τι δικαιοσύνη θ’ αρμενίσωμεν έκανα τον κουτό κ’ έδειχνα κι’ αφοσίωσιν πολλή. Του λέγω του Αϊντέκ· «Τούτους τους άλλους τους τρανούς τι θα τους κάμετε; – Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους». (Πολλά καλά θα τους κάμετε· δικαιοσύνη, έλεγα μόνος μου, κ’ εσείς καντάρια έχετε και κρίμα ’στην πατρίδα κ’ εμάς μαζί). Τότε του λέγω· «Εγώ κι’ απλό στρατιώτη να με βάλετε στρέγω διά την αγάπη της πατρίδας μου. Όμως εδώ δουλεύει αδικία· και δεν είναι δικές σας γνώσες αυτές, είναι αλλουνών· και δεν θα πάμεν καλά». Εγώ το είπα απαθής. Ο φίλος μου ο Αϊντέκ επειράχτη και μο ’κρινε με πολύ φαρμάκι· «Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα και φέρνει εδώ και σας υποτάζει. Τότε βρέθηκα εις θέση δεινή· να μην μιλήσω δεν μπορούσα, ότι αδικιώνταν οι αγωνισταί και βραβεύονταν οι κόλακες. Του λέγω· «Δυστυχία μας των καϊμένων!» Κακά και ψυχρά θα πάμεν. Εγώ σου μίλησα αλλοιώς κι’ εσύ μου απαντείς διαφορετικά με «μπαγεννέτα». Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και τον Βασιλέα κ’ εσάς ν’ αγαπούμεν κι’ όχι να σας φοβώμαστε. Ότι τον κιοτή χίλιες φορές να τον έβρης κιοτή και να τον χτυπάς, πάγει καλά· μια να σε χτυπήση, δεν σε φοβάται πλέον. Κι’ αυτείνη η πατρίδα δεν λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη μ’ αίματα και θυσίες· κι’ από αυτά έγινε βασίλειον – κι’ όχι να βραβεύωνται ολοένα οι κόλακες, κ’ οι αγωνισταί ν’ αδικιώνται. Ότι όταν σκοτώνονταν οι αγωνισταί, αυτείνοι κοιμώνταν. Κι’ όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Να ’ρθη ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ’χω, στραβός θα να είμαι. Ότι ’σ αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού. – Μου λέγει, τον Βασιλέα δεν τον αγαπάς; – Όχι, του λέγω· δεν ξέρω ψέματα. Όταν χαθή η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ’ έχει υπήκογόν του, ούτε εγώ βασιλέα. Και δι’ αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι’ όχι φοβέρτες με μπαγεννέτες.
Την άλλη ημέρα έστειλε ο Αϊντέκ τον διερμηνέα του να μου μιλήση να πάγω να τον ανταμώσω εις το σπίτι του. Ο διερμηνέας ήταν ένας Σέρβος αγωνιστής, Έλληνας. Έρχεται μου κάνει μίαν μετάνοια, άλλη και σκύβει να μου φιλήση το ποδάρι. Εγώ, ως διερμηνέας ενού Αντιβασιλέως, εσηκώθηκα· του λέγω· «Τ’ είναι το «αφέντη» και η κατηγόρια οπού μου κάνεις; – Μου λέγει, δεν σου κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμή θέλω να σου κάνω. Εσύ ξέρεις, όσοι μιλούνε με τον γκενεράλ Αγιντέκ – είναι άνθρωποι οπού δεν γνωρίζει την γλώσσα μας και παραστέκομαι εγώ. Αδελφέ, τα όσα άκουσα από πολιτικούς και στρατιωτικούς και θρησκευτικούς οπού μιλούν – είναι όλοι θερία· δεν λένε τα συνφέροντα της πατρίδος, αλλά καθένας έχει την ’διοτέλειάν του και κατηγορεί ένας τον άλλον. Και τα λόγια οπού άκουσα από ’σένα είναι να σου φιλήσω το ποδάρι. Και μου λέγει, η πατρίς δεν θα πάγη ομπρός, ότ’ οι μπερμπάντες είναι πολλοί. Άκουσα εγώ τα λόγια τους ολουνών και θ’ αναχωρήσω από την Ελλάδα. Κι’ αυτό προσμέναμεν οι αγωνισταί;» Τον περικάλεσα να μείνη και να μιλή κι’ αυτός του Αγιντέκ. Σε τρεις τέσσερες μήνες, ακούγοντας τέτοιους πατριωτισμούς, πάγει κρυφίως εις την δουλειά του, έφυγε από ’δω.
Σηκωθήκαμεν πήγαμεν εις τον Αγιντέκ, οπού τον έστειλε να πάγω. Πηγαίνοντας εκεί, μου λέγει· «Σε ορκίζω εις τ’ όνομα της πατρίδος σου και του Βασιλέως, τον κατάλογον οπού θα σου δείξω να μου ειπής την αλήθεια, σε ποια είναι δίκιος και σε ποια είναι άδικος, διά να τους βαθμολογήσωμεν, να μην γένουν παράπονα. Ότι της Αντιβασιλείας της είπα τα όσα μου είπες και σε παίνεψαν εις τον πατριωτισμόν σου· ότι κι’ όντως είσαι εκείνος οπού σε γνώριζα. – Του λέγω, όταν σας απατήσω να δώσω λόγον εις τον Θεόν». Εκείνοι διάβαζαν κ’ εγώ τους έλεγα. Του είπα πρώτα· «Εγώ δεν θέλω βαθμό· δούλεψα την πατρίδα μου όσο που κόλλησα εις τον βαθμόν του στρατηγού με κίντυνους και με πληγές και με θυσίες. Τον πέταξα και μπήκα εις το ταχτικόν απλός στρατιώτης διά να πάγη ομπρός. Αυτό σου είναι γνωστό από τον Φαβγέ κι’ άλλους και είναι και η αναφορά μου εις τα πραχτικά της Κυβέρνησης και οι ’φημερίδες το λένε. – Μου λέγει, το ξέρω. – Και εις την ημέρα του Βασιλέως μου πάλε κάνω το ίδιον. – Λέγει, ο Βασιλέας δεν θέλει να τον δουλέψουν οι αξιωματικοί ως απλοί στρατιώτες. Ο βαθμός οπού θα δώση εις τους Έλληνες ο πρώτος είναι του ταματάρχη και δεν είναι άλλος βαθμός ανώτερος. – Μ’ όρκισες εις το όνομα της πατρίδας μου και του Βασιλέως μου να σου ειπώ τι γνωρίζω και θα σου το ειπώ ελεύτερα και με σέβας· και εις την αλήθεια μου και τον θάνατον τον δέχομαι, ότι, σου είναι γνωστόν, πολλές βολές πλησίασα εις αυτόν και δεν με πήρε· και τον καταφρονώ εις το εξής και πεθαίνω εις την αλήθεια μου. Αυτούς τους βαθμούς οπού μου λες, γκενεράλη μου, είναι αδικία εις τους αγωνιστάς, ότι ετούτος ο τόπος, οπού ’ρθε ο Βασιλέας να βασιλέψη και του λόγου σας Αντιβασιλείς, ήταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια από τους Τούρκους και είχε γένη ρουμάνι, βάλτος, αγκαθιά, κι’ αυτείνοι οι αγωνισταί τον δούλεψαν με το ψωμί τους, με το τζαρούχι τους, με το ντουφέκι τους, με το φουσέκι τους· γιόμωσαν, επότισαν την γης αίμα, την Τουρκιά και σκλάβους τούρκεμα τους Χριστιανούς. Και οι σκοτωμένοι άφησαν χήρες γυναίκες και αρφανά· κ’ εκείνοι οπού ’ταν νοικοκυραίγοι έγιναν διακονιαραίγοι, ότι θυσιάσαν το δικόν τους εις τα δεινά της πατρίδος, όταν κιντύνευε. Από αυτούς υπάρχει η πατρίδα, από τους αγωνιστάς. Τους άλλους, τους διαφταρμένους, τους γνωρίζεις η Εξοχότη σου πολύ καλά. Διά να ρουφήξουν την πατρίδα κ’ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες· και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι’ άλλος Ρούσσος. Κι’ αυτό δεν σβένει από αυτούς. Διά να το σβέσετε, διά να στερεωθή η πατρίδα κι’ ο Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη να ’χετε και ’λικρίνεια και μ’ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς. Κατά τους αγώνες του κάθε ενού να του δώσετε τον βαθμόν οπού απόχτησε με το αίμα του. Κι’ αν έκαμεν κανένας κατάχρησιν, να φκειάσετε μια ’πιτροπή, να κάμη μιαν προκήρυξη και να λέγη κάθε επαρχία να κάμη μίαν τοπική συνέλεψη και να διορίση τους πλέον καλύτερους του τόπου, οπού να ξέρη ποιος αγωνίστη, ποιος σκοτώθη, ποιος σκλαβώθη και τι φαμελιά έχει ο καθείς· ποιος έκανε το εμπόριόν του και δεν έλαβε μέρος εις τον πόλεμον· ποιον καπετάνο είχε η κάθε επαρχία και τι μιστούς έχει πλερώση και τι του πλέρωσε η διοίκηση. Κι’ από ένας από αυτούς της κάθε επαρχίας με τους τοπικούς καταλόγους – και να ξέρη και της εθνικές γες – να συναχτούν απ’ ούλες της επαρχίες και να τους βάλετε σε έναν όρκον, να τους ειπήτε όποιος κρύψη αυτά και τα υποστατικά τα εθνικά θα παιδεύεται κακά. Κι’ αυτούς όλους να τους κάμετε μίαν επιτροπή και να πάρουν και τα πρωτόκολλα του Κράτους και να βάλουν κ’ έναν πρόεδρον με συνείδηση και να καθίσουνε να τηράξουνε ποιος δούλεψε, ποιος τήραγε το εμπόριόν του και τώρα ζητεί δικαιώματα. Κι’ αφού η ’πιτροπή ιδή όλα αυτά, τότε να δικαιώση τους αγωνιστάς, θαλασσινούς και στεργιανούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Να δώσετε εις τους απλούς πενήντα στρέμματα γης, οπού ’ναι μιλλιούνια και κάθεται χέρσα, κι’ από πεντακόσια ως χίλια γρόσια, οπού ’ναι το τάλλαρον είκοσι ένα και μισό γρόσι. Και κατ’ αναλογίαν να πάτε από τον απλόν στρατιώτη ως τον βαθμό του χιλιάρχου, αυτόν τον βαθμόν οπού γνώρισε κι’ ο Καποδίστριας. Διά της κατάχρησες των εθνικών πραμάτων, οπού έγιναν καμπόσοι κόντηδες, οπού ήταν καντιποτένιοι, να τα πάρετε οπίσου· αφού τους δώσετε βαθμόν και γης και χρήματα, τότε να τους ζητήσετε αυτά. Κι’ ό,τι ζητεί από το Έθνος ο κάθε οπλαρχηγός, από μιλλιούνι και κάτου, αφού του πλερώνετε το δίκιον του και τους στρατιώτες και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά, άλλο τίποτας δεν του χρωστάγει η πατρίς. Και μ’ αυτό πλερώνετε όλους τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά κι’ όσους θυσιάσαν από αυτές της ’πηρεσίες· και βάλτε το πολύ δυο τρία ή και τέσσερα μιλλιούνια γρόσια να πλερωθούν όλοι και να λευτερώσετε από της μεγάλες απαίτησες του κάθε ενού την πατρίδα. Κι’ αφού κάμετε αυτά, τότε θέλετε στρατέματα; Πέστε του κάθε ενού· «Ό,τ’ είχετε να λάβετε διά τους αγώνες σας και θυσίες το λάβετε από την πατρίδα σας ως αγωνισταί. Τώρα θα μπήτε εις την ’πηρεσία ως κοπέλια της πατρίδας· τούτα τα χρέη θα κάνετε, τούτον τον μιστόν θα παίρνη ο καθείς. Αν δουλεύη τιμίως, θα δοξάζεται· ατίμως, τότε οι νόμοι θα τον κρίνουν». Και μ’ αυτόν τον τρόπον θα γένουν οι Έλληνες νοικοκυραίοι και θα πλουτήνη και το ταμείον. Και η πατρίδα θα φύγη από «τα δικαιώματά μας», οπού ζητεί ο καθένας. Κ’ εγώ έχω να λάβω διά παλιούς μιστούς πολλές χιλιάδες γρόσια – αύριον φκειάνω την αναφορά μου και τα προσφέρνω εγώ πρώτος και δίνω το παράδειγμα».
Ακούγοντας αυτά όλα ο Αγιντέκ μου είπε· «Είναι λαμπρά η συνβουλή σου κι’ ο πατριωτισμός σου. – Αν τον βάλετε ομπρός, του είπα, τότε είναι λαμπρός, ειδέ είναι πονοκεφαλισμός και λόγια ξερά. Κι’ αν γένουν αυτά και δεν ακούσετε τους απατεώνες, τότε θα λέγεστε σωτήρες της πατρίδος και Βασιλέως και θα δοξάζεται τ’ όνομά σας όσο στέκει η Ελλάς. – Φεύγω, μου είπε, δεν σου λέγω τίποτας, και πάγω ν’ ανταμώσω και τ’ άλλα τα μέλη της ’πιτροπής της Αντιβασιλείας». Πήγε και τους το είπε κ’ ευκαριστήθηκαν. Μου είπαν να φκειάσω ενγράφως την ιδέα μου. Την έφκειασα· έφκειασα και μιαν ξεχωριστή αναφορά κ’ έλεγα· «Έξοχοι Αντιβασιλείς! Οι κυβέρνησες της πατρίδος μου μ’ έστειλαν σε διάφορες εκστρατείες, εις τα δεινά της πατρίδος μου. Αυτές είναι οι διαταγές της, αυτά είναι τα ευκαριστήρια, τι έκαμα με τους ανθρώπους οπού ’χα εις την οδηγίαν μου, αυτοί είναι οι κατάλογοι των ανθρώπων, αυτές είναι οι εθνικές ομολογίες (όλα ενκλεισμένα εις την αναφορά μου). Αυτοί είναι οι αγώνες εκεινών οπού ’χα μαζί μου και πολεμούσαν εις την κάψη του ήλιου και εις το πάγος του χειμώνος. Σκοτώθηκαν οι περισσότεροι· άφησαν χήρες γυναίκες κι’ αρφανά παιδιά. Διαβάστε τα ένγραφα, και να τους δικιώσετε. Κι’ όσοι σκοτώθηκαν και δεν έχουν συγγενείς, να μείνουν εις το ταμείον τα δικαιώματά τους».[1]
Έστειλα την αναφορά μου του Μιαούλη του ’πασπιστού της Μεγαλειότης του. Ευκαριστήθη πολύ, αφού είδε την αναφορά μου μ’ όλα τα ένγραφα. Τα είδε και η Αντιβασιλεία. Πήραν την ευκαρίστησιν από ’μένα· «κ’ επαινούν τον πατριωτισμό μου· και είμαι όλως διόλου ο πιστός της πατρίδος και Βασιλέως». Και μ’ ονόμασαν τάσι φαρφουρένιον αμόλυντο, ότι τους άλλους πολλούς οπλαρχηγούς καθεμερινώς έρχονταν οι κάτοικοι και παρουσιάζονταν εις τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία και δίναν αναφορές αναντίον τους, οπού τους είχαν γυμνώση. Διά ’μέναν και διά όσους οδηγούσα αρχή ως τέλος μας γλύτωσε ο Θεός και κανένα πρωτόκολλο ούτε του Κράτους γενικώς, ούτε της Κυβέρνησης δεν είναι μολεμένα. Παρουσιάστηκα εις την Μεγαλειότη του και πήρε την ευκαρίστησιν διά την καλή μου διαγωή· κ’ ευκαριστήθη διά την αναφορά μου, οπού του ανάφερα της παλιές μου δούλεψες, και διά τα ωραία αγάλματα. Του είπα· «Ως διά της δούλεψες η Μεγαλειότη σου είσαι γενικός πατέρας και οι υπήκοοί σου είναι τα παιδιά σου και να τα δικιώσης. Τ’ αγάλματα είναι γερά πράματα, τα προσφέρνω δώρον εις τον γενικόν πατέρα να χρησιμέψουν διά την πατρίδα μας. Όλοι οι Έλληνες έκαμαν τα χρέη τους προς την πατρίδα κι’ αν κάμαμεν και μεγάλα λάθη αναμεταξύ μας, τώρα οπού κόπιασες η Μεγαλειότη σου θέλομεν δουλέψη με πίστη κι’ αφοσίωσιν· και να είναι εις την εύνοιάν σου οι αγωνισταί, θρησκευτικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, και να βάλης τ’ αγαθά σου αιστήματα να δικιωθούν ότι από αυτούς έγεινε βασίλειον η πατρίς· και να μην ακούς τους απατεώνες, ότι αυτείνοι κατήντησαν την πατρίδα σε κίντυνον». Μου είπε η Μεγαλειότης του είναι ευκαριστημένη και η Αντιβασιλεία απ’ όσα της είπα και θα γένουν όλα· και να πάγω να την ανταμώσω. Ο μαρσιάλης του παλατιού όταν εβήκα μο ’δωσε μιαν καρφοβελόνα δώρο βασιλικόν – κάνει καμμιά εικοσαριά τάλλαρα. Έστειλε και τον’ του Μιαούλη και μου βάφτισε το παιδί και το έβγαλε Όθωνα. Μ’ αντάμωσαν κι’ όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας. Ο Αρμασμπέρης μ’ έπαιρνε κάθε καιρόν εις το τραπέζι του – μ’ είχε συστημένον ο Θίρσιος.
Αφού μ’ αντάμωσαν τα μέλη της Αντιβασιλείας μου είπαν όσα είχα μιλήση του Αγιντέκ και, κατά οπού ’γραψα, είναι πατριωτική η γνώμη μου και θα τα κάμουν όλα. Και με τον Αγιντέκ να μιλήσωμεν οι δυο μας διά τους αγωνιστάς οπού θα γένουν τα τάματα, να είναι εκείνοι οπού ’χουν δικαιώματα. Και να μιλήσω μ’αυτόν, ότ’ είναι ’στα στρατιωτικά. Μίλησα με τον Αγιντέκ και του είπα με τον φόβον του Θεού το δίκιον. Αφού το ’μαθαν οι καλοθελητάδες των αγωνιστών Μαυροκορδάτος, Κωλέτης, Μεταξάς, Τρικούπης, Ζαΐμης, Λόντος κι’ ο Κώστα Μπότζαρης επήγαν και τα χάλασαν όλα κατά το κέφι τους· και διά να βάλουν σε διχόνοια το στρατιωτικόν, να το αφανίσουνε, γκρεμίζουνε και τους υποταματάρχηδες – και να είναι μόνον ταματάρχες και λοχαγοί. Τότε δι’ αυτό και διατί βάλαν εις τα τάματα όσους δεν είχαν δικαιώματα, έπεσε διχόνοια μεγάλη. Το στρατιωτικόν ήταν όλο εις τ’ Άργος και χωριά του νηστικόν και δυστυχισμένο. Κάμαν κάτι φροντιστάς επίτηδες να μην τους μεράζουν ταχτικώς το ψωμί τους· άφιναν τους ανθρώπους νηστικούς. Από ’κοσιπένταρχον κι’ απάνου τους αξιωματικούς τους σήκωσαν από τους στρατιώτες. Τους στρατιώτες τους άφιναν νηστικούς και τους έλεγαν να κινηθούν αναντίον του Βασιλέως κι’ Αντιβασιλείας, διά να βγούνε οι πολιτικοί μας αληθινοί, ότι όλοι οι στρατιωτικοί είναι λησταί από μικρόν ως μεγάλον, ν’ αποδείξουν τι θερία είναι αυτείνοι οι στρατιωτικοί – κινιώνται κι’ αναντίον του Βασιλέως (κι’ ό,τι αρπαγή κάναν αυτείνοι, οι πολιτικοί είχαν το μερίδιόν τους ο καθένας με τον δικόν του στρατιωτικόν). Αφού μεταχειρίστηκαν τόσες μηχανές και κακοσύσταιναν το στρατιωτικόν και σύσταιναν όποιους θέλαν, τους συντρόφους τους, μιλώ με τον Αγιντέκ την αδικίαν οπού γένεται εις τους ανθρώπους. Και του είπα· «Αυτείνοι οι άνθρωποι είναι αποδειχμένη η διαγωή τους· και οι πολιτικοί τους ο καθένας έχει το μέρος του από τους ξένους· και ποτές δεν θα ησυχάση αυτός ο τόπος, να γένωμεν κ’ εμείς έθνος καθώς τ’ άλλα τα έθνη· κι’ ούτε του Βασιλέως θα του δώσετε δρόμον καλόν. Είναι τόσοι αγωνισταί οπού δυστυχούν και τώρα οπού ’ρθε ο Βασιλέας ήθελαν να ’βρούνε το δίκιον τους, να γνωρίσουνε αυτείνοι τον Βασιλέα τους κι’ ο Βασιλέας τους υπηκόγους του – και πάλε οι σύστασες του Μαυροκορδάτου ’περισκύουν με τον Ντώκινς, του Κωλέτη με τον σύντροφόν του, του Μεταξά με τον δικόν του. Αυτεινών την κυβέρνησιν και τα καλά προς την πατρίδα μας τα γνωρίζεις, γκενεράλη μου, ότι στάθης τόσον καιρόν εις την πατρίδα μας, και η ελπίδα του στρατιωτικού είναι εις την δικαιοσύνην σου και βόηθα τους δυστυχείς, ότι από αυτούς υπάρχει η πατρίς». Μου λέγει ο Αγιντέκ· «Δεν ήρθαμεν να διοικήσουμεν τους αγωνιστάς μοναχά, κι’ αποφασίσαμεν όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας να γένουν τρεις επιτροπές, μία εις την Πελοπόννησο, μία εις την Δυτική Ελλάδα και μία εις την Ανατολική· ’στην Ανατολική σε διορίσαμεν πρόεδρον της επιτροπής, να οργανίσωμεν τα στρατέματα όσο να διορίσουμεν την άλλη ’πιτροπή να δικιωθούν, καθώς μιλήσαμεν – και τότε θα δικιωθούν. Να είναι τ’ ασκέρια ’σ ένα μέρος όσο να τελειώσουν οι επιτροπές της εργασίες τους. Και οι τρεις επιτροπές να τους οργανίσουνε και να ιδούνε ποιος έχει δούλεψες από εξαρχής και ποιοι είναι υστερνοί· και να τηράξουν από τους ’κοσιπένταρχους και κάτου ποιος έχει φαμελιά από τους στρατιώτες και πόσες ψυχές έχει ο καθείς, να ξεκονομιώνται οι άνθρωποι ως την γενική ’πιτροπή».
Αυτά μαθαίνοντας οι χαραμήδες οι πολιτικοί μας και διά να μην γένη καλό και ησυχία εις το κράτος, στέλνουν κ’ ανακατεύουν τους στρατιώτες και σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται αναντίον της Αντιβασιλείας εις τ’ Ανάπλι, ότι ήταν νηστικοί. Τότε ο Αϊντέκ στέλνει και με παίρνει και βγαίνομεν οι δυο μας έξω εις της Λεύκες. Οι άνθρωποι ήταν κατ’ του Μιαούλη το περιβόλι ακόμα. Μου λέγει ο Αϊντέκ· «Τι μιλήσαμε οι δυο μας δι’ αυτούς τους στρατιωτικούς; – κι’ αυτείνοι έρχονται με το σπαθί τους να πάρουν δικαιώματα από τον Βασιλέα. Μίλα τους να πάνε πίσου, ότ’ είναι χαμένοι!» Πήγα και τους μίλησα και γύρισαν χωρίς να πλησιάσουν. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες. Τους άφησαν νηστικούς, τους ’ρέθισαν και οι απόστολοι οπού τους στέλναν – κάναν αξιωματικόν της πρώτης τάξης δεν άφιναν να είναι με τους στρατιώτες, να τους οδηγάγη. Τότε τους απάτησαν οι απόστολοι των απατεώνων. Σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται απόξω της Λεύκες. Ανάβουν της μίκιες των κανονιών, τους ρίχνεται το ταχτικό, πεζούρα και καβαλλαρία, και τους βαίνουν ομπρός και τους βγαίνουν έξω από το κράτος ξυπόλυτους και γυμνούς και νηστικούς. Κ’ έβαλαν έναν Τούρκον αρχηγόν οι αγωνισταί της πατρίδος ονομαζόμενον Ταφίλ Μπούζη διά να φάνε κομμάτι ψωμί. Και σκοτώθηκαν τόσοι εκεί και ρήμαξαν και τα γειτονικά μας μέρη· κι’ έπαθε και η Άρτα ό,τι έπαθε όταν μπήκαμεν κ’ εμείς τα 1821. Και πήγαιναν κλαίγοντας, ότι φεύγαν από την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί, κ’ έλεγαν· «Πατρίδα, δεν μας βαστάγει η καρδιά να σου κάμωμεν εσένα της πατρίδας μας κακό, ότι διά σένα χύσαμεν το αίμα μας. Και τώρα πάμεν ’σ εκείνους οπού πολεμούσαμεν να φάμεν κομμάτι ψωμί – όχι να προσκυνήσωμεν· να ’ρθούμεν αναντίον σου δεν το κάνομεν καμπούλι, ότι χύσαμεν το αίμα μας διά σένα να γένης βασίλειον». Αυτείνοι κι’ όλοι οι άνθρωποι οπού ’χαν αίστηση κλαίγαν· και οι απατεώνες γέλαγαν και χαίρονταν ότι στείλαν τους αγωνιστάς εις τους Τούρκους να ζήσουνε. Κάρπισε η προκήρυξη του Ζωγράφου και οι κακοί σκοποί των μακιαβέληδων.
Τότε με φωνάζει η Αντιβασιλεία μ’ οργή καθώς κι’ ο φίλος μου ο Αγιντέκ και μου δίνουν σφοδρές διαταγές να πάγω εις Λεψίνα. Μέλη της ’πιτροπής ο Τουρέτης Γάλλος, ο Δυοβουνιώτης κ’ εγώ πρόεδρος. Όποιος έρθη διά ν’ αργανιστή είχε μιστό δώδεκα γρόσια, μισό τάλλαρο το μήνα και κάτι ολίγο (ότι το τάλλαρο είναι είκοσι ένα γρόσι και μισό), και το ψωμί του και τίποτα άλλο. Κι’ αν είχε γυναίκα και παιδιά, ας ζούσαν με τον αγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι’ από τους Μπαυαρεζοαντιβασιλείς. Μου δίνουν κ’ ένα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπού θ’ αργανιστούν. Κατά τον μιστόν ήταν τέτοιον και τ’ αλεύρι – ούτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν. Έκατζα καμπόσον καιρόν εκεί, οργανίσαμεν είκοσι ανθρώπους, κάτι μπεκρήδες και τεμπέληδες, και ξόδιασα και σαράντα πέντε οκάδες αλεύρι. Σηκωθήκαμε και ήρθαμεν εδώ εις Ανάπλι. Ευτύς οπού ’ρθα με τρατάρει ένας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφού με τρατάρησε, την άλλη ημέρα μου φέρνει ένα αποδειχτικόν να το υπογράψω ως πρόεδρος της ’πιτροπής να πλερωθή ένα καράβι αλεύρι. Του είπα ότι· «Υπογράφω σαράντα πέντε οπού ’λαβα. – Όχι, μου λέγει, ένα καράβι. – Ούτε μια οκά δεν υπογράφω παραπάνου». Με περικαλούνε μεγάλοι άνθρωποι, Αντιβασιλείς, να δώσω την υπογραφή μου· με περικαλούνε οι Πρέσβες κι’ ο υπουργός Ζωγράφος. Δεν θέλησα. Είπα και των αλλουνών μελών να μην υπογράψη κανένας. Ο Φεράλντης έβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτό τ’ αλεύρι και πήγε όλο χαμένο. Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνήται μας είναι χερότεροι, κ’ ελεεινολογούσα την πατρίδα, ότι ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα ’στ’ αληθινά, και κρίμα ’στους κόπους μας· εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις τον λαιμό μας.
Θέλουν να με κάμουν αρχηγόν της χωροφυλακής. Τους έδωσα γνώμη να βάλουν απ’ ούλους τους σημαντικούς διά να ενωθή το Κράτος με τον Βασιλέα του. Τους κακοφάνη. Διορίζουν τον Γραλλιάρη τον Γάλλο και με διορίζουν κ’ εμένα εις την οδηγίαν του και να βάλω τα στενά. «Ούτε εις την οδηγίαν του Γραλλιάρη μπαίνω, τους είπα, ούτε τα φορέματά μου βγάζω». Τότε, σαν δεν θέλησα να ’μπω εις αυτείνη την ’πηρεσία, πήρα την άδεια και με τη φαμελιά μου πέρασα εις την Αθήνα, ότι είδα ότι του κάκου κοπιάζομεν. Και δυστυχία εμάς και της πατρίδος μας.

Β


1833 Μαγίου 4 ήρθα εδώ εις Αθήνα. Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να ’περισκύση η δική του φατρία. Άλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσσικον, άλλος Γαλλικόν. Οι Αντιβασιλείς μας τήραγαν κι’ αυτείνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ήβραν αλώνι ν’ αλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες με τους δικούς μας. Τότε άλλοι απάτησαν τους οπλαρχηγούς, τους λέγαν να σηκωθούν να ζητήσουνε τα δίκια τους, και μ’ αυτό τους γέλασαν τους ανθρώπους. Ξέροντας κ’ εμένα ότι έφυγα με δυσαρέσκειαν από τ’ Ανάπλι, μου στείλαν έναν απόστολον εδώ εις Αθήνα και μου είπε να σηκωθούμε αναντίον των Μπαυαρέζων. Κι’ ο σκοπός των πολιτικών μας ήταν με δυο τρόπους· αν πετύχη ο καθείς με την μερίδα του και ’περισκύση, είναι κερδεσμένος με το κόμμα του και τους άλλους τους κάνει είλωτες. Αν δεν πετύχουν καθένας τους ξένους του σκοπούς, τότε τα φορτώνουν του στρατιωτικού όλα τα βάρητα και λένε αυτείνοι είναι οι αίτιγοι του κακού και πρώτα και τώρα εις τον ερχομόν του Βασιλέως. Και μπαίνουν εις την τζελατίνα όλες οι κεφαλές. Ότι δεν αναπαύτηκαν ότι μείναν οι στρατιωτικοί δυστυχείς· κι’ άλλοι πήγαν εις την Τουρκιά· κι’ όσοι μείναν πεθαίνουν της πείνας. Ότι έρχεται εδώ ένας απόστολος από του Κωλέτη το παρτίδο και του Μαυροκορδάτου και μου λέγει· «Εις τ’ Ανάπλι είναι σύνφωνοι όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί και θα πιάσουνε το Παλαμήδι· και είναι και η χωροφυλακή έτοιμη· και από την Δυτική Ελλάδα ήρθαν γράμματα ότι χτύπησαν. Και μ’ έστειλαν και ’σ εσένα εδώ ν’ αγροικηθής με τους άλλους να βαρέσετε κ’ εσείς. – Διατί να βαρέσουμεν; του λέγω. – Διά τα δίκια μας. –Ποιος σ’ έστειλε; – Ο Κωλέτης κι’ ο Μαυροκορδάτος. – Εκείνοι παίρνουν μιστόν ο κάθε ένας από χίλιες δραχμές, και δεν έχουν ανάγκες. Εμείς τίποτα δεν παίρνομεν και προσμένομεν. Η Κυβέρνηση διόρισε μιαν επιτροπή διά να κυτάξη του κάθε αγωνιστού τα δίκια του. Δεν προσμένομεν τι θα κάμη η επιτροπή; Κι’ αν αδικηθούμεν, τότε αναφέρνεται ο καθείς μ’ αναφορά του εις τον Βασιλέα και μίαν βολά κι’ άλλη κι’ άλλη· και σαν ιδούμε η δικαιοσύνη εχάθη από τους ανθρώπους, τότε συλλογιώμαστε δι’ αυτά. Κάθε ’μέρα θα κάνετε εσείς τους σκοπούς του Κωλέτη και Μαυροκορδάτου κι’ αλλουνών – και να καίμε εμείς την πατρίδα μας και να σκοτωνώμαστε; Όταν υποκινούσαν κάθε καιρόν από ’ναν εφύλιον πόλεμον, δεν ήξεραν ότι τέτοια αγαθά θ’ απολάψωμεν; Δεν θυμώνται εις την Συνέλεψη της Πρόνοιας οπού πλέρωσαν το Ζέρβα κι’ άλλους και δέσαν τους πληρεξούσιους, τέτοια καλά θα ιδούμεν; Και θέλουν τώρα άλλος να μας κάνη Άγγλους, άλλος Γάλλους κ’ άλλος Ρούσσους; Εγώ θέλω να τους προσφέρω μόνον σέβας ολουνών αυτεινών των ευεργέτων και να τηράξω την πατρίδα οπού γεννήθηκα και τον Βασιλέα οπού ’ταν της τύχης της να βασιλέψη. Εμείς ακόμα δεν είδαμεν το κακό του, ούτε το καλό του. Δεν προσμένομεν; Τι βιάζεστε; Εσύ τι θέλεις, κερατά, και οι άλλοι οι μπερμπάντες –όλο αυτά θα ’χωμεν;» Πήρα ένα γερό ξύλο και το ’δωσα έναν δαρμόν καλόν και τον έβγαλα έξω από το σπίτι μου.
Τ’ ασκέρια ήταν, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, εις την Φήβα και Λιβαδειά και Ταλάντι. Τους έστειλα ολουνών έναν επίτηδες και τους έλεγε αυτά αυτεινού του αποστόλου και να μην γελαστούν όσο να ιδούμεν την επιτροπή. Τους το είπε ο άνθρωπος οπού ’στειλα. Όσοι τον άκουσαν γλύτωσαν. Τότε αυτός ο απόστολος φεύγοντας από ’μένα πήγε ’σ αυτούς. Αφού τους έβγαλε από τα μυαλά τους, τους πρόδωσαν και τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι, οπού ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες – κ’ έπρεπε να κόψη η Αγγλία τον Ντώκινς τον πρέσβυ της, η Γαλλία τον δικόν της και η Ρουσσία το ίδιον· κι’ ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους Αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψη κι’ ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδος μας και του αθώου Βασιλέα μας· και ή καλά πάθη η πατρίς ή κακά τα χρωστούμεν εις το εξής εις την καλωσύνη της Μεγαλειότης του διά της συβουλές του Μετερνίκ κι’ αλλουνών οπού άκουγε. Η Μεγαλειότης του πολλές νύχτες και ’μέρες κοπίαζε και θυσίαζε τα βασιλικά του φώτα να φκειάνη στίχους διά την Ελλάδα και διά τους Έλληνες, όταν πολεμούσαν εις το Μισολόγγι κι’ αλλού και κιντύνευαν νηστικοί και ταλαιπωρεμένοι. Τώρα εύγε του Μεγαλειότατου Βασιλέως! ’Μπρος εις το νιτερέσιόν σου ούτε παιδί σου συλλογίστης, ούτε αθώον έθνος ματοκυλημένο. Διά τούτο όλοι οι τοιούτοι βασιλείς –ο τίτλος τους πρέπει να «είναι αθώων ανθρώπων τύραννοι». Θε, πού είναι οι βασιλικές δικαιοσύνες;
Τέλος πάντων με τέτοιες δικαιοσύνες ήθελαν να κόψουν τους πρωταγωνιστάς ως κακούργους, τον Κολοκοτρώνη, τον Κολιόπουλον, τον Κριτζώτη, τον Τζαβέλα, τον Γρίβα, τον Μαμούρη, τον Ρούκη, τον Ντουμπιώτη, τον Αποστολάρα, τον Μήλιον κι’ άλλους πολλούς τοιούτους. Φυλακώνοντας αυτεινούς, έστειλε ένα τζιράκι του ο Κωλέτης να πάγη εις την Φήβα διοικητής, Κλεομένη τον λένε. Μ’ ανταμώνει ο Κλεομένης, μου λέγει· «Τήρα ό,τι κάνετε εσείς οι στρατιωτικοί και δεν ξέρομεν εμείς οι πολιτικοί – τήρα τι παθαίνετε. – Του λέγω, να δώση ο Θεός να φυλακώσουνε κ’ εμένα, και τότε θα ιδούμεν αν ξέρουν οι πολιτικοί ή όχι, και ποιους θα χαλέψω συντρόφους εις την φυλακή. Και δεν μπορεί ούτε ο Βασιλέας να τ’ αποφύγη, ούτε η Αντιβασιλεία. Ότι αν τ’ αποφύγουν, τότε δεν υποτάζονται εις το δίκιον και εις τους νόμους – τότε γλυτώνουν όλοι αυτείνοι και κόψετε εμάς! – Ποιους θα πάρης συντρόφους; μου λέγει ο Κλεομένης. – Τον Κωλέτη τον αφέντη σου, τον Μαυροκορδάτο και τους τοιούτους όλους. Να φυλακωθώ και τότε τους βλέπεις· και μπορεί να είσαι κ’ ένας εσύ. Τότε φαίνεται». Ο Κλεομένης παραγγέλνει όλα αυτά του Κωλέτη. Και τότε τράβησαν χέρι από ’μένα.
Στέλνουν τον Ψύλλα εδώ εις την Αθήνα, οπού ήταν Γραμματέας του Εσωτερκού (’νέργησα κ’ εγώ κατά δύναμη να έμπη ’σ αυτείνη την θέση). Τον στείλαν εις την Αθήνα να συνφωνήση με τους Αθηναίους διά τους τόπους, οπού θα ’ρθη η Κυβέρνηση εδώ. Αφού ήρθε, πήγα τον είδα. Ήρθε κι’ αυτός εις το κονάκι μου. Μου λέγει· «Διατί είσαι πειραμένος με την Κυβέρνηση; – Ότ’ είμαι με τόση φαμελιά και δεν έχω να την ζήσω. Κι’ όταν κλέβαν οι άλλοι κ’ έχουν και τρώνε τώρα, εγώ, το γνωρίζεις ο ίδιος, αγωνιζόμουν και πληγωνόμουν και πλέρωνα κι’ από το εδικό μου. – Λέγει, όλα αυτά τα γνωρίζω και τα γνωρίζει και η πατρίς· και φκειάσε μου μιαν αναφορά και δος τηνε μου· και θα μιλήσω και μόνος μου». Του έφκειασα την αναφορά, την τηράγει, μου λέγει ο φίλος μου ο Ψύλλας· «Βρε Μακρυγιάννη, τι δικαιώματα ζητάτε της πατρίδος; Εσείς είστε όλοι λησταί. Εσύ έδενες τα συνφέροντά σου με τον Δυσσέα και Γκούρα κι’ άλλους και βασανίζετε την πατρίδα, καθώς κι’ ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους· κι’ αφανίσετε εσείς όλοι αυτείνη την πατρίδα. – Πότε ήμουν σύνφωνος εγώ μ’ αυτούς οπού μου λες, κύριε Ψύλλα; Εσύ με την ’φημερίδα σου τους θυμιάτιζες όλους αυτούς κ’ εγώ τους γύριζα ντουφέκι και τους πολέμαγα όταν πήγαιναν αναντίον της πατρίδος. – Πώς, μου λέγει, δεν έμπαινες εις του Γραλλιάρη την οδηγίαν ’στην χωροφυλακή; – Πώς δεν έμπαινες εσύ, του λέγω, τελώνης, οπού είσαι υπουργός του Εσωτερκού; Όταν ήταν ο κίντυνος της πατρίδος πήγαινες εις τα νησιά». Τον βλέπω κ’ έρχεται θυμωμένος· «Κάτζε αυτού, του είπα (κ’ έπιασα μιαν καθέκλα), να μην χαλάσω την Γραμματείαν του Εσωτερκού – θα γυρεύη νέον υπουργόν! – Πρέπει ο Βασιλέας, μου είπε, να πάρη μέτρα μόνον διά σένα, ότι εσύ ταράττεις τα πράματα. – Δεν θα τον φκειάσης τον Βασιλέα τζελάτη να σκοτώνη τους υπηκόγους του μ’ αυτά τα λόγια και της συκοφαντίες της δικές σας! Και διά να σε δείξω έξω σε όλο το κοινό, διά ’κείνο δεν το ’καμα καμπούλι να σε κυβερνήσω με την καθέκλα – τότε θα δικιολογέσουνε· εις τον τύπον θα δείξω κ’ εσένα και τους συντρόφους σου τι άνθρωποι είστε». Σηκώθηκα κ’ έφυγα. Πήγε και εις την εκκλησία, οπού ’ταν συνασμένοι όλοι οι Αθηναίγοι, να μιλήση διά ’κείνο οπού ’ρθε – δεν το ’δωσε κανένας ακρόασιν. Κ’ έφυγε καθώς ήρθε.
Τότε έφκειασα όλα όσα μου είπε ενγράφως και τα ’στειλα εις τον τύπον την ’φημερίδα «Ήλιος». Τον μάλλωσαν οι συντρόφοι του διατί να πιαστή μετ’ εμένα και θα βάλω αυτείνη την έκθεσιν εις τον τύπον. Μο ’γραψαν να μην την βάλω – «είναι το μόνο αδύνατο να μείνη οπίσου!» Τότε την έβαλα. Ύστερα μίλησα και τ’ Αρμασμπέρη κι’ αλλουνών και τον έβγαλαν· και τον έστειλαν διοικητή εδώ εις την Αθήνα. Τότε με τον μοίραρχον τον Βογινέσκον μου επισωρεύουν μίαν κατηγορία ότι έβρισα τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία. Παίρνουν ένα παλιάλογον να με βάλουν απάνου και να με στείλουν να με δικάσουν εις την Χαλκίδα. Του λέγω· «Θα πάγω», του μοιράρχου· «θα πάγω κ’ ελπίζω να μη σκοτωθώ· και την υπόληψή μου θα την ζητήσω από ’σένα, ότι εσύ γένεσαι ο αίτιος να διατιμηθώ αδίκως. Αυτείνη την υπόληψη την βάσταξα από μικρούθεν κ’ εσύ θέλεις να μου την γκρεμίσης. Κι’ όταν λευτερωθώ, ’στου βοϊδιού το κέρατο μέσα να είσαι, θα σε βρω να πεθάνωμε». Φώναξαν κι’ όλοι οι νοικοκυραίγοι διά την αδικία οπού θα μου κάμουν κ’ έρχεται ο μοίραρχος και μου ζητεί το «παρντόν» και μου λέγει όλα τα τρέχοντα: Ότι ο Ψύλλας τον έβγιασε και τον Ψύλλα οι κεχαγιάδες του Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, οι νεκροθάφτες των αγωνιστών οπού θέλουν να μας διατιμήσουνε όλους. Τότε, αδελφοί αναγνώστες, σώθηκα με την βοήθειαν του Θεού.
Αφού είδα ότι θέλουν να μας φάνε εκείνοι οπού μας κυβερνούν, και η δικαιοσύνη τους είναι εις την τζελατίνα, τότε να μην αφήσω τόση φαμελιά οπού κρέμεται εις τον λαιμό μου – απόξω εις της κολώνες του Ολυμπίου Διός είχα από την Αίγινα αγοράση ολίγα χωράφια, όταν εις την Αθήνα ήταν ο Κιτάγιας και πνιμένη από Τούρκους. Πήγα εκεί έξω και πήρα και πεντέξι αργάτες κ’ έβαλα και κόβαν πλίθες. Και μο ’φκειασαν κ’ ένα πράμα σαν σαμαράκι και φορτωνόμουν πλίθες. Και καθόμουν εκεί. Κι’ όποτε απόσταινα έκλαιγα βλέποντας τα μέρη εκείνα οπού πολεμούσαμεν με τόση Τουρκιά και πληγωνόμαστε και σκοτωνόμαστε – και ’σ αυτείνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από μακρυά, όταν κιντυνεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ’να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκκαλα· και οι αφεντάδες μας περπατούνε με της καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι· και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια. Έφκειασα το σπίτι μου και φύτεψα κι’ αμπέλι κι’ άλλα δέντρα κ’ εργάζομαι ως το σουρούπωμα να με γλυτώση ο Θεός από τους επίβουλους απατεώνες.
Τότε οι πομπιωμένοι μας πολιτικοί έστειλαν εις την Πελοπόννησον και ’ρέθισαν τους κατοίκους· τους είπαν να σηκωθούν να χαλέψουν δικιώματα. Ανακάτεψαν άλλοι την Σπάρτη και πήγαν αναντίον τους τα τάματα· και καταφανίστηκαν οι Μπαυαρέζοι εις τον σκοτωμόν. Κι’ όσους πιάσαν ζωντανούς οι ντόπιοι τους πουλούσαν ένα τάλλαρον τον έναν Μπαυαρέζο. Κι’ όσοι από αυτούς σκοτώθηκαν εκεί δίνομεν σύνταξη των φαμελιών τους εις την Μπαυαρία κι’ αχώρια πλήθος δικαιώματα οπού παίρνουν οι Σπαρτιάτες. Κι αφανίστη το δυστυχισμένο ταμείον· πήραμεν δάνεια και θα σωθούνε εις αυτά. Έστειλε κι’ ο Κωλέτης τους συντρόφους του αναντίον εις τους Πελοποννησίους, οπού τους βαίναν να κάμουν το κίνημα και ύστερα στέλναν και τους σκότωναν και τους γύμνωναν· και χάθηκαν τόσοι αγωνισταί αδίκως και παραλόγως· και χήρεψαν γυναίκες διά το χατίρι αυτεινών. Κι’ όσους δεν σκότωσαν εις τον πόλεμον τους σκοτώνουν ’σ την τζελατίνα με τους προκομμένους τους κριτάς, οπού ’νεργούνε τους νόμους καθώς θέλουν. Τον Γρίβα τον φυλάκωσαν διά τον σκοτωμόν του Πράσινου και βάλθηκαν όλοι οι φίλοι του και συντρόφοι του, ο Κωλέτης και η γενεά, και τον έβγαλαν. Κι’ όταν φυλάκωσαν τους άλλους οπλαρχηγούς τον ξαναφυλάκωσαν οπίσου.
Διόρισαν και την ’πιτροπή να δικιώση τους αγωνιστάς και να τους βαθμολογήση. Ήταν φίλοι οι περισσότεροι του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη και βαθμολογούσαν πολλούς φίλους τους με χωρίς δικαιώματα. Και γεννήθηκαν πλήθος παράπονα διά την αδικία οπού κάμαν εις τους αγωνιστάς πολλούς. Τότε έβγαλαν και τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς από την χάψη· τους βαθμολόγησαν συνταματάρχηδες, και τους κρέμασαν κι’ από ’να σταυρό και γκεζερούν εις τα σοκάκια τ’ Αναπλιού και καμαρώνουν. Και δεν γύρευαν, αν ήταν άνθρωποι με χαραχτήρα, ’κανοποίηση από τους αίτιους, οπού τους είχαν τόσον καιρό χαψωμένους.
Εις τα 1834 τα έβγα Αγούστου ήρθε ο βασιλέας εις Αθήνα. Ήθελε να πάγη εις την περιοδεία της Ρούμελης και μου είπε να πάγω κ’ εγώ μαζί του. Είχε και τον Τζαβέλα, Βάσιον και Μαμούρη. Πήγαμεν παντού εις την Ανατολική Ελλάδα και τα ’ροθέσια της Λαμίας. Τον δέχτηκαν όλοι οι κάτοικοι με μεγάλη επίδειξιν. Γυρίσαμεν πίσου εδώ τέλη Σεπτεβρίου. Μου είπαν οι αξιωματικοί να τους κάμω ένα τραπέζι εις το σπίτι μου να φάνε. Πήγα εις την Μεγαλειότη του να πάρω την άδεια. Λέγει η Μεγαλειότη του· «Θέλω να ’ρθω κ’ εγώ εις το σπίτι σου να φάγω». Του είπα ότ’ είναι δικόν του και είναι μεγάλη η τιμή οπού θα λάβω. Ότι δεν είχε πάγη σε κανέναν να φάγη ψωμί έξω από εκεί οπού διάβαινε, οπού του ετοίμαζαν κονάκι οι κάτοικοι. Τότε τον πήρα εις το σπίτι μου και με το φτωχικόν μου έμεινε ευκαριστημένος. Τότε οι φίλοι της κακίας δεν είχαν μάτια να με ιδούνε κι’ όλο με κακολαλούσαν διά να μην προβοδέψω και πλησιάσω μαζί του και μάθη την αλήθεια· κι’ αυτό τους θανάτωνε. Ότι εις την περιοδεία του είπα καμπόσες αλήθειες κ’ έμεινε ευκαριστημένος και παρουσία σε όλους αυτό το μολόγησε ο Βασιλέας, ότ’ είναι πολύ ευκαριστημένος. Έμαθαν αυτό και το τραπέζι – τότε έπρεπε όλοι να καταγίνωνται να με κακοσυσταίνουν.
Τον Νοέβριον μήνα τα 1834 αποφάσισε η Κυβέρνηση να ’ρθη εις Αθήνα κ’ έστειλε τον Κωλέτη γραμματέα του Εσωτερκού να κάμη τα καταστήματα. Έκαμεν καμπόσες ημέρες εδώ· δεν πήγα να τον χαιρετήσω, ότι με κρυφοδάγκωνε. Μίαν ημέραν πήγα. Μου λέγει· «Εγώ τόσον καιρό εδώ, τώρα ήρθες να με ιδής; – Δεν το θεώρησα ως αναγκαίον χρέος μου. Τώρα ήρθα, κι’ αν δεν σου αρέση φέγω και δεν ματάρχομαι. –Μου λέγει, πολλοί φίλοι μου μου λένε· «Διατί είναι ’γγισμένος ο Μακρυγιάννης μ’ εσένα;» Τους λέγω (μου λέγει)· «Δεν ξέρω τίποτα. – Του λέγω, ανόητοι άνθρωποι σου λένε τοιούτα και τα πιστεύεις; Πώς μπορεί ένας σουλντάτος να πιαστή με βασιλικόν υπουργόν; Δεν είναι αυτό, του λέγω, οπού δεν έρχομαι. Ήταν ένα παλάτι χαλασμένο και το γκρεμίσαμεν από θεμελιούθεν και το φκειάσαμεν να καθίσουμεν όλοι μέσα. Βάλαμεν εις της πόρτες εγγλέζικες κλειδωνιές και σου δώσαμεν τα κλειδιά εσένα διά να βαίνης εκείνους οπού κοπιάσαν κ’ έφκειασαν το σπίτι αυτό, οπού βαστάς τα κλειδιά του λόγου σου διά να μην μπαίνη όποιος θέλη· διά ’κείνο σου δώσαμεν εσένα τα κλειδιά. Του λόγου σου ανοιγοκλείνοντας διά το νιτερέσιον μόνον το δικόν σου κι’ όχι του σπιτιού, χάλασες αυτές της παλιοκλειδωνιές κ’ έβαλες εις το σπίτι κλειδωνιές τεφαρίκια Ευρωπαίγικα και της παλιοκλειδωνιές της πέταξες εις τα σκούπρα (εις της χάψες), εκεί οπού να μην ανεμείνη τζίτα γερή και χρήσιμη. Θυμήσου, κύριε Κωλέτη, αυτό το σπίτι είπε ο Θεός να χτιστή και θέλει εκείνους οπού αγωνίστηκαν κ’ έγινε – θα ’ρθη καιρός να ψάξης εσύ κ’ οι συντρόφοι σου δι’ αυτές της κλειδωνιές της σάπιες και να μην εβρήτε καμμίνια· εσείς τότε θα βαρέσετε το κεφάλι σας· τώρα είναι πολλά ήσυχον. – Μου λέγει, τ’ είναι αυτά οπού μου λες; Θα ’ρθω εις το σπίτι σου να μιλήσωμεν. – Να μην έρθης και δεν χωράς· και να ’ρθης, θα μου ειπής να βγω από το παλεθύρι. Όμως εγώ έχω σκάλα φκειασμένη, δεν ματατζακίζομαι. Και είδαμεν την ’λικρίνειάν σας ολουνών. Και κάμετε το χερότερον, ό,τι σας περάση. Εγώ τώρα προσκυνώ Θεόν, πατρίδα και Βασιλέα. Έχω σέβας εις την Κυβέρνησιν κι’ Αντιβασιλεία όσο να ηλικιωθή και να κυβερνήση ο Βασιλέας».
Τότε έβαλε τους φίλους του Κριτζώτη, Ροζού (;) κι’ άλλους να φιλιωθούμεν. Τους είπα· «Δεν θέλω φιλίαν μ’ αυτούς. Όταν είμαι οχτρός, φυλάγομαι και με την φιλίαν με τρώνε». Απολπίστη από ’μένα. Είχε τον Κλεομένη φερμένον διοικητή εδώ· τον έβαλε να του κάμη παρτίδο εις την Αθήνα. Διάλυσαν τα μοναστήρια· συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι’ όλα τα γερά εις το παζάρι· και τα ζωντανά διά δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι· πήρε κι’ ο Κλεομένης μ’ άλλους τα ζωντανά των μαναστηργιών και τα ’φερε εδώ. Κ’ έκαμαν και τα μούλκια λιβάδια και τα βόσκαγαν. Τότε πιαστήκαμεν και γενήκαμεν κομμάτια. Με διόρισαν ’πίτροπόν τους όλοι οι νοικοκυραίγοι και τρομάξαμεν να λευτερωθούμεν από τα μαναστηριακά τα ζωντανά, οπού κάμαν λάφυρα όλοι αυτείνοι τα μούλκια. Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα τους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου· ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι· και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες· και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κ’ έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι’ ο τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών.
Ο Κωλέτης, συνειθισμένος από τ’ Ανάπλι – ήθελε την Κυβέρνηση εκεί, ότι έκαμεν τόσα σπίτια κι’ αργαστήρια σε αλλουνού όνομα κι’ αυτός έπαιρνε τα νοίκια και παίρνει από αυτά· δι’ αυτό είχε νιτερέσιον πρώτο· και ύστερα, στενό το μέρος εκείνο, έκανε της φατρίες του όπως ήθελε· ευτύς σύναζε τους οπαδούς του και φοβέριζε το έθνος και την Κυβέρνηση με τους παντίδους τους συντρόφους του, πολιτικούς και στρατιωτικούς – εδώ οπού ’ρθε, η Αθήνα εκτεταμένη, οι Αθηναίοι θέλουν ησυχία, άλλος θα πάγη εις τ’ αμπέλι του, άλλος ’σ το χωράφι του, και δεν τηράνε συντροφιές κάλπικες, τηράνε την δουλειά τους κι’ όχι μπιλλιάρδους και καφφενέδες· τότε ο Κωλέτης επιφόρτισε τον Κλεομένη του να του κάμη παρτίδο. Συνφώνησαν μυστικούς συντρόφους τον Ζαχαρίτζα και τον Βλάχον, παλιά συντροφιά, οπού κυβέρνησαν μαζί με τον Γκούρα την Αθήνα και την έσπειραν αλάτι, και δένουν αυτείνοι οι τέσσεροι κοντράτα και παίρνουν τα τρόφιμα της πόλεως και το ψωμί διά να βρίσκωνται. Έδωσε ο Γραμματέας του Εσωτερκού των τέσσερων συντρόφων, Κωλέτη κι’ αλλουνών, πενήντα πέντε χιλιάδες δραχμές να βρίσκεται κρέας και ψωμί εις την πιάτζα. Πριν πάρουν της 55 χιλιάδες είχε εξήντα λεπτά το κρέας· τότε το ’καμαν μίαν δραχμή και ψόφιον. Το ίδιον και το ψωμί και τ’ άλλα. Τότε βούγησε όλος ο κόσμος δι’ αυτό και πήγαν εις τον Βασιλέα και το ψωμί και το κρέας. Και κατηγόραγαν τους Αθηναίους.
Ήταν και εις τον Περαιά ’σ την άκρη εις την θάλασσαν κι’ ολόγυρα ’διοχτησίες· πήγε ο κύριος Κωλέτης και τη μέρασε των συντρόφωνέ του μυστικά· κι’ όποιος ’διοχτήτης είχε δέκα στρέμματα, του άφιναν μόνον τρακόσες πήχες, ένα πέφτο του στρεμμάτου, και τ’ άλλα τα μέραζε ο κύριος Κωλέτης – την ’διοχτησίαν των ανθρώπων την μέραζε των φίλωνέ του διά να χτιστή ο τόπος. Και δεν τα προκήρυχνε σε όλο το κράτος, να βάλη και μίαν προθεσμίαν, αλλά τα μέρασε με τους φίλους του· και πήραν της καλύτερες θέσες· και τότε οπού μαθεύτηκε, οι άλλοι λάβαιναν τα βουνά. Τότε, ότι κάνει δούλεψη η συντροφιά του Κωλέτη Κλεομένης, Ζαχαρίτζας και Βλάχος και θα γένουν πρώτοι κτίτορες, λέγει ο Κωλέτης εις τους Αντιβασιλείς να δώσουνε αυτής της συντροφιάς εκατόν ογδοήντα χιλιάδες δραχμές να χτίσουνε, βραβείον πρώτο. Τους έδωσε κι’ από τριάντα έξι αργαστηρότοπους ’στην πρώτη φάτζα, της συντροφιάς εκατόν οχτώ αργαστήρια, και εις το μυστικόν να ’χη τα μισά ο ’νεργητής, αργαστήρια πενήντα τέσσαρα. Κλεισμένα τα μάτια, εκείνη η θέση νοικιάζεται εκατό δραχμές το μήνα κάθε αργαστήρι. Μαθαίνοντας αυτά όλα και το μυστικόν διάταμα οπού τα μέραζε κρυφίως εις τους συντρόφους του, βάνω και φκειάνω μίαν αναφορά και την υπογράφουν όλοι οι νοικοκυραίγοι· και λέγαμεν αυτό και διά τα τρόφιμα και διατί να κατηγοριώνται οι Αθηναίοι ότι κάνουν πραμάτεια τους ανθρώπους· κι’ αυτείνοι οπού κάνουν αυτά είναι παλιοί συντρόφοι. Τότε μαθαίνει την αναφορά ο Κωλέτης, στέλνει και με φοβερίζει να σηκώσω την υπογραφή μου και να τραβήσω χέρι και να ξεκληστή η αναφορά, ότι γένεται συνήθεια να γράφουν οι πολίτες εις την Κυβέρνηση· και γένεται κακή συνήθεια· κι’ αν δεν σηκώσω την υπογραφή μου, θα με στείλη εις το Μπούρτζι. Του αποκρίθηκα θα διπλώσω την υπογραφή μου και θα την πάρω μόνος μου την αναφορά να την πάγω εις τον Αρμασμπέρη· κι’ ό,τι μπορέση κουσούρι να μην κάμη. Την πήρα και την πήγα την αναφορά μ’ άλλους δυο πολίτες· και μιλήσαμεν και ρήμαξαν τα σκέδιά τους. Και μοναχά οι συντρόφοι του, οπού ’νέργαγε κρυφά και γράφονταν, εκείνοι ωφελήθηκαν.
Τότε άρχισε να κάμη και της εκλογές τω δημάρχω σε όλο το κράτος. Αγροικηθήκαμεν παντού και δεν έλαβε καμμίαν εκλογή με το πνεύμα του· μάλιστα από την Τήνο και Σάλωνα μ’ είχαν κάμη ’πίτροπόν τους. Άρχισε και εις την Αθήνα· επιστήριζε τον Ζαχαρίτζα και τους Βλαχαίγους. Ψηφοφόρησαν οχτακόσοι· και πήραν αυτείνοι από εκατόν πενήντα ψήφους, και το μέρος οπού ’χα εγώ με τους νοικοκυραίγους πήραμεν όλους τους άλλους. Βάλαμεν τον Ανάργυρον δήμαρχον, τον Καλλεφουρνά πρόεδρον κ’ εμείς σύνβουλοι.
Όταν ήρθε η Κυβέρνηση εδώ, ήρθαν και πολλοί αγωνισταί πεθαμένοι της πείνας και καταξοχή αξιωματικοί. Είδαν οπού έφκειασα αυτό το σπίτι, έλπιζαν ότι μο ’δωσε κανένας πλούτη, άρχισαν και μου γύρευαν άλλος είκοσι τάλλαρα, άλλος δέκα κι’ άλλος απάνου κι’ άλλος κάτου. Τέλος πάντων κ’ εγώ καταχρεωνόμουν και τους ανθρώπους δεν μπορούσα να τους ευκαριστήσω σε όλη την αίτησίν τους· τους έδινα ό,τι μπορούσα κι’ αντίς να τους έχω φίλους, τους έπιανα οχτρούς. Είχα κ’ ένα μήνα οπού άρχισα να παίρνω μιστόν του βαθμού μου, καθώς και οι άλλοι· έπαιρνα τρακόσες εξήντα δραχμές. Είδα αυτό, και πέθαιναν και οι άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, κι’ από την πείνα κι’ από το κρύον, τότε στοχάστηκα: Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κ’ εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί! Ειδέ ξίκι να γένη και ’σ εμάς! Τότε φκειάνω μίαν αναφορά και λέγω· «Επειδήτις όσοι αγωνίστηκαν πεθαίνουν από την πείνα και την ταλαιπωρίαν, καθώς και χήρες των σκοτωμένων και παιδιά τους, τον μιστόν οπού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπή όλος και να τον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά των σκοτωμένων. Κ’ εγώ, επειδήτις και χρωστώ ξένα χρήματα κ’ έχω και φαμελιά μεγάλη, διατάξετε να μου δοθή το μικρόν δώρον οπού αποφάσισαν όλες οι Κυβέρνησες όταν πληγώθηκα εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού, οπού είναι ως εκατόν εξήντα πέντε δραχμές, να ζήσω κ’ εγώ με την φαμελιά μου όσο η Κυβέρνηση να δικιώση όλους τους αγωνιστάς, και μεράστε τους τον μιστόν μου των δυστυχισμένων αγωνιστών». Έδωσα την αναφορά μου εις την Αντιβασιλεία και το ’βαλα και εις τον τύπον να παρακινηθούν κι’ άλλοι.
Τότε πάγει ο Κωλέτης και λέγει της Αντιβασιλείας· «Αυτός οπού ’καμεν αυτό μαζώνει όλους τους αδικημένους και θα κάμη απανάστασιν» – κι’ αν μου ’ρθε παρόμοια ιδέα, να ’χω την κατάρα της πατρίδος! Και δίνει γνώμη να με πιάσουν να με στείλουν εις το Παλαμήδι να με φυλακώσουνε. Έρχεται ο διοικητής ο Αξιώτης, ο φρούραρχος, ο γκενεράλ Πίζας μ’ ανακρένουν πώς το ’καμα αυτό και ποιος με διάταξε. Τους λέγω κ’ εγώ· «Το κεφάλι μου με διάταξε, όταν ήταν τα μεσάνυχτα, οπού ήταν πολλά ήσυχα, και το ’καμα. Εκλείστηκα εδώ εις το κάστρο μ’ εκατόν είκοσι οχτώ ανθρώπους και γλύτωσαν σαράντα μόνον κι’ αυτείνοι καταπληγωμένοι. Ήρθα εις τον Φαληρέα με περίτου από οχτακόσους και σκοτώθηκαν οι μισοί. Εκεί οπού δυστυχούν οι γυναίκες και τα παιδιά εκεινών ας δυστυχήσουνε και τα δικά μου!» Σηκώθηκα και πήγα εις τον αγαθόν Βασιλέα και τον βάσταξα απάνου από μίαν ώρα. Του ξηγήθηκα πώς σηκώσαμεν ντουφέκι των Τούρκων και πόσο μας ωφέλησαν και πόσο μας ζημίωσαν οι δικοί μας πολιτικοί και να ιδή την κατάστασιν του κράτους του, αν θέλη μιαν ημέρα να βασιλέψη. «Κ’ εγώ λυπούμαι τους δυστυχείς και διά την ησυχίαν του κράτους σου, οπού είναι η πατρίδα μου, έκοψα το ψωμί από τα παιδιά μου να το δώσω των φτωχών αγωνιστών». Τότε πήρε την ευκαρίστησιν και μου είπε να πάγω να τα ειπώ και της Αντιβασιλείας αυτά. Και πήγα και τα είπα. Και διάταξαν κ’ έγινε μια ξεκονόμηση εις τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά των σκοτωμένων. Μου είπαν να τα πάρω να τα μεράσω εγώ, δεν θέλησα· είπα να τα μεράση ο Δεσπότης και οι παππάδες. Κ’ έτζι έγινε. Κι’ ο Βασιλέας σηκώθη την αυγή και πήγε εις το συβούλιον της Αντιβασιλείας, οπού δεν ματάειχε πάγη. Και με γλύτωσε ο Βασιλέας από τους απατεώνες, οπού θα μ’ έχαναν αδίκως διά να θέλω να κάμω καλό. Τέτοιοι ανθρωποφάγοι είμαστε εμείς, και διά ’κείνο ήμαστε σκλάβοι τόσους αιώνες εις τους Τούρκους – κ’ εμείς παιδιά αυτεινών είμαστε και την αρετή τους έχομεν. Εμείς να ζούμεν καλά και οι άλλοι ας χαθούνε – κι’ όποιος τους βοηθήση να τον χάσουμεν κ’ εκείνον!


Γ


Εις τα 1835 Μαγίου 20 κόλλησε ο Βασιλέας εις τον θρόνον. Έγινε λαμπρή παράταξη· από την εκκλησίαν ως το παλάτι στρωμένος ο δρόμος και στολισμένος. Εις το παλάτι συνάχτηκαν οι πρέσβες κι’ άλλοι πολλοί, καθώς και οι αρχές όλες. Οι κυβερνήταί μας διά να δυσαρεστήσουν το στρατιωτικόν – ήταν δικός τους ο φρούραρχος –παρουσίασαν όλες της αρχές κ’ εμάς μας καταφρόνεσαν. Τότε πιάστηκα εγώ με τον φρούραρχον. Του λέγω· «Αυτ’ είναι η ’μέρα οπού τρομάξαμεν να την ιδούμεν οι Έλληνες και καταξοχή οι στρατιωτικοί, χύνοντας αίμα ποταμούς· κι’ αφού αξιωθήκαμεν και είδαμεν τον Βασιλέα του αγώνος μας να κολλήση εις τον θρόνον, τηράτε να μας καταφρονέσετε;» Αφού εμπήκαν και οι παραμικροί και παρουσιάστηκαν, εμείς καθόμαστε καταφρονεμένοι. Λέγω των αξιωματικών· «Σηκώτε να φύγωμεν». Κ’ ευτύς εβήκα εγώ έξω. Ακολούθησαν καμπόσοι μαζί μου. Αφού μας είδε η βάρδια θυμωμένους εμπήκε εις τα όπλα. Το ’μαθε ο μαρσιάλης του παλατιού, έτρεξε κοντά μας και μας πρόφτασε· και μας παρακίνησε να γυρίσωμεν οπίσου. Καμπόσοι γύρισαν. Μου είπε κ’ εμένα να γυρίσω· του είπα· «Δεν γυρίζω!» Το βράδυ όσοι δεν γύρισαν οπίσου ήρθαν εις το σπίτι μου και μου λένε να κάμωμεν μιαν επιτροπή να πάγη εις τον μαρσιάλη. Εγώ τους λέγω· «Ούτ’ επιτροπή στέλνω, ούτε πάγω να παρουσιαστώ. Όταν ήταν η τάξη πήγα· δεν θέλησαν να μας παρουσιάσουνε – δεν ματαπάγω, κι’ αν του βαρύνη και του ίδιου του Βασιλέα! Σκλάβος δεν του είμαι· εις τον Τούρκο ήμουν σκλάβος. Κι’ αν δεν με θελήση, πηγαίνω αλλού και ζω. Την καταφρόνεσιν οπού μας κάνουν αυτείνοι πάντοτες την ’στάνομαι». Τότε αυτείνοι πήγαν και παρουσιάστηκαν. Σαν δε μ’ είδανε κ’ εμένα, το βράδυ με προσκαλούνε να πάγω εις το τραπέζι. Σηκώθηκα και πήγα. Τρώγοντας ψωμί μου λένε οι ’πασπισταί· «Τ’ είναι αυτό οπού έκαμες σήμερα; Από το Παλάτι το βασιλικόν έγινες αρχηγός και πήρες τους αξιωματικούς κ’ έφυγες. – Τους είπα, αρχηγός έγινα του κεφαλιού μου. Όποιος με καταφρονεί, εγώ φέγω κι’ άλλος ας κάμη ό,τι θέλη». Πλησίασε ο Βασιλέας και σιωπήσαμεν. Το ’μαθε ο Βασιλέας ύστερα και περιόρισε τον Γραμματέα του Στρατιωτικού και φρούραρχον. Και παρουσιαζόμαστε κατά την τάξη.
Ο Φρούραρχος κι’ άλλοι ’νεργούνε και γίνεται ένα τραπέζι εις το Μαρούσι· και πηγαίνει εκεί ο φρούραρχος, οι ’πασπισταί του Βασιλέως Τζαβέλας, Γενναίος, Κατζάκος, Γριβαίγοι, Μαμούρης, Βάσιος, Χατζηπέτρος, Μήλιος κι’ άλλοι πολλοί· ήμαστε καμμιά σαρανταριά. Θέλαν να διατιμήσουνε εμένα· να δώσω αιτίαν να με χτυπήσουνε. Μου λέγει έναν λόγον πειραχτικόν ο συγγενής του Κωλέτη ο Χατζηπέτρος ’σ το τραπέζι. «Πώς; του λέγω· τι είπες; Πάρε το σπαθί σου και σήκου απάνου να σου δείξω!» Δεν σηκώθη. Πήρα μια μποτίλλια του την τίναξα εις το κεφάλι. Πιαστήκαμεν. Είδαν ότι θα χοντρήνη το κακό και σηκώθηκαν όλοι και μας χώρισαν.
Η Αντιβασιλεία έπαψε άμα κόλλησε ο Βασιλέας εις τον θρόνον, κ’ έγινε ο Αρμασπέρης Αρχικατζελάριος. Οι αγωνισταί αδικήθηκαν από την πρώτη ’πιτροπή κι’ ολημέρα φώναζαν εις τον Βασιλέα – και πλήθος αναφορές. Τότε διορίζουν τον γκενεράλ Τζούρτζη πρόεδρον μιας επιτροπής· μέλη τον Κριτζώτη, τον Νικήτα, τον Τζαβέλα, τον Ομορφόπουλον κ’ εμένα. Ο Κατζελάριος, της Αγγλικής φατρίας, φρόντισε πρώτα κ’ έδιωξε τον Κωλέτη – τον έστειλε πρέσβυ εις την Γαλλία· τον Μεταξά τον έστειλε εις την Ισπανία. Τον Μαυροκορδάτο προ καιρού τον είχαν διώξη. Τότε ο Αρμασμπέρης παντρεύει δυο κορίτζα του και τους δίνει τα δυο παιδιά του Κατακουζηνού. Κ’ έτζι επεβαίνουν και εις την θρησκεία μας διά να μας φκειάσουνε του δόματός τους από λίγον κατ’ ολίγον. Κ’ αυτό το παράδειμα το ακολούθησαν και οι Έλληνες και παντρεύονται τοιούτως. Τότε ο Αρμασμπέρης διά να δείξη ότ’ είναι ο αγαπημένος των Ελλήνων – και είδε ότι μ’ αγαπούνε εις όλο το κράτος– θέλει το στρατιωτικόν να του προσφέρουν ένα σπαθί και να τον πολιτογράψουν παντού εις την Ελλάδα. Με παίρνει μου κάνει ένα τραπέζι· ήταν κι’ ο Τζούρτζης εκεί ο φίλος του. Μου λέγει ότι μ’ αγαπάγει και θα ’νεργήση να μου δώσουν τον σταυρόν με τ’ άστρος κι’ άλλα πολλά. Την άλλη ημέρα μου λέγει ο γκενεράλ Τζούρτζης διά το σπαθί, να ’νεργήσω, και διά το πολιτόγραμμα· κι’ ότι ο Κατζελάριος θα με κάμη σημαντικόν άνθρωπον. Του υποσκέθηκα αυτά με τα χείλη.
Πηγαίνει ο Γαρδικιώτης Γρίβας με το τάμα του ’σ την Δυτική Ελλάδα και ρέθιζε τους κατοίκους να σηκωθούν αναντίον της Κυβέρνησης, το ίδιον και σε άλλα πολλά μέρη, καθώς κι’ ο Θοδωράκης Γρίβας έβγαζε ληστές παντού κι’ άλλοι τοιούτοι. Κι’ αφάνιζαν τους κατοίκους. Τότε άρχισε και η βαθμολογία της επιτροπής. Θέλαν να βάλουν εις την βαθμολογίαν πολλούς ανάξιους, οπού να μην λείψουνε ποτές οι δυστυχίες από τους αγωνιστάς και γενικώς από την πατρίδα. Τότε διά να μ’ ελκύσουν είπαν να μου κάμουν και τον αδελφό μου λοχαγόν, ότ’ είναι αδικημένος από τον Καποδίστρια. Τους λέγω· «Είναι υπολοχαγός· ’σ εκείνο να μείνη. Και να δικαιώσουμεν τους ανθρώπους του Αγώνος να φάνε κομμάτι ψωμί, να μην ταλαιπωριώνται ξυπόλυτοι και γυμνοί. Αυτούς έχομεν αδελφούς – να σωθούν τα δεινά τους, να ησυχάσουν και αυτείνοι και η πατρίδα και ο Βασιλέας. – Μου λένε, τον βάνομεν εμείς τον αδελφό σου κ’ εσύ φώναζε ό,τι θέλεις. – Τον βάνετε εσείς, απαρατιώμαι εγώ· και το βάνω εις τον τύπον διατί απαρατήθηκα». Τότε τ’ άφησαν και τους είπα· «Να ’χωμεν δικαιοσύνη και να λέμεν με φόβον του Θεού όποιον αγωνιστή ξέρει ο καθείς». Και τοιούτως ακολουθήσαμεν.
Τότε διορίστη ο γκενεράλ Τζούρτζης και Γενικός Επιθεωρητής του στρατού. Αποφασίστη κι’ όσους βαθμολόγησε η πρώτη ’πιτροπή κ’ εμείς να συστηθούν σε τετραρχίες και να γένη φάλαγξ. Κάμαν δέκα τετραρχίες. Διόρισαν κ’ εμένα τετράρχη της Αττικής. Αστένησα. Έρχονταν εις το σπίτι μου πολλοί άνθρωποι να με ιδούνε· έρχονταν και οι αξιωματικοί της τετραρχίας μου. Δυο τρεις μου λένε· «Εδώ οι Γριβαίγοι ρεθίζουν τους στρατιωτικούς και τους στέλνουν και πηγαίνουν έξω εις το κράτος και κάνουν ληστείες». Τότε και εις το Κράβαρι, χωρίον Ελετζού, είχε πάγη ο Καλαμάτας κι’ άλλοι λησταί και το πάτησαν· χάλασαν και το σπίτι ενού αγωνιστή, Καλατζαίγους τους λένε. Εκεί ρωτούσαν οι λησταί πότε μπορεί να βγούνε οι Γριβαίοι όξω να ξέρουν. Τότε απ’ αυτούς ήρθε ένας εδώ να ειπή την δυστυχίαν του· τον είχα φίλο· μου είπε αυτά. Τότε αυτά κι’ ό,τι μου είπαν οι αξιωματικοί κατά χρέος θέλησα να τα ειπώ του Αρχικατζελάριου. Μην ξέροντας την γλώσσα του, είχα τον Βαλέττα φίλο και του το είπα κι’ αυτός ήφερε τον γυναικάδελφό του Παναγιωτάκη Σούτζο και τα είπαμεν να τα ειπή τ’ Αρμασπέρη. Πήγε και του τα είπε. Τότε αυτός διά ν’ αποκοιμίση εμένα, με προσκαλεί να πάγω να φάμε ψωμί. Ρωτάγω τον δούλον του ποιοι άλλοι είναι εις το τραπέζι, μου λέγει οι Γριβαίγοι και ο Παναγιωτάκης ο Σούτζος. Τότε λέγω του δούλου· «Σύρε και πες του Εξοχωτάτου Αρμασπέρη δεν είμαι άξιος να φάγω ψωμί εις το τραπέζι του». Τότε του το ’βγαλα φόρα και διά το σπαθί και πολιτογράψιμον. Φανερώθη κι’ απαρατήθη από αυτά.
Τότε άρχισε η αποστασία εις την Δυτική κι’ Ανατολική Ελλάδα. Ο Βασιλέας είχε πίστη ’σ εμένα· μου στέλνει τον Μιαούλη και μου λέγει θα διορίσουνε αρχηγούς διά την καταδίωξιν των ανταρτών και ληστών και να με διορίση κ’ εμένα. Του είπα, δεν μου το συχωρεί μήτε η υγεία μου, μήτε η συνείθησή μου να χτυπήσω τους αγωνιστάς, οπού άλλοι ήταν οι αίτιοι. Και διόρισαν τον Βάσιο, τον Μαμούρη, τον Τζαβέλα και τον ’νεργητή Γρίβα κι’ αδελφόν του Γαρδικιώτη. Και κινήθηκαν αναντίον εκεινών, οπού παρακινούσαν να σηκωθούνε «κ’ είναι κι’ αυτείνοι σύνφωνοι», τους λέγαν. Και τους πήγαν αναντίον τους δολερώς κι’ απίστως· και σκοτώθηκαν τόσοι αγωνισταί κι’ αρφάνεψε η πατρίς από αυτούς. Ότι μίαν ημέρα θα τους χρειαστή και πού να τους εύρη; Τα ’φαγαν τα περισσότερα και καλύτερα παληκάρια οι δολεροί και οι κακοί ανθρώποι. Διόρισαν ύστερα και τον γκενεράλη Τζούρτζη να πάγη επί κεφαλής αυτεινών· πήρε κ’ εμένα με την τετραρχίαν και το πεζικό της γραμμής και καβαλλαρία και Γαρδικιώτη με το τάμα του και πήγαμεν εις Μισολόγγι. Και μάθαμεν ότι διαλύθηκαν οι αντάρτες, όταν μάθαν τον δόλο και την απάτη των συντρόφωνέ τους. Οι κάτοικοι πήγαν εις τα σπίτια τους, οι σημαντικοί έπαθαν σκοτωμούς και φυλακές· και οι λησταί πήγαν εις το Τούρκικον. Και τότε ο Γρίβας έστελνε κεφάλια των συντρόφωνέ του εις την Κυβέρνηση, καθώς έστελνε ένας ντερβέναγας του Αλήπασσα, τον έλεγαν Ισούφ Αράπη.
Εις το Βραχώρι μάθαμεν ότι ο Βασιλέας μας πάγει εις την Μπαυαρία να παντρευτή. Από τους ανθρώπους εις το Ξερόμερον κι’ αλλού μάθαμεν της ενέργειες των Γριβαίων κι’ όλης της συντροφιάς. Ήρθαμε εδώ εις Αθήνα, αφού κάμαμεν όλη την περιοδεία. Τότε ο Γρίβας τούρκεψε τους ανθρώπους. Ήρθαν οι κάτοικοι φωνάζοντας εις την Κυβέρνησιν· έφυγαν και καμπόσες φαμελιές και πήγαν εις την Τουρκιά. Τότε όσους ήταν άξιοι διά παλούκι, όλους τους ληστάς, τους σύναξε ο Γρίβας και προστάζει ο Κατζιλέρης ο Αρμασπέρης, διορίζει κ’ εμάς την ’πιτροπή κατά το ριπόρτο του Γρίβα, αφού τους έστειλε διαταγή να μπούνε μέσα εις το κράτος, οπού ήταν εις την Τουρκιά, κι’ αφού ήρθαν διατάττει την ’πιτροπή ο Αρμπασμπέρης να τους κάμωμεν αξιωματικούς. Ο σύντροφός του ο γκενεράλ Τζούρτζης ήταν έτοιμος· εγώ τους είπα· «Τα χέρια μου και τα δυο να τα κόψετε, υπογραφή δεν βάνω να βαθμολογήσω ληστάς, οπού κάψαν της εθνικές καζάρμες και σκότωσαν και της φυλακές των συνόρων!» Τότε γγιχτήκαμε δι’ αυτό· μάλλωσα με τον γκενεράλη. Πήρα τ’ άλλα τα μέλη εις το σπίτι μου και φάγαμεν και τους είπα· «Δεν θα σκοτωθούμεν από τους αγωνιστάς; Εκείνοι να περπατούνε δυστυχισμένοι, και τους ληστάς να τους φκειάσουμεν αξιωματικούς;» Τότε ορκιστήκαμεν και δεν θέλησε κανένας από ’μας. Και τους έκαμεν μόνος του ο Αρμασμπέρης. Και διάταξε να ’ρθη ο Γρίβας εις την Αθήνα. Κ’ ήρθε με καμμιά εκατοστή τέτοιους. Κι’ ο Αρμασμπέρης διόρισε τους φίλους του και γαμπρούς του και πήγαν και τον δέχτηκαν. Οι κάτοικοι έλπιζαν να τους παλουκώσουνε, κι’ ο Κατζελάρης τους έκανε τέτοιες επίδειξες. Το ’δωσε και τον σταυρό του λαιμού, και η γυναίκα του του χάρισε ένα ’ρολόγι. Τότε έγινε η Αθήνα σπίτι των ληστών· δεν κόταγαν να βγούνε οι άνθρωποι έξω· βρίσκονταν σκοτωμένοι, γυμνωμένοι, από αυτά πλήθος. Έδειρε ο Γρίβας και τον φίλο του τον Σκούφο, οπού πείραζε με την ’φημερίδα του αυτούς όλους.
Τότε ήμουν μέλος του Δημοτικού Συνβουλίου· ο Καλλεφουρνάς πρόεδρος, φίλος μου. Μιλήσαμεν εις το σπίτι μου την κατάστασιν της πρωτεύουσας και είπαμεν να συνάξωμεν το Δημοτικόν Συνβούλιον και να γυρέψωμεν να γένη μια πολιτοφυλακή. Το συνάξαμεν· αρχίσαμεν την πρότασιν οι δυο μας. Ηύραμεν σύνφωνο όλο το Συνβούλιον να γένη αυτό, κ’ εμένα με διόρισαν αρχηγόν. Τους είπα· «Η ομιλία δεν είναι διά δόξες, είναι διά προφύλαξή μας, και δεν θέλω αρχηγίες· όποτε είναι η αράδα μου, ως απλός πολίτης φυλάγω κ’ εγώ». Έγιναν όλα αυτά. Το ζητήσαμεν από την Κυβέρνηση· βήκαν δυο αναντίοι ο Κοκκίδης κι’ ο Γεννάδιος σύβουλοι. Τότε ο Αρμασμπέρης πειράχτηκε. Πήραν και την πράξη την βάλαν εις τον τύπον. Εγώ καθώς γύρισα από την περιοδεία δεν είχα πάγη τελείως εις τον Αρχικατζελάριον· με ζήτησε εις το τραπέζι του, δεν ζύγωσα. Τότε άρχισε να με βαρή. Ζητώ να παρουσιαστώ να του μιλήσω με διαρμηνέα δικόνε μου. Παίρνω τον Βενθύλο και πήγα. Ήταν καμμιά εβδομηνταργιά Έλληνες απόξω, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Και εις όλα είχε τον Παναγιωτάκη Σούτζο οπού συβουλεύεταν. Αφού γλύτωσε από τους άλλους, μπήκα μέσα· πήρα και τον Βενθύλο. Μου λέγει ο Αρχικατζελάριος· «Πολύν καιρό δεν σ’ είδα· μου φαίνεται, είσαι αστενής; – Όχι, του λέγω, είμαι υγιής. Εξ αιτίας οπού καταγένεσαι είπα ότι η παρουσία μου σου δίνει βάρος και δι’ αυτό δεν σ’ ενόχλησα. –Κύριε, μου λέγει, τ’ ήταν εκείνο οπού ’κανες εις το Συβούλιον; – Έκανα ως πατριώτης ορκισμένος εις την πατρίδα μου και να προφυλάξω την πολιτεία μας· ό,τι έκαμα το ’καμα μαζί μ’ άλλους δεκαπέντε. Δικαιοσύνη θέλουν οι Έλληνες, Εξοχώτατε! Ότι χύσαμεν ποταμούς αίματα και την δικαιοσύνη δεν την λέπουμεν. Και εις την Αθήνα κανείς δεν κρύβεται, ότι τα σπίτια είναι μεϊντάνια».
Βγάζει έξω ότι γένεται μια φατρία να σκοτώσουνε τους σημαντικούς κι’ αυτόν, κι’ αρχηγός αυτεινής της φατρίας είμαι εγώ. Τότε θέλει να στείλη να με πιάσουνε. Αποφάσισα ν’ αντισταθώ. Ήρθε ο Νότης, ο Βαλτηνός μου λένε· « Τ’ είναι αυτά οπού ακούμε; και θα πάθης. – Σκαλίζω τον κήπο μου, τους λέγω· όποιος θελήση να με πειράξη – ο αδύνατος έχει του Θεού την δύναμη εις το δίκιον του», τους είπα. Τότε πάνε και τα λένε αυτά του Αρμασπέρη και σιώπησε το κίνημα και μο ’στειλε να ησυχάσω. Έγραψα αυτά του Βασιλέως, πώς έγινε η ανταρσία της Ρούμελης, πού κατήντησαν οι υπήκοοί του, πώς έγιναν οι βαθμολογίες, πως ’νεργούν αναντίον του και να ’ρθη να κυβερνήση το κράτος του. Και να βαστάξη και την αναφορά μου· κι’ αν τον απατώ, δεν είναι δίκιος Βασιλέας αν δεν με καταδικάση εις θάνατον. Τότε κάνω κ’ ένα τραπέζι και παίρνω όλους τους Μπαυαρέζους, οπού ήταν φίλοι του Βασιλέως κι’ αναντίοι του Αρμασπέρη, και τρώμεν εις το σπίτι μου· και τους παρακινώ να φκειάνουν κι’ αυτείνοι μίαν αναφορά και ξεστόριζαν τα κακά οπού τρέχουν εις το κράτος του. Τότε ο Βασιλέας διάβασε της αναφορές με τον πατέρα του. Του είπε ο Βασιλέας ότι έχει πολλή πίστη ’σ εμένα. Τότε εις Μπαυαρίαν έστειλε ο Αρμασπέρης τον γαμπρό του τον Κατακουζηνόν. Έμαθε ο Κατακουζηνός την αναφορά μου, γράφει του πεθερού του αυτά. Τότε άρχισε ο Αρμασμπέρης να λαβαίνη μέτρα πώς να μ’ εξαλείψη. Ήμουν πρόεδρος του Δημοτικού Συνβουλίου. Μαζώνεται όλο το Συνβούλιον και φκειάνομεν ένα ψήφισμα και λέγαμεν· «Μ’ αυτόν τον τρόπον δεν διοικιώμαστε, με το «έτζι θέλω» του κάθε ενού· θέλομε νόμους κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας». Πριν βγάλωμεν την αναφορά έξω να μαθευτή, κάνω ένα τραπέζι καλό και παίρνω όλους τους σημαντικούς αγωνιστάς. Παίρνω τον Κουντουργιώτη, τον Μπόταση κι’ άλλους πολιτικούς, παίρνω τον Κολοκοτρώνη, Νότη, Βαλτηνό, Βάσιο κι’ άλλους πολλούς στρατιωτικούς, παίρνω τον Δήμαρχον κι’ όλο το Δημοτικόν Συβούλιον. Ήμαστε ’σ το τραπέζι περίτου από εξήντα. Αφού φάγαμεν κι’ αρχίσαμεν να σηκώσουμε τα γιομάτα, σηκώθηκα εγώ κ’ είπα· «Ζήτω του Βασιλέως μας και της Βασίλισσάς μας και να τους δώση ο Θεός και βασιλόπαιδα, και να τους φωτίση να μας κυβερνήσουνε με συνταματικούς νόμους κατά της θυσίες της πατρίδος». Έπιαν όλοι το γιομάτο. Την αυγή το ’μαθε ο Αρμασπέρης αυτό, τους πήρε όλους εις την οργή του κ’ εμένα διά παλούκωμα. Τότε του στείλαμεν και το ψήφισμα, οπού φκειάσαμεν το Δημοτικόν Συβούλιον· το βάλαμεν και εις τον τύπον. Τότε γύρεψε να με κάμη εξορίαν. Ήρθε ο κομαντάντης της πιάτζας στελμένος από τον φρούραρχον να γένω χαζίρι σε δυο ώρες να φύγωμεν – θα ’ρθουν να με πάρουν· και να είμαι εις την θέλησίν τους, να με ξορίσουνε εις τα νησιά. Τους είπα· «Είμαι αστενής εξ αιτίας των πληγών και θα κάτζω με την φαμελιά μου να με συγυρίση εις το σπίτι μου. Κι’ αν έφταιξα, ας με κρίνη η Κυβέρνηση με τους νόμους της πατρίδος μου· και να με παιδέψη κατά το έγκλημά μου». Τότε στείλαν γιατρούς· κι’ από το γινάτι μου μ’ έπιασε μια μεγάλη κάψη. Με γύμνωσαν, είδαν της πληγές. Τότε λέγω του κομαντάντη και των γιατρών· «Επειδήτις η Κυβέρνηση δεν έχει πίστη ’σ εμένα, ότι της λέγω είμαι αστενής και με γυμνώσετε ως σουλντάτον, δεν ματαθέλω να είμαι εις την ’πηρεσίαν της· ως αξιωματικόν δεν με γνωρίζει, κ’ εγώ δεν την γνωρίζω· κι’ απαρατιώμαι· και είμαι εις το εξής απλός πολίτης. Και να λάβη και την ’πηρεσίαν της τετραρχίας και το γραφείον». Ήρθαν μου μίλησαν πολλοί να μην απαρατηθώ· δεν στρέχτηκα κι’ απαρατήθηκα. Τότε στέλναν οληνύχτα πεζούρα και καβαλλαρία και με φύλαγαν. Έρχονταν και οι αγωνισταί κρυφίως και με φύλαγαν ’στο σπίτι μου κ’ έξω εις της ελιές. Ότι ήθελαν να με πάρουν διά νυχτός. Ότι ο Αρμασπέρης δεν ξέχανε την αναφορά οπού ’γραψα εις τον Βασιλέα. Τότε διάλυσαν και το Δημοτικόν Συνβούλιον, έπαψαν και τον Δήμαρχον και ξέκλησαν και το πρωτόκολλον να μην φαίνωνται αυτές οι πράξες, ούτε εκείνη διά την πολιτοφυλακή, ούτε η άλλη διά το σύνταμα. Μ’ είχαν κλεισμένον εις το σπίτι μου όσο οπού ’ρθε ο Βασιλέας – κι’ ως τώρα να μην έρχεταν, εγώ θα ήμουν ακόμα φυλακωμένος. Εις την Μπαυρίαν του είπε ο πατέρας του του Βασιλέα κ’ έφερε μαζί του τον Ρουντχάρτη να τον βάλη εις τον τόπον του Αρμασπέρη. Τα 1837 Φλεβαρίου 3 ήρθε ο Βασιλέας και η αγαθή Βασίλισσα. Πήγαν οι πρέσβες εις την φεργάδα· τους είπε ότι ο Αρχικατζελάριος είναι παμένος κ’ ευτύς ν’ αναχωρήση από το κράτος. Τότε πέθανε κι’ ο Κατζελάριος κι’ ο φίλος του ο πρέσβυς της Αγγλίας. Πάσκισε να τον βαστήξη· του κάκου. Πήγαμε και συνοδέψαμε τους Βασιλείς με μεγάλη παράταξη κι’ όλοι οι πολίτες. Σε δυο ημέρες φκειάνω μιαν αναφορά της Μεγαλειότης του και του ξηγώμαι διά την αναφορά οπού ’στειλα εις την Μπαυαρίαν τι δοκίμασα και τι αντενέργειες του κάναν διά να μην ματαγυρίση οπίσου εις την Ελλάδα· και η Αγγλία τι σκοπούς έχει και πώς ρήμαξε το ταμείον ο Αρμασπέρης κι’ ο υπουργός της ’μπιστοσύνης του, της Οικονομίας· τι πήραν μαζί· και τα καλύτερα υποστατικά, σταφίδες, μύλους κι’ άλλα τα μέρασαν (τα οποία φαίνονται ως σήμερα)· και γύμνωσαν την δυστυχισμένη πατρίδα. Και εις το Κράτος του μένει η δυστυχία. Χάλευε ο Αρμασπέρης και η συντροφιά του να κάμουν τον Λασσάνη συνταματάρχη, και διαμαρτυρήθηκα κ’ έμεινε. Τους βαθμούς τους δώσαν των ληστών και οι αγωνισταί μείναν δυστυχείς. Παρουσιάστηκα και μίλησα αυτά του Βασιλέως και το ’δωσα και την αναφορά μου και του έλεγα· ’στο εξής δεν είμαι άξιος τοιούτως να δουλέψω, ότι δεν μου το συχωράει η υγεία μου και να μου δώση την άδεια να βάλω την κόπια της αναφοράς μου εις τον τύπον. Μου είπε να μην την βάλω. Τότε, αφού έμαθε αυτά ο Αρμασπέρης ’νέργησε να με καταδικάσουνε. Του παραγγέλνω είμαι έτοιμος σε ό,τι αγαπάη, εις τους νόμους της πατρίδος μου να κριθώ, και δεν θέλω κι’ αβοκάτους, ότι έχω την ίδια μου αλήθεια αβοκάτο. Τότε σιώπησε κ’ έμεινε. Το ’δωσε ο Βασιλέας εκατό χιλιάδες δραχμές του Αρμασπέρη, πήρε και κάνα μιλλιούνι τάλλαρα και πάγει ’στην δουλειά του. Ήταν ψειργιασμένος κόντης κ’ έγινε πραματικός. ’Στο φευγάκι του έκαμεν ένα τραπέζι μεγάλο και κάλεσε τους συντρόφους του Κριτζώτη, Γριβαίγους, Μαμούρη, Ρούκη, Κολιόπουλον, Γενναίον, Τζόκρη κι’ άλλους τοιούτους, οπού τους έκαμεν με υποστατικά και με χρήματα – τους έδινε ένα αυτεινών κ’ έπαιρνε αυτός εκατό. Τους πήρε και φάγαν ψωμί· σηκώθη κ’ έπγε ένα γιομάτο και λέγει· «Εις υγείαν εσάς των αγαθών Ελλήνων οπού συντρώμεν σήμερα κι’ αποχαιρετιώμαστε». Άρχισαν κ’ έκλαιγαν όλοι. Τους είπε πολλά τοιαύτα παραπονευτικά λόγια. Τέτοιοι είμαστε εμείς. Όταν φεύγουν οι τύραννοι, οι κλέφτες, εκείνοι οπού θέλουν να βουλιάξουν την πατρίδα, κλαίμεν και λυπώμαστε· κι’ όταν την γυμνώνουν, γελάμεν και χαιρόμαστε. Όταν ήμουν φυλακισμένος, όλοι αυτείνοι με βρίζαν και με κακοσύσταιναν· κι’ αν κάθεταν ο Αρμασπέρης πίσου, ήμουν χαμένος. Ότ’ η αλήθεια κατατρέχεται. Τότε έφυγε ο Αρμασπέρης και τον συντρόφεψαν όλοι οι φίλοι του κάτου εις το καράβι.
Πήγα κι’ αντάμωσα τον Ρουντχάρτη, οπού έμεινε εις το ποδάρι εκεινού. Του είπα όλα αυτά. Τον ζήτησα να ’ρθη εις το σπίτι μου να φάμεν. Μου είπε· «Σου μιλώ δι’ αυτό». Ρώτησε τον Βασιλέα, του είπε να ’ρθη· «ότι πήγα κ’ εγώ, του είπε, εις τον Μακρυγιάννη». Μου είπε ότι έρχεται. Κάλεσα και τον μαρσιάλη του παλατιού κι’ όλους τους αυλικούς και Κουντουργιώτη, Κολοκοτρώνη κι’ άλλους πολλούς πολιτικούς και στρατιωτικούς. Τους έκαμα ένα τραπέζι πολλά καλό. Τότε έπιαμεν υπέρ της Μεγαλειότης του και του Ρουντχάρτη ύστερα και είπα· «Από δικαιοσύνη διψάγει η πατρίδα και ’λικρίνεια· όποιοι την κυβερνούνε ο Θεός να τους φωτίση και να τους οδηγήση εις αυτό. Έπγε κι’ ο Ρουντχάρτης διά ’μένα. Είναι η αλήθεια του Θεού, όσον καιρόν κυβέρνησε αυτός μεγάλη δικαιοσύνη και ’λικρίνεια είδαμεν· και ξόδιαζε κ’ εξ ιδίων του πολλά. Αλλά την αρετή εις την Ελλάδα η ’διοτέλεια την κάνει κακία. Δεν τον θέλει τον καλόν άνθρωπον ο Λάγινης, δεν τον θέλουν οι άλλοι πρέσβες, δεν τον θέλουν οι εδικοί μας οι απατεώνες. Καθώς το ’λεγαν αυτείνοι να κυβερνήση δεν τους έκανε το κέφι τους· έδωσε την απαραίτησίν του. Τον Βασιλέα τον απάτησαν οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι οπού ήταν στρωματίδες των ξένων· αντενεργούσαν όλοι κ’ έφυγε από την πατρίδα μας ο καλός κι’ αγαθός άνθρωπος· και εις τον δρόμον πέθανε από την πίκρα του. Ο Θεός να το ’χη την ψυχή του αυτεινού του αγαθού ανθρώπου· και των αλλουνών όσοι ήρθανε εις την πατρίδα μας να την χάσουνε να την δώση την ψυχή τους του αναθεματισμένου και να τους δικιώση· και να τους κάμη την ανταμοιβή της κακίας τους διά όσα έκαμαν γενικώς εις τους Έλληνες και εις τον αθώον τον Βασιλέα μας οι επίορκοι.
Κάμαμεν νέγες εκλογές και βάλαμεν δήμαρχο τον Καλλεφουρνά και μπήκα κ’ εγώ μ’ άλλους σύνβουλος από το μέρος των τίμιων πολιτών. Τότε μπήκε και το χαρτόσημον και ’πιτηδέματα ’σ ενέργεια διά να βασταχτούμεν. Ότι τα δάνεια εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά. Εις την Πάτρα τον ζωγράφισαν και τον έκαψαν σαν τον Γιούδα για την καλωσύνη οπού ’καμεν εις την Ελλάδα. Κι’ ο Θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή ’μέρα φαίνεται από την αυγή. Πατρίδα, πατρίδα, ήσουνε άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν! Μόνος ο Θεός, μόνος ο αληθινός αυτός κι’ δίκιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!


http://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1_%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%85%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου