υπερβολικά απλό: εμείς απλώς ανοίγουμε τα μάτια μας και ένας πλούσιος κόσμος από χρώματα, σχήματα και μορφές εισέρχεται και χωρίς καμία προσπάθεια καταγράφεται μέσα στον εγκέφαλό μας.
Το ότι η όραση μας φαίνεται μια αυτόματη φυσική λειτουργία αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητά της.
Οπως θα δούμε, αυτή η απλοϊκή αντίληψη αφήνει αναπάντητα τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το «πώς» και το «τι» μπορούμε να βλέπουμε.
Πράγματι, οι πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των νευροεπιστημών σχετικά με το πώς χρησιμοποιεί ο εγκέφαλός μας την όραση για να γνωρίσει τις πιο ουσιαστικές και σταθερές ιδιότητες των αντικειμένων ανατρέπουν κάποιες ιδιαίτερα επίμονες δυϊστικές προκαταλήψεις μας: ότι η γνώση διακρίνεται από την αισθητηριακή αντίληψη, ο νους από το σώμα, η σκέψη από την πράξη.
Αυτό που καταγράφεται από τα μάτια μας και αυτό που τελικά αντιλαμβανόμαστε οπτικά δεν ταυτίζονται: ο οπτικός μας εγκέφαλος βλέπει άλλοτε λιγότερα και άλλοτε περισσότερα από αυτά που του «διηγούνται» τα μάτια μας.
Για τις σύγχρονες επιστήμες του εγκεφάλου και του νου, η όραση δεν είναι η παθητική αισθητηριακή καταγραφή του κόσμου που μας περιβάλλει, αλλά μια εξαιρετικά περίπλοκη εγκεφαλική-νοητική λειτουργία που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τον κόσμο.
Πράγματι, ο εγκέφαλός μας δεν καταγράφει παθητικά σαν φωτογραφική μηχανή τις δισδιάστατες εικόνες που φτάνουν σε αυτόν από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα των ματιών αλλά, αντίθετα, κατασκευάζει ενεργητικά τον πλούσιο τρισδιάστατο κόσμο που βλέπει.
Τα διαφορετικά είδη οπτικών πληροφοριών που φτάνουν στα μάτια μας μέσω του φωτός, πληροφορίες που αφορούν το χρώμα, τη μορφή, την κίνηση κ.ο.κ., αναλύονται στοιχειωδώς από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα και μέσα από πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς καταλήγουν στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου.
Ομως, ο οπτικός φλοιός που καλύπτει τους ινιακούς λοβούς στο πίσω μέρος του εγκεφάλου δεν είναι μια ενιαία δομή, αλλά χωρίζεται σε επιμέρους «σπονδύλους», δηλαδή σε πολλά επιμέρους διαμερίσματα, το καθένα από τα οποία είναι ικανό να αναλύει μία ορισμένη ιδιότητα των οπτικών πληροφοριών (βλ. σχετική φωτ.).
Ετσι, τα οπτικά σήματα που ταξιδεύουν από τα μάτια στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου εισέρχονται σε αυτόν μέσω μιας μοναδικής πύλης που ονομάζεται πρωτοταγής ή ταινιωτός οπτικός φλοιός (V1).
Από εκεί, τα οπτικά σήματα διανέμονται στα «εξωταινιωτικά διαμερίσματα» που βρίσκονται γύρω από αυτόν (περιοχές V2 - V5), καθένα από τα οποία εξειδικεύεται στην ανάλυση επιμέρους χαρακτηριστικών της οπτικής σκηνής, όπως π.χ. χρώμα, μορφή, κίνηση του ορατού αντικειμένου.
Ο αόρατος καλλιτέχνης
Το σημερινό άρθρο είναι ένα επιστημονικό σχόλιο που επιχειρεί να ερμηνεύσει και, ενδεχομένως, να διαφωτίσει τις καλλιτεχνικές ιδέες που αποτυπώνονται στο έργο του Λιου Μπολίν (Liu Bolin).
Γεννημένος το 1973 στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Πεκίνου και, τα τελευταία χρόνια, θεωρείται ένας από τους πιο πρωτότυπους Κινέζους καλλιτέχνες.
Από το 2005 άρχισε να αναπτύσσει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης, χάρη στον οποίο έγινε διεθνώς γνωστός ως ο «αόρατος καλλιτέχνης».
Με το έργο του κατάφερε να οπτικοποιήσει με τρόπο εντυπωσιακό τις αφηρημένες έννοιες της μίμησης και της προσαρμογής του ανθρώπου στο περιβάλλον του (ή και το αντίστροφο), όπου το ζωντανό ανθρώπινο σώμα χάνεται από τα μάτια μας και αφομοιώνεται πλήρως στα άψυχα υλικά αντικείμενα που το περιβάλλουν.
Μια πολύ αποτελεσματική οπτική μεταφορά της ανάγκης του ανθρώπινου σώματος και νου να «ενσωματωθούν» πλήρως στον περιβάλλοντα τεχνητό χώρο όπου βρίσκονται.
Σε ορισμένα μάλιστα από αυτά τα έργα η «μίμηση» είναι τόσο καλή που πολύ δύσκολα ο θεατής μπορεί να διακρίνει το πρόσωπο ή το σώμα του καλλιτέχνη από το υπόβαθρο του έργου.
Η τεχνική αυτή του Λιου Μπολίν εκμεταλλεύεται τις νευροφυσιολογικές αρχές λειτουργίας αλλά και τους περιορισμούς της ανθρώπινης όρασης ενώ, παράλληλα, καθιστά ορατά τα εγγενή όρια των διακριτικών ικανοτήτων του οπτικού μας εγκεφάλου, όταν αυτός προσπαθεί να δώσει κάποιο νόημα στα οπτικά ερεθίσματα που δέχεται αδιάκοπα.
Συνήθως, πιστεύουμε ότι τα μάτια και ο οπτικός μας φλοιός λειτουργούν σαν φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές, οι οποίες καταγράφουν λεπτομερώς και αποτυπώνουν πιστά τις εικόνες του εξωτερικού κόσμου.
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν συμβαίνει ποτέ.
Τα ματιά κινούνται αδιάκοπα καταγράφοντας ετερογενείς και αποσπασματικές εικόνες που, μόνο σε δεύτερη φάση, ο οπτικός μας φλοιός τις συρράπτει μεταξύ τους όπως μπορεί για να δημιουργήσει μια συνεκτική αλλά κάθε άλλο παρά πιστή εικόνα της πραγματικότητας. Και οι συχνές αβλεψίες, τα οπτικά σφάλματα και οι ψευδαισθήσεις είναι η καλύτερη απόδειξη των εγγενών ατελειών αλλά και των δημιουργικών ικανοτήτων του οπτικού εγκεφάλου μας.
Αρκεί να σκεφτείτε την εξής καθημερινή σκηνή: Ενώ μαγειρεύετε κάτι στην κουζίνα παρακολουθώντας έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση, δέχεστε ένα μήνυμα στο κινητό σας και προσπαθείτε να το διαβάσετε.
Οι τρεις φαινομενικά διαφορετικές ενέργειες -ανακατεύετε το φαγητό, παρακολουθείτε το ματς, διαβάζετε το μήνυμα στο κινητό- είναι για τη γνωσιακή ψυχολογία τρεις πανομοιότυπες πράξεις «οπτικής αναζήτησης»: η ικανότητα δηλαδή να εντοπίζουμε συγκεκριμένα αντικείμενα σε ένα πλούσιο οπτικά σκηνικό.
Η εκτέλεση, ταυτόχρονα, αυτών των οπτικών αναζητήσεων μας φαίνεται εύκολη.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο οπτικός εντοπισμός αντικειμένων προϋποθέτει μια σειρά από μη συνειδητές νοητικές ενέργειες και υπολογισμούς.
Τυπικό παράδειγμα, η δυσκολία να μιλάμε στο κινητό ενώ οδηγούμε το αυτοκίνητό μας, κάτι που, στατιστικά, ευθύνεται για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ατυχημάτων.
Η ανάδυση της οπτικής συνείδησης
Η ψευδαίσθηση ότι ο εγκέφαλός μας διαθέτει ένα ενιαίο οπτικό σύστημα επεξεργασίας των οπτικών ερεθισμάτων, τα οποία από κοινού διαμορφώνουν τις εικόνες του οπτικού μας κόσμου θεωρείται, σήμερα, κάθε άλλο παρά προφανής.
Το προκλητικό αυτό γεγονός επιβεβαιώνεται από πολλές έρευνες που υποδεικνύουν την ύπαρξη δύο, τουλάχιστον, παράλληλων εγκεφαλικών μονοπατιών, τα οποία έχουν χαρτογραφηθεί λεπτομερώς μέσω των νέων τεχνικών απεικόνισης των επιμέρους εγκεφαλικών δομών (λειτουργική μαγνητική τομογραφία).
Αν, όπως είπαμε, ο οπτικός φλοιός χωρίζεται σε επιμέρους «σπονδύλους», καθένας από τους οποίους είναι εξειδικευμένος στην ανάλυση και την επεξεργασία -μέσω διαφορετικών οπτικών οδών- κάθε επιμέρους ιδιότητας των οπτικών πληροφοριών, τότε ποιος αναλαμβάνει την τελική σύνθεση του οπτικού παζλ;
Πώς και από πού αναδύεται η ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου που όλοι βλέπουμε;
Σε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα δεν υπάρχουν ακόμη οριστικές απαντήσεις.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι η οπτική συνείδηση –γιατί περί αυτού πρόκειται!– δεν βρίσκεται εντοπισμένη σε κάποια ειδική περιοχή του εγκεφάλου, αλλά αντίθετα αναδύεται όταν οι επιμέρους και προ-συνειδητές εγκεφαλικές λειτουργίες στρέφονται προς την ίδια τη βιολογική μηχανή που τις παράγει: όταν δηλαδή ο οπτικός εγκέφαλος αρχίζει να κοιτάζει και να ανα-γνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό.
Εφόσον δεχτούμε ότι ο βασικός λόγος της ύπαρξης, αλλά και της εντυπωσιακής εξέλιξης, των οπτικών δομών του ανθρώπινου εγκεφάλου ήταν και είναι η δημιουργία μιας άμεσης, τρισδιάστατης και έγχρωμης εικόνας του κόσμου που μας περιβάλλει και των όσων συμβαίνουν σε αυτόν, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως όποτε ανοίγουμε τα μάτια μας πραγματοποιείται ένα μικρό νευροβιολογικό «θαύμα».
Μάλιστα αν αναλογιστούμε ότι στον φυσικό κόσμο δεν υπάρχουν καθόλου χρώματα αλλά μόνον ηλεκτρομαγνητικά κύματα διαφορετικού μήκους και ότι το φως, φορέας κάθε οπτικού ερεθίσματος, αποτελείται από άχρωμα φωτόνια που ταξιδεύουν ανέμελα στον χωροχρόνο με την ταχύτητα του φωτός, χωρίς να «σκοτίζονται» για τις οπτικές μας ανάγκες, τότε το νευροβιολογικό θαύμα της όρασης γίνεται ακόμη πιο αινιγματικό!
Πέρα από την οπτική αγνωσία
Οσοι από εμάς βλέπουν καλά πιστεύουν αυθόρμητα ότι η «όραση με τα μάτια» και η «όραση με τον νου» ταυτίζονται. Δεν είναι όμως έτσι.
Εξαιτίας αυτής της εξαιρετικά διαδεδομένης παρανόησης οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν εσφαλμένα ότι βλέπουμε με τα μάτια μας.
Οπως όμως προκύπτει από όλες τις σχετικές έρευνες, τα μάτια ούτε «βλέπουν» τίποτα ούτε και θα μπορούσαν να δουν τίποτα από μόνα τους. Μόνο ο εγκέφαλός μας «βλέπει».
Για την ακρίβεια, η όραση δεν είναι ποτέ η αυτόματη και παθητική αισθητηριακή λειτουργία που συνήθως οι περισσότεροι φανταζόμαστε διαισθητικά.
Αντίθετα, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες νευροεπιστημονικές μελέτες, πρόκειται για μια πολύπλοκη νοητική διεργασία επεξεργασίας των οπτικών πληροφοριών από τον εγκέφαλο.
Συνεπώς, το θεμελιώδες ερώτημα είναι: Πώς ακριβώς η δομή του οπτικού εγκεφάλου μας καθορίζει τη μορφή και τα όρια κάθε οπτικής μας αντίληψης;
Για να απαντήσουν σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα οι σύγχρονοι νευροεπιστήμονες δεν περιορίστηκαν μόνο στη λεπτομερή μελέτη της δομής του οπτικού εγκεφάλου(βλ. σχετικό πλαίσιο), αλλά επιχείρησαν να κατανοήσουν τη λειτουργία του βασιζόμενοι στη μελέτη όχι μόνο της πλήρους τυφλότητας αλλά και των διαφόρων οπτικών ανωμαλιών που οι ειδικοί περιγράφουν ως «οπτικές αγνωσίες».
Ανακάλυψαν λοιπόν ότι τέτοιες ανωμαλίες της όρασης εξαρτώνται πάντα από κάποιες συγκεκριμένες και σαφώς εντοπισμένες ανατομικά βλάβες του οπτικού εγκεφάλου.
Ετσι, η «αχρωματοψία», δηλαδή η αδυναμία αναγνώρισης των χρωμάτων, αφορά μια βλάβη στην περιοχή V4 του οπτικού φλοιού, ενώ η «ακινητοψία», δηλαδή η αδυναμία αναγνώρισης της κίνησης των αντικειμένων που βλέπουμε, εξαρτάται από μια ανωμαλία στη γειτονική περιοχή V5 του οπτικού φλοιού.
Μια απρόσμενη ανακάλυψη οδήγησε τους ερευνητές να κατανοήσουν ότι στον εγκέφαλό μας η οπτική συνείδηση και η οπτική αντίληψη δεν ταυτίζονται πάντα, αλλά σε ορισμένες ανώμαλες περιπτώσεις μπορεί να διαφοροποιούνται σημαντικά, δημιουργώντας φαινομενικά παράδοξες καταστάσεις.
Για να περιγράψει αυτό το αινιγματικό φαινόμενο ο Larry Weiskrantz πρότεινε, ήδη από το 1974, τον οξύμωρο όρο «τυφλή όραση» (blindsight): η σχεδόν μαγική ικανότητα κάποιων ασθενών με ολική ή μερική βλάβη στον πρωτεύοντα οπτικό φλοιό (τον λεγόμενο V1) να αναγνωρίζουν κάποια οπτικά αντικείμενα, ενώ οι ίδιοι δεν τα βλέπουν συνειδητά.
Το ότι μας είναι τόσο δύσκολο να φανταστούμε έναν τυφλό ζωγράφο ή φωτογράφο οφείλεται στην αναμφισβήτητη -από εξελικτική και λειτουργική άποψη- κυριαρχία της όρασης πάνω στις υπόλοιπες αισθήσεις μας (αφή, όσφρηση κ.ά.).
Γεγονός που με τη σειρά του γεννά τη βαθύτατα ριζωμένη προκατάληψη ότι μόνο με τη διαμεσολάβηση των ματιών μπορούμε να έχουμε μια ακριβή εσωτερική αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου, κοντολογίς μια πιστή «εικόνα» της πραγματικότητας.
Η όραση δεν είναι ποτέ μια παθητική-φωτογραφική αναπαράσταση
Συχνά περιγράφουμε τα μάτια σαν φωτογραφικές μηχανές ή, έστω, σαν κινηματογραφικές κάμερες υψηλής ακριβείας.
Οπως οι φωτογραφικές μηχανές, τα μάτια υποτίθεται ότι συλλαμβάνουν πιστές «εικόνες» της πραγματικότητας τις οποίες και αποστέλλουν στα ανώτερα κέντρα του εγκεφάλου τα οποία τελικά τις «βλέπουν».
Πρόκειται για μια εντελώς παραπλανητική μηχανιστική αναλογία που δεν εξηγεί τίποτα για τις αξιοθαύμαστες βιολογικές διεργασίες της όρασης. Επιπλέον, η άκριτη αποδοχή αυτής της τεχνολογικής μεταφοράς συσκοτίζει τις δομικές και λειτουργικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην παθητική φωτογράφιση και την ενεργητικότατη, εύπλαστη και κυρίως δημιουργική βιολογική όραση.
Εξάλλου, καμία φωτογραφία, όσο τεχνικά άψογη κι αν είναι, δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα και σκοπό ύπαρξης αν δεν υπήρχε η ανθρώπινη όραση για να τη θαυμάσει!
Ομως, αυτή η κοινότοπη τεχνολογική αναλογία μάς υποβάλλει και μια άλλη, ακόμη πιο επικίνδυνη παρανόηση: ότι όπως η φωτογράφιση υλοποιείται από μια φωτογραφική μηχανή, έτσι και η όραση εξαντλείται στη λειτουργία των ματιών.
Για να αντιληφθεί κανείς πόσο παραπλανητική είναι η ιδέα ότι «βλέπουμε με τα μάτια», αρκεί να παρατηρήσει για λίγο τη συνολική αναπαράσταση των όσων γνωρίζουμε σήμερα για την πολυεπίπεδη ανατομική οργάνωση της όρασης: από τα μάτια μέχρι τον οπτικό φλοιό.
Ο διάλογός μας με το ορατό φως ξεκινά όταν αυτό περνά μέσα από τον κερατοειδή χιτώνα, ο οποίος κάμπτει τις ακτίνες φωτός και τις στέλνει μέσω της κόρης στην ίριδα, τον ημιδιαφανή μυ που ρυθμίζει το άνοιγμα της κόρης, καθορίζοντας έτσι την ποσότητα του φωτός που θα εισέλθει στο εσωτερικό του ματιού.
Πίσω από την ίριδα βρίσκεται ο κρυσταλλοειδής φακός ο οποίος μπορεί, ανάλογα με τις οπτικές μας ανάγκες, να μεταβάλλει το σχήμα του ώστε να εστιάζουμε καλύτερα την οπτική σκηνή.
Το φως που εστιάζεται από τον κερατοειδή και τον φακό διατρέχει το υαλοειδές σώμα στο εσωτερικό του βολβού και τελικά απορροφάται από τα αμιγώς φωτοϋποδεκτικά κύτταρα (κωνία και ραβδία) που υπάρχουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα.
Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας είναι επομένως το πιο εξωτερικό τμήμα του νευρικού συστήματος που λειτουργεί ως «διεπιφάνεια» η οποία φέρνει σε επαφή τον εγκέφαλο με το φως, αφού μόνο τα φωτοευαίσθητα κύτταρά του είναι σε θέση να μεταφράζουν τη «γλώσσα» του φωτός στη «γλώσσα» του εγκεφάλου.
Ολα αυτά όμως αποτελούν μόλις το πρώτο, καθαρά «επικοινωνιακό», βήμα για τη δημιουργία των οπτικών σημάτων που είναι απαραίτητα για να τεθεί σε λειτουργία ο οπτικός εγκέφαλος και να μας πει τι είναι αυτό που τελικά «βλέπουμε».
http://www.efsyn.gr/arthro/otan-koitame-horis-na-vlepoyme
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου