Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

~ * Ο Χρυσός του Ρήνου ~ Το Λυκόφως των Θεών * ~


Σκηνή 1η
Η πρώτη σκηνή αποτελεί μουσικά το πρελούδιο του έργου ενώ η πλοκή εκτυλίσσεται στον ποταμό του Ρήνου. Στο βάθος του, οι κόρες του ποταμού (Βόγκλίντε, Βέλγκούντε και Φλόσχίλντε) είναι επιφορτισμένες με την φύλαξη του θησαυρού του ποταμού. Την εμφάνισή του κάνει ο χαρακτήρας του απλοϊκού μα και απωθητικού νάνου Άλμπεριχ, ο οποίος προσπαθεί να σαγηνεύσει τις κόρες. Εκείνες τον περιφρονούν περιγελώντας τόσο αυτόν όσο και τις ερωτικές του ορμές. Στο μεταξύ μια λάμψη εμφανίζεται από το βάθος του ποταμού. Μέσα στην αφέλειά τους οι κόρες του εξηγούν για τον χρυσό του Ρήνου και πως μόνο κάποιος που έχει αποκηρύξει τον έρωτα θα μπορέσει να κλέψει τον θησαυρό αυτό, που κάνει τον κάτοχό του κυρίαρχο του κόσμου. Ο Άλμπεριχ, οργισμένος από την ερωτική του αποτυχία, αποκηρύττεται τον έρωτα και την αγάπη και αρπάζει τον ανυπεράσπιστο χρυσό.
Σκηνή 2η
Ο χαρακτήρας του θεού Βόταν και η συμβία του η Φρίκα κάνουν την ειδυλλιακή εμφάνισή τους στη σκηνή, ενώ κάπου σε μακρινή απόσταση διαφαίνεται το επιβλητικό μέγαρο τους. Ο Βόταν, ο οποίος είχε αναθέσει στους γίγαντες Φάφνερ και Φάζολτ να του χτίσουν αυτό το ανάκτορο, είναι κατενθουσιασμένος βλέποντας την αποπεράτωσή του. Και νάσου οι γίγαντες ως διεκπεραιώσαντες το έργο τους παρουσιάζονται στην σκηνή και διεκδικούν τώρα το προσυμφωνημένο μεροκάματό τους. Πρόκειται για την Φράια, την θεά του έρωτα, η οποία τώρα μάταια προσπαθεί να ξεφύγει από τους γίγαντες. Ο Βόταν, εν μεν γνώσει του ότι αδυνατεί να τους πληρώσει για την κατασκευή του κάστρου, δελεάστηκε υπό την επιρροή του τότε συμβούλου του Λόγκε και είχε υποσχεθεί ως αμοιβή στους γίγαντες την αδελφή θεά. Αυτό το έκανε, επειδή οι γίγαντες ήταν οι μόνοι που θα μπορούσανε να του χτίσουν το μέγαρο αυτό. Εκτός αυτού, ήτανε και οι δυο εργένηδες, τελευταίοι εκπρόσωποι της τερατόμορφης φυλής τους, και αναζητώντας την συντροφιά μιας γυναικείας ύπαρξης, η ανταμοιβή αυτή θα ήταν η μόνη που θα τους δελέαζε. Ήλπιζε δε, οτι το εφευρετικό μυαλό του Λόγκε κάποια στιγμή θα σκαρφιζότανε μια λύση για να τους αλλάξει τη γνώμη τελικά.
Ο Βόταν αρνείται να παραχωρήσει την θεά Φράϊα, και δίνει αφορμή να ξεσπάσει μια λογομαχία των θεών με τους γίγαντες. Προς βοήθεια σπεύδουν οι αδελφοί της Φράιας, Ντόναρ και Φρο, του κεραυνού και του φωτός αντίστοιχα. Ο Βόταν όμως τους σταματάει, αφού το αίτημα των γιγάντων όπως και νάχει το πράμα είναι δικαιολογημένο, ενώ βασίζεται και σε έγκυρη συμφωνία που είχαν κάνει. Εκτός αυτού, ο Βόταν όντας θεός προστάτης του νομικού δικαίου, αδυνατεί να μην εκπληρώσει το συμβόλαιο.
Επί τέλους ο Λόγκε, στον οποίο ο Βόταν έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σε ότι αφορά την εύρεση λύσης, παρουσιάζεται. Με αφάνταστη επινοητικότητα αναφέρει όσα συνέβησαν στα νερά του Ρήνου λέγοντας ότι οι κόρες του Ρήνου ζητούν την μεσολάβηση του Βόταν, ο οποίος θα πρέπει να τις βοηθήσει να επαναποκτήσουν τον χαμένο θησαυρό. Με δελεαστικές αφηγήσεις αποκαλύπτει τις μαγικές ιδιότητες του μετάλλου, το οποίο ο Άλμπεριχ έχει ήδη μετατρέψει σε ένα δαχτυλίδι που θα του δώσει απόλυτη εξουσία επί της υφηλίου. Με το κόλπο αυτό, οι γίγαντες Φάζολτ και Φάφνερ δελεάζονται και ζητούν το δαχτυλίδι ως τύπου λύτρα αντάλλαγμα της ομήρου θεάς. Δίνουν διορία στον Βόταν να τους παραδώσει τον χρυσό του Ρήνου, αναχωρούν αλλά κρατούν την Φράϊα αιχμάλωτη. Οι θεοί αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η θεά Φράϊα είναι υπεύθυνη για την αθανασία και την νεότητα τους και η ομηρία της από τους γίγαντες προκαλεί την θανατηφόρο εξασθένιση τους. Ο Βόταν και ο Λόγκε αναχωρούν προκειμένου να δράσουν. Κατεβαίνουν στο υπόγειο βασίλειο του Άλμπεριχ.







Σκηνή 3η
Το Νίμπελχαϊμ (γερ. Nibelheim, Nibel= Νέφος, ομίχλη, σκότος, heim = βασίλειο) όπου διαδραματίζεται η τρίτη σκηνή του έργου, ο Άλμπεριχ έχει καταφέρει να σκλαβώσει τους υπόλοιπους νάνους του Νιμπελούγκεν. Επιπλέον έχει εξαναγκάσει τον αδελφό του Μίμε να κατασκευάσει ένα χρυσό μαγικό κράνος (Tarnhelm) με το οποίο ο Άλμπεριχ μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή ή να μετατραπεί σε αόρατο. Ο Βόταν και ο Λόγκε εμφανίζονται και κολακεύοντας τον Άλμπεριχ, τον βάζουν να τους περιγράφει τα σχέδια του να γίνει κυρίαρχος του κόσμου. Ο Λόγκε παραπλανάει τον Άλμπεριχ ζητώντας του να τους επιδείξει όλες τις μαγικές δυνατότητες που του παρέχει το κράνος. Αρχικά ο Άλμπεριχ μεταμορφώνεται αρχικά σε δράκο και στη συνέχεια σε βάτραχο, γεγονός που εκμεταλλεύονται οι δύο θεοί προκειμένου να τον αιχμαλωτίσουν.

Σκηνή 4η

Ο Βόταν και ο Λόγκε, υποχρεώνουν τον Άλμπεριχ να ανταλλάξει το θησαυρό του, με την ελευθερία του. Ο Βόταν του αποσπά επί πλέον το Δαχτυλίδι, το οποίο τοποθετεί στο δάχτυλό του. Μέσα στην απόγνωση του ο Άλμπεριχ καταριέται όποιον κατέχει το δαχτυλίδι με κακοτυχία και όλους τους υπόλοιπους να το φθονούν αιώνια. Εν τω μεταξύ η Φρίκα, ο Ντόνερ και ο Φρο εμφανίζονται και υποδέχονται τους Βόταν και Λόγκε, οι οποίοι τους επιδεικνύουν το θησαυρό με τον οποίο θα καταφέρουν να απελευθερώσουν την Φράϊα. Οι γίγαντες Φάζολτ και Φάφνερ επιστρέφουν και ζητούν ο χρυσός που θα παραλάβουν ως λύτρα, να είναι τόσος ώστε να καλύπτει την Φράϊα. Ο χρυσός συσσωρεύεται, ωστόσο δεν επαρκεί. Ο Βόταν υποχρεώνεται να παραδώσει και το μαγικό κράνος προκειμένου το μέγεθος του θησαυρού συνολικά να καλύπτει την Φράϊα. Ο Φάζολτ μέσα στην πλεονεξία του νομίζει ότι αντιλαμβάνεται μια ρωγμή στο σωρό από χρυσό και ζητά επιπλέον το δαχτυλίδι. Ο Βόταν μέν αρνείται και οι γίγαντες προετοιμάζονται να απαγάγουν την Φράϊα. Τότε ξάφνου ανοίγει η γης και παρουσιάζεται η θεά Έρντα προειδοποιώντας τον Βόταν για το δαχτυλίδι και ζητώντας του να το παραδώσει. Ο Βόταν τότε παραχωρεί το δαχτυλίδι στους γίγαντες και ελευθερώνει την Φρέγια. Ενώ οι γίγαντες μοιράζονται τον θησαυρό τους, διαφωνούν για το δαχτυλίδι και ο Φάφνερ σκοτώνει τον Φάζολτ, γεγονός που αποδεικνύει στον Βόταν την ισχύ της κατάρας του Άλμπεριχ.
Οι κόρες του Ρήνου θρηνούν τον χαμό του χρυσού ενώ οι θεοί εισέρχονται μέσω του ουράνιου τόξου στην Βαλχάλλα.
Στην τελική σκηνή του έργου, όλοι οι θεοί, εκτός από τον Λόγκε, εισέρχονται στο κάστρο, το οποίο ο Βόταν ονομάζει Βαλχάλλα. Οι κόρες του ποταμού θρηνούν για το χαμό του χρυσού του Ρήνου
Μυθολογικό υπόβαθρο
Ο Βάγκνερ, για τη συγγραφή του λιμπρέτου της όπερας, όπως και για το σύνολο του Δαχτυλιδιού, στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στη Σκανδιναβική μυθολογία και ειδικότερα στις πηγές των Έντα και τον κύκλο Βέλσουνγκ καθώς επίσης και στο έπος των Νίμπελούνγκεν της Δυτικής Γερμανικής παράδοσης. Επιπλέον προσπάθησε να ακολουθήσει το λογοτεχνικό ύφος της ποιητικής Έντα. Για τον χρυσό του Ρήνου υπάρχουνε πολλές κατά καιρούς ερμηνείες. Είτε το ότι στην προϊστορική εποχή ο Ρήνος έφερε ψήγματα χρυσού, είτε ο μύθος των χαμένων λάφυρων παλαιών πολεμιστών. Οι νύμφες του ποταμού που προστατεύουν το χρυσό καθώς και η ιδέα περί αποκήρυξης του έρωτα προκειμένου να κατέχει κανείς το θησαυρό, αποτελούν μάλλον δημιούργημα του ίδιου του Βάγκνερ καθώς δεν υπάρχει κάποιος ανάλογος μύθος






Το Λυκόφως των Θεών
Το Λυκόφως των Θεών (γερμανικά: Götterdämmerung) είναι το τελευταίο μέρος, μουσικό δράμα, της τετραλογίας έργων όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, Το Δαχτυλίδι του Νιμπελούνγκου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 17 Αυγούστου του 1876 στο Μπαϊρόιτ, στα πλαίσια της πρώτης παρουσίασης ολόκληρης της τετραλογίας του Βάγκνερ. Ο τίτλος του έργου αποτελεί μετάφραση του όρου Ράγκναροκ στα γερμανικά. Στη Σκανδιναβική μυθολογία, το Ράγκναροκ συμβολίζει την μάχη του τέλους του κόσμου.
Το τελευταίο μέρος αυτό αρχίζει με την ικανοποίηση του αμοιβαίου έρωτα των δύο υπάρξεων της βαλκυρίας Μπρυνχίλτης, κόρης του υπάτου των θεών Βόταν, και του ήρωα Ζίγκφριντ, ο οποίος χάρις στη τόλμη του κατόρθωσε να φθάσει μέχρι αυτής μέσα από φλόγες που προστάτευαν τον ύπνο της. Κάτω όμως από την γοητεία της "εν ευτυχία" ανθρώπινης φύσης τους, λησμονούν το υψηλότερο σκοπό τους, να παρεμποδίσουν τη δύση της κυριαρχίας των θεών. Έτσι υφίστανται όλες τις δοκιμασίες και τις απαγοητεύσεις που κατά κανόνα επιφυλάσσονται στην ευτυχία μέχρι τον θάνατο του Ζίγκφριντ και της αυτοθυσίας της Μπρυχίλντης που βλέποντας την Βαλχάλλα ή Βελχούντε να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, πηδά μέσα στις φλόγες έφιππη προσφέροντας τον ευατό της ολοκαύτωμα.
Τότε και το "δακτυλίδι των Νιμπελούγκεν" επανέρχεται στη θέση του που απ΄ την αρχή ήταν στον Ρήνο όπου και αναλαμβάνουν πλέον τη φύλαξή του οι κόρες του ποταμού.

Πρόλογος

Οι τρεις Νορν, κόρες της Έρντα, υφαίνουν το κέντημα της Μοίρας και τραγουδούν για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, όταν και θα επέλθει το τέλος των Θεών. Ξαφνικά οι κλωστές τους κόβονται και θρηνώντας για την απώλεια της ικανότητάς τους να ελέγχουν τη Μοίρα, εγκαταλείπουν τη σκηνή. O Ζίγκφριντ παραδίδει το Δαχτυλίδι στη Μπρυνχίλντε ενώ ο ίδιος παίρνει την ασπίδα και το άλογό της

Πράξη 1η

Η πρώτη σκηνή διαδραματίζεται στο παλάτι των Γκιμπιχούνγκεν (Gibichungen, απόγονοι του βασιλιά Gibich). Ο βασιλιάς τους, Γκούντερ, δέχεται την προτροπή του αδελφού του Χάγκεν προς εύρεση μίας συζύγου για τον ίδιο και ενός συζύγου για την αδελφή τους Γκουτρούνε, προτείνοντας την Μπρυνχίλντε και το Ζίγκφριντ αντίστοιχα. Παράλληλα, ο Χάγκεν εφοδιάζει την Γκουτρούνε με ένα μαγικό φίλτρο με τη βοήθεια του οποίου, ο Ζίγκφριντ θα την ερωτευτεί. Ο Ζίγκφριντ εμφανίζεται στο παλάτι, αναζητώντας να συναντήσει τον Γκούντερ, ο οποίος του προσφέρει φιλοξενία, ενώ η αδελφή του προσφέρει στον επισκέπτη ένα ποτό, στο οποίο έχει προσθέσει το μαγικό φίλτρο. Υπό την επήρεια του, ο Ζίγκφριντ χάνει κάθε ανάμνηση της Μπρυνχίλντε και ερωτεύεται την Γκουτρούνε. Στη συνέχεια, ο Γκούντερ του μιλά για την Μπρυνχίλντε και τη φωτιά που την περιβάλλει ως τιμωρία και ο ίδιος ο Ζίγκφριντ προσφέρεται να την σώσει, προκειμένου να γίνει μετέπειτα σύζυγος του Γκούντερ.
Την ίδια στιγμή, η Μπρυνχίλντε δέχεται την επίσκεψη της βαλκυρίας Βαλτράουτε, η οποία την ενημερώνει πως ο Βόταν έχει προειδοποιήσει τους θεούς για το τέλος τους, το οποίο είναι αναπόφευκτο εκτός εάν εκείνη επιστρέψει το Δαχτυλίδι. Η Μπρυνχίλντε αρνείται να το παραδώσει και η Βαλτράουτε την εγκαταλείπει. Ο Ζίγκφριντ, μεταμφιεσμένος ως Γκούντερ, εμφανίζεται μπροστά στη Μπρυνχίλντε την οποία απελευθερώνει και της αποσπά το Δαχτυλίδι.


Πράξη 2η

Ο Χάγκεν, που βρίσκεται στην όχθη του Ρήνου, δέχεται στον ύπνο του την επίσκεψη του πατέρα του, Άλμπεριχ, μετά από την προτροπή του οποίου ορκίζεται να αποκτήσει το Δαχτυλίδι. Ο Ζίγκφριντ εμφανίζεται με την πραγματική του μορφή ενώ ο Γκούντερ με την Μπρυνχίλντε ακολουθούν, μέσα σε μία βάρκα. Ο Χάγκεν προαναγγέλλει το γάμο του βασιλικού ζεύγους στο πλήθος. Όταν η Μπρυνχίλντε αντικρύζει τον Ζίγκφριντ, παρατηρεί πως φορά το Δαχτυλίδι, αν και ήταν ο Γκούντερ αυτός που το διεκδίκησε. Από το θυμό της για την προδοσία του, ζητά εκδίκηση, ενώ ο Ζίγκφριντ, που ακόμα δεν έχει ανακτήσει τη μνήμη του, δηλώνει πως υπήρξε συνεπής στη συμφωνία του με τον Γκούντερ και πως η Μπρυνχίλντε ψεύδεται. Το πλήθος αποχωρεί και μένουν μόνοι ο Χάγκεν, η Μπρυνχίλντε και ο Γκούντερ. Ο Χάγκεν προτείνει το θάνατο του Ζίγκφριντ και για να πείσει τον Γκούντερ, του επισημαίνει τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει μέσα από το Δαχτυλίδι. Σχεδιάζουν να σκοτώσουν το Ζίγκφριντ με τρόπο ώστε να φαίνεται ως ατύχημα.

Πράξη 3η

Κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού με τον Χάγκεν και τον Γκούντερ, ο Ζίγκφριντ χάνεται και συναντά τυχαία τις Κόρες του Ρήνου, οι οποίες ζητούν ως αντάλλαγμα το Δαχτυλίδι προκειμένου να τον καθοδηγήσουν. Τον προειδοποιούν για τις ολέθριες συνέπειες που θα αντιμετωπίσει διατηρώντας το Δαχτυλίδι, εκείνος όμως αρνείται να το παραδώσει. Ο Ζίγκφριντ κατορθώνει να βρει και πάλι τους συντρόφους του. Καθώς ξεκουράζονται, ο Χάγκεν του προσφέρει ένα ποτό στο οποίο έχει προσθέσει ένα μαγικό φίλτρο, με τη βοήθεια του οποίου αποκαθίσταται η μνήμη του. Τους μιλά για την Μπρυνχίλντε και καθώς η προσοχή του στιγμιαία αποσπάται, ο Χάγκεν τον σκοτώνει με το δόρυ του, δήθεν για να εκδικηθεί την προδοσία που έκανε. Ο Ζίγκφριντ ξεψυχάει με το όνομα της Μπρυνχίλντε, της μόνης και αληθινής αγάπης του στα χείλη του. Το πτώμα του οδηγείται με πένθιμο εμβατήριο στο παλάτι.
Στην αίθουσα των Γκιμπιχούνγκεν, η Γκουτρούνε αναμένει την επιστροφή του Ζίγκφριντ αλλά ο Χάγκεν της ανακοινώνει πως ο ήρωας πέθανε κατά τη διάρκεια του κυνηγιού. Η Γκουτρούνε δεν πιστεύει αυτή την είδηση και κατηγορεί τον Γκούντερ, ο οποίος με τη σειρά του κατηγορεί τον Χάγκεν. Ο τελευταίος, ομολογεί το έγκλημα και διεκδικεί το Δαχτυλίδι μαζί με τον Γκούντερ. Οι δύο άνδρες μονομαχούν και τελικά ο Χάγκεν σκοτώνει τον Γκούντερ. Καθώς ετοιμάζεται να αποσπάσει το Δαχτυλίδι, έκπληκτος παρατηρεί πως το χέρι του νεκρού Ζίγκφριντ υψώνεται στον αέρα και οπισθοχωρεί.
Η Μπρυνχίλντε εμφανίζεται και διατάζει να φτιαχτεί μία σχεδία για να τοποθετηθεί το νεκρό σώμα του Ζίγκφριντ. Αντιλαμβάνεται πως ο Ζίγκφριντ δεν την πρόδωσε καθώς ο ίδιος είχε παραπλανηθεί. Παίρνει το Δαχτυλίδι και αναγγέλει πως οι Κόρες του Ρήνου μπορούν να το επαναποκτήσουν μέσα από τις στάχτες της, μετά την μεγάλη φωτιά που θα βοηθήσει να αρθεί η κατάρα του. Στη συνέχεια βάζει φωτιά στην σχεδία του Ζίγκφριντ, η οποία γρήγορα εξαπλώνεται και η ίδια εισέρχεται σε αυτή με το άλογο της. Ο Ρήνος υπερχειλίζει και οι Κόρες ανακτούν το Δαχτυλίδι. Ο Χάγκεν το διεκδικεί αλλά πνίγεται την ίδια στιγμή που καίγεται ο πύργος της Βαλχάλλα.
Μυθολογικό υπόβαθρο και πηγές
Το λιμπρέτο του Βάγκνερ για τo Λυκόφως των Θεών βασίζεται στην Σκανδιναβική μυθολογία και ειδικότερα στα κείμενα της Ποιητικής Έντα και της σάγκα των Βόλσουνγκ, καθώς και στο γερμανικό έπος των Νιμπελούνγκεν (Nibelungenlied). Ο Βάγκνερ χρησιμοποιεί συχνά αυτούσιες ιστορίες από αυτές τις πηγές ενώ άλλοτε τις συνδυάζει. Στο έπος των Νιμπελούνγκεν, ο Χάγκεν είναι θείος του Γκούντερ ενώ στην όπερα εμφανίζεται ως απόγονος του νάνου Άλμπεριχ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου