Η νύχτα είχε απλώσει το πέπλο της στον κόσμο κι εγώ στριφογύριζα μέσα στα σκεπάσματα, δεν καταλάβαινα αν ήταν φόβος ή απλά ανησυχία και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει καθώς οι σκέψεις ψιθύριζαν κι αναμόχλευαν το μυαλό.
Σηκώθηκα, ντύθηκα και πήγα στο δασάκι απέναντι, ξάπλωσα κάτω στο γρασίδι κι αγνάντευα τον ξάστερο ουρανό, κάποιοι γρύλοι τραγουδούσαν σαν να κρατούσαν το ρυθμό της Νύχτας και τα δέντρα, πελώριοι γίγαντες με την κορφή τους ως τον ουρανό, σκύβαν το ένα στο άλλο και μ ένα απαλό θρόισμα, ψιθύριζαν λες, τα μελλούμενα του κόσμου τούτου.
Μέσα σόλο αυτο άρχισαν οι σκέψεις να αποδομούνται λίγο - λίγο κι εγώ ξεκίνησα να παίρνω ανάσες και να πάλλομαι στον ρυθμό της Γής και τ΄ ουρανού, αυτού του υπέροχου ξάστερου ουρανού καθώς τ΄ άστρα τρεμόπαιζαν σαν μικρές φλογίτσες και η Σελήνη ολόγιομη έκανε το πέρασμά της φωτίζοντας τις όποιες σκιές υπήρχαν.
Πήρα μια ακόμα ανάσα ...και δεύτερη και τρίτη γεμίζοντας όλη μου την ύπαρξη, κοιτούσα τους αστερισμούς και προσπαθουσα να τους ξεχωρίσω μέσα σ' άυτόν τον απέραντο ωκεανό του ουράνιου στερεώματος ....εκεί ειναι η Μικρή Άρκτος....κι εκεί η Μεγάλη...εκει ο Σείριος κι εκει ο Τοξότης και καθώς τα κοιτούσα, ένα αστέρι άρχισε να πέφτει, κάνε μια ευχή ,ψιθύρισα στον εαυτό μου ελπίζοντας να προλάβω, μια ευχή για ένα καλύτερο αύριο , για μια καλύτερη ζωή, ελπίζοντας για...
Χάχανα και γέλια διέκοψαν την ευχή μου σπάζοντας την γαλήνη και την ηρεμία της νύχτας, γύρισα το κεφάλι μου να δω ποιός ήταν. Τα δέντρα σώπασαν για λίγο, ο αέρας άλλαξε και για μια στιγμή, για μια τόσο δα φευγαλέα στιγμή, ένοιωσα τη νύχτα να αναπνέει....
Μια μικρή φιγούρα ξωτικού-νεράιδας με φωτεινό πρόσωπο και παιδικό χαμόγελο , ένα πλάσμα λεπτεπίλεπτο, που τα μάτια του ήταν σαν καθρέφτες, γεμάτα φώς, το σώμα του δεν ακουμπούσε την Γή, μα κάθε μικρό βήμα που έκανε όμως, άφηνε πίσω του ήχους, μελωδία, σαν αυτή που κάνουν οι κομήτες καθώς διασχίζουν την απεραντοσύνη του Σύμπαντος....
- Ευχή?...Ελπίδα?, είπε εξακολουθώντας να γελά.
-Ναι, γιατι? Απάντησα με έκπληξη και θυμό, νοιώθοντας ότι με κοροϊδεύει
Εξακολουθούσε να γελά, η φωνή της έγινε πιό απαλή, πιό βελούδινη απαντώντας μου.
-Κοριτσάκι?...τι ακριβώς εύχεσαι κι ελπίζεις? Ρώτησε με βλέμμα σπινθηροβόλο, διαπερνώντας με.
- Εύχομαι για κάτι καλύτερο, ελπίζω κάτι καλύτερο, ίσως μια ευκαιρία ακόμη ή ένα αύριο με την ελπίδα....
-Ελπίδα....ελπίδα...ελπίδα...έλεγε χαχανίζοντας κι εγώ είχα αρχίσει να θυμώνω πολύ...
-Τι είναι η ελπίδα κοριτσάκι/ και τι ακριβώς είναι η ελπίδα για σένα?
-Τι είναι...είναι η πίστη, η προσδοκία ότι κάτι καλό θα συμβεί, η αίσθηση ότι κάτι καλύτερο μπορεί να γίνει, ότι κάπου ίσως να υπάρχει κάποια διέξοδος απ’όλο αυτο το αδιέξοδο που έχουμε βρεθει, εκείνο το συναίσθημα που λές ότι όλα θα πάνε καλά ακόμα κι αν δεν είναι σίγουρο, αυτό είναι η ελπίδα για μένα....
-Κοριτσάκι πές μου...τι γνωρίζεις για την ελπίδα?...τι ξέρεις για αυτήν...
Την κοίταξα...
-βάση μυθολογίας?..ο Δίας θύμωσε με τον Προμηθέα που έδωσε την φωτιά στους ανθρώπους κι έτσι έφτιαξε ένα κουτί βάζοντας μέσα όλα τα δεινά του κόσμου ( τον πόνο, τις αρρώστιες, τον θάνατο, τον πόλεμο, τη φτώχεια, τον φθόνο, την δυστυχία, την λύπη, τη διχόνοια, την προδοσία, το γήρας, τον φόβο, την απελπισία, την ζήλια, την οργή, το μίσος και την ελπίδα) και το έδωσε στον Επιμηθέα να το φυλάξει λέγοντας του να μην το ανοίξει, εκείνος όμως το έδωσε στην γυναίκα του Πανδώρα, η οποία άνοιξε το κουτι με αποτέλεσμα να βγούν όλα τα δεινά και το μόνο που πρόλαβε να κλείσει μέσα στο κουτί ήταν η ελπίδα.
-Άρα λοιπόν κοριτσάκι η ελπίδα έμεινε εκεί...μέσα στο κουτί...η τελευταία των δεινών που έστειλε ο Πατέρας των Θεών στους ανθρώπους....
-Ναι...
-Κι όταν η Πανδώρα άνοιξε το κουτί, εκείνη ήταν η μόνη που δεν πρόλαβε να βγεί...
-Ναι...
-Κι έτσι μάνι-μάνι η ελπίδα κατατάχθηκε στα δεινά, το τελευταία μάλιστα απο αυτά που παρέμεινε κλεισμένο...και λέγοντας αυτά άρχισε να αλλάζει, να μαζεύει και να γίνεται μια μικρή φωτεινή μπάλα σε σχήμα καρυδιού, το κοιταγα με δέος....
-Ήρθες απ την σιωπή τ΄ουρανού, φτιαγμένο απο φώς και σκιά μαζί, ήσουν εκεί απ’αρχής του χρόνου, δείξε μου της είπα κι εκεί κάνει ένα μπράφ και μπαίνει μέσα μου, δείχνοντας μου τον δρόμο, μα όχι με κάποιον χάρτη, αλλά με το φώς του. Μια ζεστασιά απλώθηκε μέσα μου και χαμογέλασα ακούγοντας τη φωνούλα αυτη να ψιθυρίζει μέσα μου χαχανίζοντας....κι εσύ ελπίζεις και περιμένεις κάτι που κατατάχθηκε στα δεινά κι ελπίζεις ότι κάτι θα αλλάξει κι ελπίζεις αυτό κι ελπίζεις εκείνο κι ελπίζεις το άλλο κι απλά περιμένεις ελπίζοντας κι ο καιρός περνά.....ο λαός μας έλεγε πως ‘’ αυτό είναι η τελευταία του ελπίδα’’ , μα εφόσον η ελπίδα παρέμεινε παγιδευμένη στο κουτί, για ποιά ελπίδα τάχα μιλάμε?....κι αν η ελπίδα είναι κλεισμένη εκεί ,τι τάχα είναι αυτό που οι ανθρώποι ονόμασαν ελπίδα?....κι εφόσον ήταν ενα απο τα δεινά, τι άραγε θα προκαλούσε στους ανθρώπους ακόμα?.…άραγε την έχει δει κανείς άλλος πέρα απ τον Πατέρα των Θεών?....
Σηκώθηκα με ακόμα περισσότερες σκέψεις, ελπίδα?....ένα χαχάνισμα μικρού παιδιού ακούστηκε, το γέλιο του ήταν σαν ένα κάλεσμα που έρεε μέσα σου, ήταν εκείνο που δεν περιγράφεται με λέξεις, αλλά το θυμάσαι κάποιες στιγμές μέσα στη σιωπή. Έχω πάρει το μονοπάτι του γυρισμού ψιθυρίζοντας χαμογελαστά...” εγώ με τ’άστρα περπατώ, με τ’άστρα κουβεντιάζω, κι ως που να’ρθει ξημέρωμα , τον άνεμο αγκαλιάζω....’’
Γέλασα συνειδητοποιώντας πως μέσα σ’αυτόν τον απέραντο ωκεανό συναισθημάτων , η ελπίδα είναι απο τα μεγαλύτερα και τα πιό βαριά συναισθήματα.....
ΑΘΑΝΑΣΙΑ~ ΜΥΡΣΙΝΗ