Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

~ * ΒΟΤΑΝΑ 2 * ~



Κάππαρη










Η κάππαρη είναι γένος, αγγειόσπερμων, δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Καππαροειδών και στην τάξη των Καππαρωδών, με 200 είδη δέντρων αλλά κυρίως θάμνων. Τα περισσότερα είδη φέρουν αγκάθια και βρίσκονται σε βραχώδεις και άνυδρες περιοχές των τροπικών και εύκρατων περιοχών της γης. Ορισμένα από τα είδη είναι έρποντα ή αναρριχητικά.
Στις Μεσογειακές χώρες βρίσκεται το είδος Κάππαρη η κοινή (ή Κάππαρη η ακανθωτή), έρπων θάμνος με μικρά αγκάθια και βλαστούς που διακλαδίζονται και απλώνονται στο έδαφος. Τα άνθη του φύονται μεμονωμένα, είναι μεγάλα και έχουν χρώμα λευκό. Τα άνθη πριν ανοίξουν, στο στάδιο που είναι ακόμα οφθαλμοί, μαζεύονται και στη συνέχεια τοποθετούνται σε αλατισμένο νερό με ξύδι (τουρσί) αποτελώντας τη γνωστή κάππαρη του εμπορίου.
Η κάππαρη χρησιμοποιείται σαν καρύκευμα σε διάφορες σαλάτες, σε ποικιλία από τουρσιά και σε σάλτσες. Η γεύση της είναι πικάντικη και ελαφρώς καυτερή· αυτό οφείλεται στην ύπαρξη του σιναπέλαιου που απελευθερώνεται απο τους ιστούς του φυτού. Ο φλοιός της ρίζας χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων παθήσεων όπως αρθρίτιδες, ρευματισμοί και πονόδοντοι. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το φυτό έχει θεραπευτικές αλλά και μαγικές ιδιότητες.
Η κάππαρη είναι πιθανόν το περισσότερο ξεροφυτικό φυτό της Μεσογειακής ζώνης.Στην Ισπανία το χρησιμοποιούν για να σχηματίσουν αντιπυρικές ζώνες καθότι σε διαστήματα μεγάλης ξηρασίας το φυτό δεν πέφτει σε θερινή νάρκη,όπως κάποια άλλα που ξεραίνονται εντελώς, αλλά διατηρεί τους χυμούς στους ιστούς της. Συνήθως φύεται σε σχισμές απόκρημνων βράχων πολύ κοντά στην θάλασσα. Αυτή είναι μια παραλλαγή της ποικιλίας Capparis spinosa που έχει ελάχιστα μέχρι καθόλου αγκάθια και μεγάλα σχετικά φύλλα.Μια ποικιλία με αγκάθια και πιο μικρά φύλλα βρίσκεται σε πολλά σημεία της Αθήνας σε απίθανα μέρη.Σε ενώσεις κράσπεδων, σε σχισμές πεζοδρομίων, σε σχισμές τοίχων 1ου,2ου, ακόμη και 3ου ορόφου. Το πιθανότερο έιναι οτι οι σπόροι βλάστησαν σε αυτά τα σημεία μεταφερόμενοι περισσότερο απο τα μυρμήγκια παρά απο τον αέρα.
Η κάππαρη πολλαπλασιάζεται με σπόρο η με μόσχευμα. Παρότι η κάππαρη φυτρώνει εκεί που δεν τη περιμένεις, οι δύο τρόποι πολλαπλασιασμού στην πράξη έχουν πολλές δυσκολίες. Οι σπόροι της κάππαρης έχουν μια εξωτερική φλούδα που είναι πολύ δύσκολο να διαπεραστεί απο το νερό για να βλαστήσει το έμβρυο. Ακόμη κι όταν βλαστήσει ο σπόρος και βγεί το φυτό βάζοντας τα στη τελική θέση αναμένουμε συνήθως στα 4 φυτά να επιζήσει το 1. Ο πολλαπλασιαμός με βλαστό που παίρνουμε απο το φυτό έχει κι αυτός πολύ λίγες πιθανότητες να είναι επιτυχής ακόμη κι αν φανεί οτι αρχικά έχει πιάσει.
Στην Ιταλία και Τουρκία παράγουν φυτά κάππαρης. Πιθανόν αυτό να γίνεται με in vitro καλλιέργεια ιστών. Η Τουρκία παράγει αρκετή απο ότι φαίνεται κάππαρη τουρσί την οποία εξάγει ακόμη και στην Ελλάδα. Καλλιέργεια κάππαρης γίνεται και στην Κύπρο.
Άλλο είδος κάππαρης είναι η Κάππαρη η ντετσίντουα μικρό δέντρο που βρίσκεται σε περιοχές της Ασίας, φτάνει δε το ύψος των 5 μέτρων. Οι μικροί καρποί του δέντρου αυτού γίνονται τουρσί ενώ χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική για τη θεραπεία διαφόρων καρδιακών διαταραχών. Επίσης από τη ξυλεία του δέντρου, που είναι ιδιαίτερα ανθεκτική, κατασκευάζονται σανίδες και βάρκες.
Η Κάππαρη η Ινδική είναι μικρό δέντρο που καλλιεργείται για τη δημιουργία αντιανεμικών φρακτών καθώς και σαν καλλωπιστικό. Εκχύλισμα των ανθών και των καρπών του χρησιμοποιείται σαν αντιπυρετικό και στην παρασκευή αλοιφών για διάφορες δερματικές παθήσεις.
Οι καρποί του θάμνου Κάππαρη η κοριμπιφέρα τρώγονται σαν τουρσί και γίνονται και μπαχαρικό.





Μοσχοκαρυδιά











Η μοσχοκαρυδιά, (επισ. Μυριστική η ευώδης, Myristica fragrans) είναι αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό ανήκει στην τάξη των Μαγνολιωδών και στην οικογένεια των Μυριστικοειδών.
Το δέντρο φτάνει στα 20 μέτρα ύψος και η καταγωγή του είναι από τα νησιά Μολούκες ή τα νησιά των μπαχαρικών της Ινδονησίας, όπου και σήμερα καλλιεργείται για τα σπόρια του, που χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό, το γνωστό μοσχοκάρυδο.
Το δέντρο αργεί να καρποφορήσει και πρέπει να περάσουν τουλάχιστο 8 χρόνια μετά τη σπορά του. Έχει τη μεγαλύτερη απόδοση σε καρπούς όταν φτάσει την ηλικία των 25 ετών. Τα φύλλα του είναι μεγάλα ωοειδή-λογχοειδή.
Ο καρπός της μοσχοκαρυδιάς μοιάζει με το βερίκοκο και όταν ωριμάσει σχίζεται στα δύο και απελευθερώνεται ο σπόρος ο οποίος αποτελείται από ένα σαρκώδες περίβλημα , γνωστό με την ονομασία μασίς. Το μασίς αφαιρείται πριν από το σπάσιμο του κελύφους και χρησιμοποιείται μετά από κονιοποίηση σαν μπαχαρικό στον αρωματισμό κυρίως των τυριών.
Ο σπόρος έχει χρώμα καφέ και είναι αρκετά μεγάλος και στιλπνός, είναι δε το γνωστό μοσχοκάρυδο που βρίσκουμε στο εμπόριο.
Παλαιότερα στο Σύστημα κατά Βέτσταϊν (1935), η οικογένεια των Μυριστικοειδών άνηκε στη τάξη των Πολυκαρπικών (Polycarpicae) η οποία άνηκε στην υφομοταξία των Χωριστοπετάλων (Choripetalae).





Πιπεριά











Η πιπεριά είναι καλλιεργούμενη για τον ομώνυμο καρπό της, αγγειόσπερμο δικότυλο, ποώδες και θαμνώδες φυτό. Ανήκει στην τάξη Σκροφουλαριώδη της οικογένειας Σολανίδες. Η πιπεριά υπάρχει σε 50 περίπου είδη ανά τον κόσμο, άλλοτε με γλυκούς και άλλοτε με καυτερούς καρπούς.
Το φυτό έχει ύψος 50–75 εκατοστά, βλαστούς που στην αρχή είναι τρυφεροί και στην συνέχεια ξυλώδεις, φύλλα σχετικά μικρά, ανοιχτοπράσινα, άνθη λευκά που φύονται μεμονωμένα σε ομάδες των 2 ή 3 .
Ο καρπός της πιπεριάς είναι πολύσπερμος πράσινος ή κιτρινοπράσινος που γίνεται κόκκινος ή κίτρινος όταν ωριμάσει. Το σχήμα του, ανάλογα με την ποικιλία, είναι κωνικό και μακρύ έως σφαιρικό ή τοματόμορφο.
Οι γλυκείς καρποί είναι μεγαλύτεροι από τους καυτερούς, αυλακωτοί και διογκωμένοι. Μαζεύονται 60–80 μέρες μετά από τη μεταφύτευση του φυταρίου από το φυτώριο και όταν έχουν ζωηρό πράσινο χρώμα, πριν ωριμάσουν. Πλούσιοι σε βιταμίνη C και βιταμίνη Α, τρώγονται σε σαλάτες ή μαγειρεμένοι. Αποτελούν ένα από τα κύρια υλικά της Ελληνικής κουζίνας, καθώς χρησιμοποιούνται στη χωριάτικη σαλάτα, στα γεμιστά, αλλά και σαν συμπλήρωμα σε σάλτσες κ.λ.π.
Οι καυτεροί καρποί χρησιμοποιούνται ψητοί σαν ορεκτικό ή γίνονται σκόνη και χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό. Η καυστικότητα των καρπών οφείλεται σε μία ουσία, την καψαϊκίνη, ένα αλκαλοειδές που βρίσκεται στο εσωτερικό τους.
Χαρακτηρίζει σήμερα πολλές κουζίνες της Ανατολής, της Ινδίας, της Άπω Ανατολής και Λατινικής Αμερικής, ενώ είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ισπανία και το Μεξικό. Στα θερμά κλίματα η καυτερή πιπεριά καταναλώνεται κατά κόρον, καθώς ερεθίζει ορισμένα κέντρα του υποθαλάμου, προκαλώντας εφίδρωση και μείωση της θερμοκρασίας του σώματος. Γνωστότερα από τα μπαχαρικά που παράγονται από την καυτερή πιπεριά είναι το τσίλι και το καγιέν, από ξηραμένους καρπούς των ποικιλιών frutescens και annum, και η καυτερή σάλτσα Ταμπάσκο. Η γλυκιά πάπρικα προέρχεται από μία ποικιλία με ιδιαίτερο άρωμα αλλά μη καυτερή.
Στην Ελλάδα η πιπεριά καλλιεργείται σε όλη σχεδόν τη χώρα σε λαχανόκηπους και θερμοκήπια. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βόρεια Ελλάδα. Οι κυριότερες δε ποικιλίες είναι η πράσινη της Νέας Μαγνησίας με τους γλυκούς και σαρκώδεις καρπούς, Φλωρίνης με τους κόκκινους καρπούς γλυκούς ή καυτερούς, σχήματος κωνικού, μακριού, μετρίου μεγέθους που τρώγονται ψητές, γίνονται πάπρικα ή κονσερβοποιούνται, Τσούσκα με ελαφριά καυτερή γεύση και κιτρινοπράσινο χρώμα, κίτρινη Κουφαλίων, πιπερούδι που γίνεται τουρσί και καλλιεργείται στις περιοχές της Θεσσαλονίκης και άλλες. Η ξερή, τριμμένη κόκκινη πιπεριά σε ορισμένες περιοχές είναι γνωστή και σαν μπούκοβο.






Κανέλα











Κανέλα ονομάζεται το μπαχαρικό, αλλά και το φυτό Cinnamomum verum ή αλλιώς Cinnamomum zeylanicum από τη φλούδα του οποίου παράγεται.
Το σημερινό όνομα της κανέλας στα ελληνικά προέρχεται από το γαλλικό όρο cannelle. Η αρχαία ελληνική λέξη για την κανέλα ήταν κιννάμωμον (φοινικικής προέλευσης) από το οποίο προέρχεται η λέξη cinnamon στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες. Η κανέλα είναι αυτοφυής στην Κεϋλάνη, από όπου προέρχεται και το βοτανολογικό της όνομα zeylanicum.
Το μπαχαρικό, στην μορφή του έτοιμη προς κατανάλωση έχει καστανοκόκκινο χρώμα, είτε σε μορφή σκόνης είτε σε μορφή φλούδας και έντονο άρωμα.
Χρησιμοποιείται σε ποτά, καφέδες (καπουτσίνο), γλυκά (στην ελληνική κουζίνα σε ρυζόγαλο), σε παγωτά, σε κρέατα και σε άλλα φαγητά.





Γαρίφαλο










Ένα από τα πιο γνωστά μπαχαρικά, το γαρίφαλο, προέρχεται από τους ξηρούς οφθαλμούς του γαριφαλόδενδρου.
Παλαιότερα είχε μεγάλη σημασία και εμπορική κίνηση.
Η γεύση του γαρίφαλου είναι δυνατή και χαρακτηριστικά καυστική και το άρωμα του ευχάριστο και καυστικό. Χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό κρεάτων, στη ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία , στην ποτοποιία ,κυρίως για τον αρωματισμό των λικέρ.
Το μήκος του φτάνει τα 2 εκατοστά και περιέχει ισχυρό αιθέριο έλαιο σε ποσοστό περίπου 25%. Το αιθέριο έλαιο αυτό, γνωστό ως γαριφαλέλαιο, εξάγεται από τα γαρίφαλα με απόσταξη και χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική, στον καθαρισμό των μικροσκοπίων, στην αρωματοποιία και στην παρασκευή διαφόρων σκευασμάτων για τον καθαρισμό του στόματος.





Κρόκος










Ο κρόκος γνωστός και με τις ονομασίες ζαφορά και σαφράνι είναι φυτό από το οποίο παράγεται ένα από τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στο κόσμο. Το σαφράν(ι) προέρχεται από τον ύπερο του άνθους του φυτού κρόκος, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Crocus sativus L. το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ιριδoειδών (Iridaceae) .
Το φυτό του κρόκου αποτελεί φυσική μετάλλαξη που συνέβη πριν από πολλά χρόνια σε περιοχές της Περσίας και της λεκάνης της Μεσογείου. Ανήκει στην κατηγορία των τριπλοειδών φυτών, πράγμα που σημαίνει ότι είναι στείρο και δεν μπορεί να αναπαραχθεί εγγενώς. Δεν παράγει σπόρους. Ο μόνος τρόπος για την αναπαραγωγή του είναι μέσω της διάσπασης και σποράς των βολβών του. Η διαδικασία αναπαραγωγής του είναι περίπου ίδια με αυτής του σκόρδου. Ο ένας βολβός παράγει νέους βολβούς και αυτοί μπορούν να δώσουν νέα φυτά όταν φυτευθούν.
Η ιστορία του κρόκου ξεκινάει από την Ανατολή. Αναφορές χρήσης του φυτού αυτού βρίσκονται στην Μικρά Ασία καθώς και στην Αρχαία Αίγυπτο όπου χρησιμοποιούνταν σαν αρωματικό από την βασίλισσα Κλεοπάτρα και από άλλους Φαραώ σαν αρωματική και σαγηνευτική ουσία. Διαδεδομένη ήταν η χρήση του και σε ναούς και ιερά μέρη ως αρωματική ουσία. Η χρήση του κρόκου απαντάται στην Μινωϊκή αλλά και στην Κλασική Ελλάδα όπου χρησιμοποιούνταν ως αρωματικό καθώς και ως χρωστική ουσία. Τοιχογραφίες που παρουσιάζουν λουλούδια κρόκου μπορεί κανείς να βρει στις ανασκαφές των Μινωϊκών Ανακτόρων. Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστές και οι φαρμακευτικές ιδιότητες του κρόκου καθώς το χρησιμοποιούσαν για να καταπολεμήσουν την αϋπνία και τα δυσάρεστα αποτελέσματα του μεθυσιού από το κρασί. Επίσης χρησιμοποιούνταν ως άρωμα στα λουτρά αλλά και σαν αφροδισιακό. Οι Άραβες χρησιμοποιούσαν τον κρόκο ως αναισθητικό και είναι αυτοί που το εισήγαγαν στην Ισπανία τον δέκατο αιώνα. Αποτέλεσε βασικό συστατικό πάνω στο οποίο χτίστηκε η Ενετική αυτοκρατορία καθώς ήταν ένα από τα εμπορικά κέντρα. Σήμερα χρησιμοποιείται σε όλο το κόσμο στην ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία καθώς και ως μέρος διαφόρων διασήμων πιάτων όπως για παράδειγμα η ισπανική παέγια.










Η καλλιέργεια του κρόκου απαιτεί ακραίες κλιματικές συνθήκες. Χρειάζεται ξηρό και θερμό καιρό το καλοκαίρι και κρύο το χειμώνα. Η γη στην οποία θα καλλιεργηθεί θα πρέπει να είναι ξηρή, ασβεστώδης, επίπεδη και χωρίς δένδρα. Το έδαφος πρέπει να είναι καλά στραγγιζόμενο ώστε να απομακρύνεται το νερό και να αποφεύγονται έτσι πιθανές προσβολές μυκήτων στους βολβούς που θα έχουν ως αποτέλεσμα το σάπισμα τους. Η σπορά γίνεται τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Η σπορά γίνεται με την τοποθέτηση των βολβών σε αυλάκια βάθους 20 εκατοστών και σε απόσταση 10 εκατοστών μεταξύ τους. Η συγκομιδή γίνεται στα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοέμβριου. Το λουλούδι του φυτού ανοίγει την αυγή και πρέπει να μείνει κατά το δυνατόν λιγότερο πάνω στο φυτό διότι μαραίνεται γρήγορα και τα στίγματα χάνουν το χρώμα και το άρωμα τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συγκομιδή γίνεται από όταν ξημερώσει μέχρι πριν τις 10 το πρωί. Μόλις τα λουλούδια μαζευτούν γίνεται διαχωρισμός του στίγματος από το υπόλοιπο λουλούδι. Υπολογίζεται ότι χρειάζονται 85,000 λουλούδια για να συγκομισθεί ένα κιλό από φρέσκα στίγματα κρόκου. Μετά το τέλος της συγκομιδής τα στίγματα πρέπει να αποξηρανθούν για να μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά αυτή την διαδικασία ο φρέσκος κρόκος χάνει περίπου τα 4/5 του αρχικού του βάρους και αποκτά το χαρακτηριστικό του κόκκινο χρώμα. Από ένα κιλό φρέσκα στίγματα κρόκου το τελικό προϊόν είναι 200 γραμμάρια αποξηραμένων στιγμάτων. Τα αποξηραμένα στίγματα για να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά τους πρέπει να αποθηκευτούν και να προστατευθούν από την υγρασία, το ηλιακό φως και τη θερμότητα.
Το χωριό Κρόκος στον Νομό Κοζάνης βρίσκεται η μοναδική κροκοκαλλιεργούμενη περιοχή της Ελλάδας, στην οποία γίνεται από πάρα πολλά χρόνια συστηματική καλλιέργεια του φυτού.
Ο διεθνής οργανισμός έχει θεσπίσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και κανόνες με βάση τα οποία ο κρόκος κατατάσσεται σε διαφορετικές κατηγορίες ποιότητας.






Παπαρούνα












Αγγειόσπερμο, δικότυλο, ποώδες φυτό η παπαρούνα ανήκει στην τάξη των Μηκωνωδών (Papaverales) και στην οικογένεια Μηκωνοειδών (Papaveraceae).
Οι παπαρούνες βρίσκονται στις Εύκρατες και ψυχρές περιοχές της γης. Χαρακτηριστικά τους είναι τα φύλλα τους , που είτε αναπτύσσονται μέσα σε λοβό είτε είναι κομμένα σε διάφορα μέρη, διασκορπισμένα ,η ύπαρξη ενός γαλακτικού υγρού στο βλαστό , καθώς και τα μεγάλα τους άνθη που φύονται μεμονωμένα σε μίσχους άφυλλους ή σε φυλλώδης βλαστούς.
Ο καρπός της παπαρούνας είναι πολύσπερμη κάψα.
Υπάρχουν πολλά είδη παπαρούνας (100 περίπου) που είτε είναι αυτοφυή λουλούδια των αγρών είτε καλλιεργούνται.

Λιβάδι με παπαρούνες

Μήκων η υπνοφόρος
Το πιο σημαντικό είδος του γένους είναι η Μήκων η υπνοφόρος γνωστή με τις ονομασίες παπαρούνα και αφιόνι. Είναι ιθαγενές της Ελλάδας, ετήσιο φυτό που ανθίζει την άνοιξη. Τα φύλλα της είναι οδοντωτά ασημοπράσινα και τα άνθη της είναι πλατιά κυανοπορφυρά. Το φυτό καλλιεργείται για τους καρπούς του που από το χυμό τους λαμβάνεται το όπιο και για τα σπόρια του, που δεν έχουν υπνωτικές ιδιότητες, και χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό και ζωοτροφή. Αυτό το είδος παπαρούνας είναι γνωστό από την αρχαιότητα και τα σπόρια της τα χρησιμοποιούσαν σαν μπαχαρικό από τα αρχαία χρόνια. Τέτοια σπόρια βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν σε παραλίμνιους οικισμούς στην Ελβετία.
Άλλες ποικιλίες καλλιεργούνται για τα πολύχρωμα άνθη τους και είναι καλλωπιστικά φυτά σε κήπους και πάρκα.
Πάντως το πιο γνωστό είδος στην Ελλάδα είναι η κοινή παπαρούνα των αγρών, επιστημονική ονομασία παπαρούνα rhoeas ,μικρό λουλούδι, με κόκκινα άνθη ,μαύρα στη βάση τους, που ανθίζουν την άνοιξη, δίνοντας μαζί με τις μαργαρίτες ένα χαρακτηριστικό χρώμα στην Ελληνική ύπαιθρο






Σινάπι










Το σινάπι (επιστημονική ονομασία Sinapis) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, μονοετές, ποώδες φυτό που ανήκει στη τάξη των Καππαρωδών και στην οικογένεια των Κραμβοειδών (Brassicaceae) με 10 είδη της Ασίας της Ευρώπης και της βορείου Αμερικής .
Έχει ζωηρά κίτρινα άνθη, που σχηματίζουν ταξιανθίες, και τα φύλλα είναι μετρίου μεγέθους που εναλλάσσονται.
Τα περισσότερα είδη είναι ζιζάνια των αγρών. Τα σημαντικότερα είδη είναι τα S. arvensis, S.alba, S.nigra ή μαύρη μουστάρδα και Brassica juncea ή καφέ μουστάρδα.
To S.arvensis είναι φυτό που φτάνει τα 60 εκατοστά ύψος και έχει σκληρά αγκάθια. Οι καρποί του είναι μακριοί και έχουν 10 –12 σπόρια. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυές γνωστό με το όνομα λαψάνα ή αγριοσινάπι.
Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν τα ζιζανιοκτόνα, ήταν συνηθισμένο στους σιτοβολώνες όπου ανάμεσα στο σιτάρι ξεχώριζαν τα κίτρινα άνθη της λαψάνας .
Τα είδη S.alba , S. nigra και S. juncea καλλιεργούνται στον Καναδά, στις Η.Π.Α την Ουγγαρία, την Γαλλία και την Βρετανία για τα καυτερά τους σπόρια από τα οποία παρασκευάζεται το γνωστό καρύκευμα μουστάρδα.
Τα σπόρια αυτά περιέχουν φυτικά έλαια και ένα ισχυρό υδρολυτικό ένζυμο που ονομάζεται μυροσίνη[1].
Όταν ξεραθούν, κονιοποιηθούν και ανακατευτούν με νερό, τότε γίνεται μια χημική αντίδραση, η οποία δίνει ένα έλαιο (αλλυλοσιναπέλαιο)[2], που δεν υπήρχε στο φυτό. Η οσμή του είναι ερεθιστική και η γεύση του καυτερή και στυφή.
Από το είδος S. alba παρασκευάζεται η λευκή μουστάρδα, από το S. nigra η μαύρη και από το B. juinca η καφέ.
Μια παραλλαγή του είδους S.alba, που είναι γνωστή σαν βρουβολάψανο, είναι αυτοφυής στην Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί, τα σπόρια του κίτρινα και το έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως Φωτιστικό




Σκόρδο










Πολυετές, ποώδες, ιθαγενές φυτό το σκόρδο ανήκει στο γένος Άλλιο και η καταγωγή του είναι από την Ασία.
Γνωστό από την αρχαιότητα αφού το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική και για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες.
Έχει βολβώδες στέλεχος και τα φύλλα μέχρι τη μέση περίπου είναι επίπεδα και λεία. Ο βολβός του σκόρδου ή κεφάλι αποτελείται από πολλά μικρά βολβοειδή μέρη που λέγονται σκελίδες και έχουν κοινή βάση καλύπτονται δε όλα μαζί από 3-5 μεμβράνες που έχουν μορφή σωληνοειδούς θήκης. Κάθε θήκη σχίζεται σε μία μορφή φύλλου σχήματος λόγχης που είναι λίγο μικρότερο από αυτό του κρεμμυδιού.
Το σκόρδο πολλαπλασιάζεται με τους βολβούς του. Οι ανθοφόροι άξονες δεν έχουν σπόρια αλλά μερικές φορές φέρουν μικρούς βολβούς που επίσης χρησιμοποιούνται στο πολλαπλασιασμό του.
Η φύτευση του σκόρδου στην Ελλάδα γίνεται από τον Οκτώβριο για τα νωπά σκόρδα μέχρι το Φεβρουάριο για τα ξερά. Ο βολβός δημιουργείται κατά την Άνοιξη όταν και οι μέρες είναι μεγαλύτερες. Η συγκομιδή γίνεται κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Τα σκόρδα ξεριζώνονται, αφήνονται να μαραθούν και στη συνέχεια γίνονται αρμαθιές και στέλνονται στην αγορά.
Από τα αρχαία χρόνια και το Μεσαίωνα το σκόρδο θεωρούνταν ως εξαίρετο φάρμακο και αφροδισιακό. Επίσης το είχαν σαν φυλακτό ενάντια στα κακά δαιμόνια και τους βρικόλακες καθώς και κατά του ματιάσματος. Υπάρχουν πολλές λαϊκές παραδόσεις σχετικά με το σκόρδο. Έτσι μία πλεξούδα από σκόρδα σε ένα σπίτι ή χωράφι διώχνει το μάτιασμα. Άμα κάποιος θαυμάζει κάτι για να μη το ματιάζει συνηθίζεται η έκφραση «σκόρδα στα μάτια σου» έτσι αποτρέπεται το μάτιασμα. Στην έγκυο γυναίκα και στο νεογέννητο βρέφος τοποθετείται ένα σκόρδο για να φύγει το κακό μάτι. Την ημέρα της πρωτομαγιάς τρώνε σκόρδο για προληπτική εξουδετέρωση του κακού. Ακόμα και πλαστικά σκόρδα τοποθετούνται σε αυτοκίνητα για γούρι.
Στην ιατρική το σκόρδο έχει και σήμερα χρήση. Έχει αντιβιοτικές και αποχρεμπτικές ιδιότητες. Είναι καλό κατά των σπασμών του εντέρου και χρησιμοποιείται κατά της αρτηριοσκλήρυνσης. Έχει υποτασικές ιδιότητες και είναι καλό για άτομα που έχουν υψηλή πίεση. Κάποιες έρευνες έχουν αποδείξει ότι μπορεί να καθυστερήσει τα γηρατειά.
Το σκόρδο αποτελεί βασικό στοιχείο στη μαγειρική πολλών χωρών. Έχει έντονη οσμή και χαρακτηριστική καυστική γεύση. Είναι πλούσιο σε βιταμίνες Β1, Β2, Β3 και περιέχει ασβέστιο, σίδηρο, φώσφορο, σελήνιο. Χρησιμοποιείται σε ψητά, βραστά, σε σάλτσες, σε σαλάτες (σκορδαλιά), σε τουρσιά ενώ τρώγεται και ωμό.
Στην κατανάλωση του πρέπει να υπάρχει μέτρο γιατί η υπερβολική χρήση μπορεί να προκαλέσει μεγάλη πτώση της πίεσης και είναι απαγορευτικό σε υποτασικά άτομα. Μεγάλη χρήση μπορεί επίσης να προκαλέσει διάρροια και εμετό.
Το σκόρδο μεταδίδει σε όσους το τρώνε μία έντονη οσμή που γίνεται πιο έντονη με την αναπνοή και εξαιρετικά ενοχλητική στους γύρω. Στην αρχαιότητα απαγόρευαν την είσοδο σε θέατρα ή συναθροίσεις σε όσους είχαν φάει σκόρδο.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 30,000 στρέμματα και η ετήσια παραγωγή φτάνει τους 18,000 τόνους με κυριότερες περιοχές παραγωγής τη Μακεδονία και τη Θράκη.





Κρεμμύδι









To κρεμμύδι είναι φυτό, γνωστό και με τα ονόματα κρόμμυον ή Άλλιον το κοινό. Το κρεμμύδι είναι λαχανικό με επιστημονική ονομασία Allium cepa και πιθανή προέλευση από τη νοτιοανατολική Ασία. Τα φύλλα αλλά και ο βολβός του τρώγονται, έχοντας χαρακτηριστική καυτερή γεύση και άρωμα, που μετριάζεται αν το κρεμμύδι μαγειρευτεί. Είναι γνωστό εδώ και χιλιάδες χρόνια, καθώς θεωρούνταν -όχι άδικα- δυναμωτικό αλλά και με ιαματικές ιδιότητες, ενώ η εύκολη καλλιέργειά του και η μεγάλη διάρκεια ζωής σε αποθήκευση βοήθησαν στη διάδοσή του. Χρησιμοποιείται ωμό αλλά και σαν γευστική προσθήκη σε πάρα πολλά πιάτα της ελληνικής αλλά και διεθνούς κουζίνας.







Καρότο




Το καρότο είναι φυτό μονοετές ή διετές και ανήκει στο γένος Δαύκος (Daucus) της οικογένειας των Σελινοειδών.
Προέρχεται από το Αφγανιστάν και τις γύρω περιοχές, ενώ ήταν γνωστό φαρμακευτικό φυτό στην Αρχαία Ελλάδα με το όνομα Σταφλίνος. Στην Ευρώπη η καλλιέργεια του ξεκίνησε το 13ο αιώνα και ήταν χρώματος μοβ, εξαιτίας κάποιων χρωστικών που περιείχε.
Η ρίζα του είναι σαρκώδης με κωνικό μακρύ σχήμα και χρώμα πορτοκαλί, κίτρινο ή λευκό ανάλογα με την ποικιλία. Οι διάφορες ποικιλίες καρότου διακρίνονται από διαφορές στο σχήμα, το χρώμα και το μήκος της ρίζας. Τα φύλλα βγαίνουν από τη κορυφή της ρίζας και έχουν μακρύ μίσχο. Τη δεύτερη χρονιά αναπτύσσονται τα άνθη που είναι λευκά, κιτρινωπά ή ρόδινα.
Καλλιεργείται γαι τη σαρκώδη ρίζα του σε όλες τις Εύκρατες περιοχές, κυρίως το χειμώνα με ιδανική θερμοκρασία τους 15–18 βαθμούς. Προτιμά τα εδάφη με άφθονη υγρασία και καλά στραγγιζόμενα.
Η αναπαραγωγή γίνεται με σπορά και τα φυτάρια αναπτύσσονται με αργό ρυθμό. Η συγκομιδή γίνεται 3-4 μήνες μετά τη σπορά και στο εμπόριο διατίθεται συνήθως χωρίς το φύλλωμα, γιατί έτσι διατηρείται περισσότερο.
Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία και τη Στερεά και η βασική ποικιλία είναι αυτή της «Αιγίνης», με κωνική ρίζα μεγάλου μεγέθους και πορτοκαλί χρώμα.
Το καρότο τρώγεται ωμό είτε σκέτο, είτε σε σαλάτες (κυρίως συνοδεύοντας το λάχανο), ή σαν τουρσί ή μαγειρεμένο (θεωρείται βασικό συστατικό στη φασολάδα, ενώ ταιριάζει πολύ καλά και με τον αρακά). Είναι μία εξαιρετική τροφή για τον οργανισμό αφού είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και έχει αρκετή ποσότητα από βιταμίνες Β1, Β2 καθώς και νιασίνη.





Ρεπάνι










Το ρεπάνι κοινώς γνωστό και σαν ραπάνι είναι μονοετές ή διετές φυτό του γένους Ράφανος και ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών (Brassicaceae).
Καλλιεργείται για τη σαρκώδη ρίζα του σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο.
Ο βλαστός του έχει διατομή σε σχήμα δίσκου, όπως του καρότου και των τεύτλων.
Τα φύλλα του είναι τριχωτά, συνήθως ακέραια και φύονται σαν ρόδα κοντά στο δίσκο.
Η σαρκώδης ρίζα του (ριζοκόνδυλος) έχει σχήμα σφαιρικό ή κωνικό και μακρύ ανάλογα με την ποικιλία.
Το χρώμα της ρίζας ποικίλει από λευκό , κόκκινο, ροζ και πορφυρό .Το βάρος της είναι από μερικά γραμμάρια και φτάνει μέχρι 1 κιλό στη ποικιλία dalkon της Ιαπωνίας.
Τα ρεπάνια είναι ανθεκτικά στις χαμηλές θερμοκρασίες. Οι διάφορες ποικιλίες διακρίνονται σε ανοιξιάτικες πού δίνουν ριζοκόνδυλους για λίγο χρόνο και 30 περίπου μέρες μετά τη σπορά. Η γεύση τους είναι ήπια καυστική.
Τυπικά καλοκαιρινές που δίνουν ριζοκόνδυλους για αρκετό χρονικό διάστημα και 40-50 μέρες μετά τη σπορά.
Χειμωνιάτικες που οι ρίζες τους αναπτύσσονται αργά , έχουν πιο καυτερή γεύση.
Η σπορά των ρεπανιών αρχίζει από την Άνοιξη και συνεχίζεται κάθε 10 μέρες για να υπάρχει συνεχής παραγωγή.
Όταν αποκτήσουν μέγεθος κατάλληλο τότε ξεριζώνονται και στέλνονται στο εμπόριο.
Τα ρεπάνια είναι πλούσια σε βιταμίνη C και έχουν πολλές φυτικές ίνες συμβάλλοντας στην κινητικότητα του εντέρου. Τρώγονται ωμά και σε σαλάτες είναι δε περίφημο ορεκτικό λόγω της πικάντικης γεύσης τους.
Υπάρχουν κάποιες ποικιλίες λιγότερο γνωστές στην Ελλάδα που δεν καλλιεργούνται για τη ρίζα τους αλλά για τα φύλλα τους και τους καρπούς τους και τρώγονται κυρίως στις περιοχές της Ασίας




Πράσο











Το πράσο είναι ποώδες, διετές,ιθαγενές φυτό και ανήκει στο γένος Άλλιο και στην οικογένεια των Λειριοειδών (Liliaceae).
Έχει στενή συγγένεια με το κρεμμύδι και είναι ανθεκτικό φυτό με ζωηρή ανάπτυξη. Η καταγωγή του είναι από τη Μέση Ανατολή και από τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου και διαδόθηκε στην Ευρώπη από τους Ρωμαίους. Καλλιεργείται για το βολβό και τα φύλλα του. Ο πολλαπλασιασμός του πράσου γίνεται με σπόρο. Τον πρώτο χρόνο, από ένα βλαστό αναπτύσσονται μακριά φύλλα σε σχήμα λόγχης και μία παχιά σαρκώδη βάση. Οι σαρκώδεις βάσεις των φύλλων καλύπτουν η μία την άλλη και σχηματίζουν ένα σχεδόν κυλινδρικό, παχύ και μακρύ βολβό. Ο βολβός αυτός φτάνει σε μήκος τα 40-50 εκατοστά. Στη βάση του βολβού αναπτύσσεται ένας θύσανος με ρίζες που προχωρούν σε μεγάλο βάθος. Κατά το δεύτερο χρόνο, ανάμεσα από τά φύλλα αναπτύσσεται ένα μακρύ στέλεχος που καταλήγει σε μία μεγάλη ταξιανθία, η οποία έχει 300-400 λευκά ή ρόδινα άνθη. Ο καρπός του πράσου είναι κάψα και περικλείει πολλά μαύρα σπόρια. Η σπορά μπορεί να γίνει είτε απευθείας στο χωράφι, είτε σε ειδικό ψυχρό σπορείο κατά το μήνα Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο. Μετά τη σπορά πρέπει να περάσουν 2 – 3 μήνες, μέχρι να βγουν τα φυτάρια. Η μεταφύτευση γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, όχι όμως απευθείας, καθώς τα φυτάρια πρέπει να μείνουν σε ειδικό ξηρό μέρος και να ξεραθούν. Η συγκομιδή γίνεται το χειμώνα. Το πράσο είναι ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες και μπορεί να αντέξει και σε θερμοκρασία κοντά στους 0 βαθμούς.
Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες πράσου. Στην Ελλάδα οι κυριότερες είναι:
  • Τα πράσα καλέμια, με μακρύ τρυφερό βλαστό που καλλιεργούνται στη Βόρεια Ελλάδα.
  • Τα πράσα Άργους, με μακρύ παχύ βλαστό, των οποίων καλλιέργειες βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στη Μακεδονία.
  • Τα πράσα Αρτάκης, των οποίων ο βολβός τους είναι κοντός και καλλιεργούνται στη Νότια Ελλάδα αλλά σε μικρή έκταση.
  • Τα γιγάντια Ιταλίας, με το μεγαλύτερο παχύ βολβό.
Το πράσο μαγειρεύεται είτε ολόκληρο, είτε μόνο ο βολβός του, και χρησιμοποιείται σε σούπες, ως συμπλήρωμα σε πατάτες, με ρύζι (πρασόρυζο), ενώ φτιάχνει και καταπληκτικές σάλτσες. Η γεύση του μοιάζει με αυτή του κρεμμυδιού αλλά είναι πιο ήπια και πιο γλυκιά





Σπαράγγι










Το σπαράγγι (Asparagus officinalis) ήταν γνωστό στην αρχαία Αίγυπτο καθώς έχουν βρεθεί τοιχογραφίες στις πυραμίδες όπου πιστεύεται ότι χρονολογούνται γύρω στο 5000 π.χ. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το καλλιεργούσαν, μπορεί να ήταν και αυτοφυές.
Στην Μικρά Ασία πιστεύεται ότι καλλιεργήθηκε 2000 χρόνια πριν από την εποχή των Ρωμαίων, ήταν γνωστό φάρμακο για τον οδοντόπονο, καρδιοπάθεια, νύγματα εντόμων και άλλες περιπτώσεις. Από τη Μεσόγειο διαδόθηκε στη Βόρεια Ευρώπη και από εκεί στη Βόρεια Αμερική. Στη Βόρεια Ευρώπη διαδόθηκε η παραγωγή λευκών σπαραγγιών, ενώ στη Βόρεια Αμερική η καλλιέργεια πράσινου σπαραγγιού.
Στην Ελλάδα εμφανίστηκε σαν άγριο, αυτοφυές φυτό σε πολλές υγρές, ημιορεινές περιοχές με την ονομασία «βλαστάρια». Γρήγορα εκτιμήθηκε η αξία του για τις διάφορες φαρμακευτικές και διαιτητικές του ιδιότητες, γι' αυτό και άρχισε η εντατική καλλιέργειά του.




Ρόκα










Μονοετές, ποώδες φυτό, η ρόκα ανήκει στο γένος έρουκα της οικογένειας των σταυρανθών.
Βρίσκεται στις περιοχές της Μεσογείου αυτοφυής (άγρια ρόκα) ή καλλιεργείται, ενώ έχει εγκλιματιστεί και στη βόρεια Αμερική. Η καταγωγή της είναι από τη νοτιοανατολική Ασία.
Η ρόκα είναι χειμωνιάτικο φυτό ενώ ανθίζει από το Μάρτιο έως τον Ιούνιο. Το ύψος του φυτού φτάνει τα 80 χιλιοστά με βλαστούς που διακλαδίζονται. Τα άνθη της είναι λευκά με πορφυρές φλέβες ή κιτρινωπά διατεταγμένα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα φύλλα της είναι πτερωτά και ο καρπός είναι μικρός και κωνικός, ραμφοειδής και φέρει σπόρια ωοειδή,κίτρινου χρώματος.
Ο βλαστός και τα φύλλα της ρόκας τρώγονται σε διάφορες σαλάτες, ενώ σε ορισμένες περιοχές μαγειρεύεται μαζί με κρέας (παραδοσιακό Σλοβένικο πιάτο). Η γεύση της είναι πιπεράτη, αρωματική και ελαφρώς πικρή.
Ένα είδος σαλάτας με ρόκα, παρμεζάνα, λιαστές ντομάτες και ξύδι μπαλσάμικο είναι πολύ δημοφιλές στην Ιταλία, Ισπανία και τελευταία και στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια η ζήτηση έχει αυξηθεί και υπάρχουν καλλιέργειες σε πολλές περιοχές. Η άγρια ρόκα έχει πιο πιπεράτη γεύση και πιο έντονο άρωμα από τη καλλιεργούμενη.
Από τα σπόρια του φυτού λαμβάνεται ένα ελαφρώς καυστικό έλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.





Μάκα











Η μάκα (λατινική ονομασία Lepidium meyenii, άλλα ονόματα στα ισπανικά και στα κέτσουα maca-maca, maino, ayak chichira, και ayak willku) είναι ένα ποώδες διετές ή ετήσιο φυτό (σε μερικές πηγές αναφέρεται ότι είναι πολυετές) το οποίο φύεται σε μεγάλα υψόμετρα στις Άνδεις του Περού. Καλλιεργείται για τη σαρκώδη υποκοτύλη του, η οποία χρησιμοποιείται ως φαρμακευτικό φυτό.
Η ανάπτυξη, το μέγεθος, και οι διαστάσεις της μάκα είναι παρόμοιες με εκείνες του ραδικιού και της κράμβης με τα οποία είναι συγγενής. Το φυτό φτάνει το ύψος των 20 περίπου εκατοστών. Ο βλαστός είναι βραχύς και βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Τα δαντελωτά φύλλα σχηματίζουν ροζέτα, επίσης κοντά στο έδαφος, και ανανεώνονται διαρκώς ξεκινώντας από το κέντρο, καθώς τα εξωτερικά φύλλα μαραίνονται. Τα κιτρινωπά, αυτογονιμοποιούμενα άνθη του βγαίνουν από ένα κεντρικό βότρυ και εξελίσσονται σε καρπούς μήκους 4-5 χιλιοστών, καθένας εκ των οποίων περιέχει δύο μικρούς κοκκινωπούς-γκρίζους ωοειδείς σπόρους μεγέθους 2-2,5 χιλ. Οι σπόροι, που είναι ο μόνος τρόπος αναπαραγωγής του φυτού, βλασταίνουν, υπό κανονικές συνθήκες, μέσα σε πέντε ημέρες.
Η μάκα είναι το μόνο είδος της οικογένείας με σαρκώδη υποκοτύλη. Η υποκοτύλη είναι συγχωνευμένη με την πασσαλώδη ρίζα της και παίρνει το σχήμα ραδικιού ή ανεστραμμένου αχλαδιού μήκους 10-15 εκατ. και πλάτους 3-5 εκατ.
Η επιστημονική ονομασία της μάκα είναι Lepidium meyenii, η οποία δόθηκε από τον Γερμανό βοτανολόγο του 19ου αιώνα Βίλχελμ Γκέρχαρντ Βάλπερς (Wilhelm Gerhard Walpers) (συντομογραφία Walp.).
Ανήκει στην οικογένεια των σταυρανθών (Brassicaceae).
Εδώ και περίπου 2000 χρόνια η μάκα αποτελεί σημαντική παραδοσιακή τροφή και φαρμακευτικό φυτό στην περιοχή όπου καλλιεργείται. Θεωρείται ιδιαίτερα θρεπτική τροφή, ενισχύει τον οργανισμό, δίνει αντοχή και θεωρείται ότι έχει αφροδισιακές ιδιότητες.
Οι Ίνκα χρησιμοποιούσαν τη μάκα τόσο σε θρησκευτικές τελετές. Πριν από τη μάχη δινόταν στους στρατιώτες για να τους δώσει ενέργεια και δύναμη. Σε κανονικές συνθήκες αποτελούσε προνόμιο των ευγενών.
Κατά τη διάρκεια της αποικιακής περιόδου η μάκα χρησιμοποιήθηκε και ως νόμισμα.
Η θρεπτική αξία της αποξηραμένης ρίζας της μάκα είναι υψηλή, παρόμοια με τους σπόρους δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι. Περιέχει 60% υδατάνθρακες, 10% πρωτεΐνες, 8,5% φυτικές ίνες, και 2,2% λίπη. Η μάκα είναι πλούσια σε μεταλλικά ιχνοστοιχεία και ειδικότερα σελήνιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, και σίδηρο και περιέχει λιπαρά οξέα, μεταξύ άλλων λινολεϊκό οξύ, παλμιτικό οξύ, και ελαϊκά οξέα, καθώς επίσης και πολυσακχαρίτες
Μπορούν να καταναλωθούν τόσο τα φύλλα, όσο και η ρίζα της μάκα.
Στο Περού υπάρχουν διάφορο τρόποι προετοιμασίας. Το ψήσιμο της υποκοτύλης της μάκα είναι η πιο συνηθισμένη πρακτική (matia). Η μάκα επίσης βράζεται και οι ρίζες της αποξηραίνονται και αναμιγνύονται με αλεύρι, με το οποίο φτιάχνονται μπισκότα ή γλυκά. Από τη ζύμωση της μάκα προκύπτει μια ελαφριά μπύρα (chicha de maca).
Τα φύλλα της μάκα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σαλάτες, ωμά ή μαγειρεμένα.
Μικρής κλίμακας κλινικές δοκιμές σε άντρες έχουν δείξει ότι το εκχύλισμα από μάκα μπορεί να αυξήσει τη λίμπιντο και να βελτιώσει την ποιότητα του σπέρματος. Χρειάζονται ωστόσο εκτενέστερες μελέτες για να επιβεβαιωθούν αυτά τα προκαταρκτικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, απαιτούνται έρευνες σε άτομα με σεξουαλική δυσλειτουργία και στειρότητα. Καμία από τις έρευνες που έχουν γίνει ως τώρα δεν φανερώνουν οποιαδήποτε επίδραση της μάκα στα επίπεδα των σεξουαλικών ορμονών. Δεν έχει αναφερθεί τοξικότητα.
Παραδοσιακά, η μάκα χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της γονιμότητας σε ανθρώπους και ζώα, για την αύξηση της λίμπιντο, για αυξημένη ενέργεια και αντοχή και για άλλους ιατρικούς σκοπούς.
Τα ευεργετικά αποτελέσματα της μάκα σε σχέση με τη σεξουαλική λειτουργία ενδεχομένως οφείλονται στην υψηλή συγκέντρωση πρωτεϊνών και ζωτικών θρεπτικών συστατικών. Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει δύο ακόμη συστατικά, τις μακαμίδες (macamides), ένα είδος δευτερεύοντος μεταβολίτη (secondary metabolite), και τις μακαένες (macaenes), οι οποίες πιστεύεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο.
Για τις παραπάνω ιδιότητές της, η μάκα έχει αρχίσει να διαδίδεται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.




Ζοχός










Ο ζοχός ή ζοχιά (λέγεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και τζοχός, ντζοχός ή σφογκός), είναι φυτό μονοετές, διετές ή πολυετές και έχει όρθιο βλαστό και χυμό σαν γάλα. Η επιστημονική του ονομασία είναι Sonchus oleraceus. Τα φύλλα του είναι απλά και πτερωτά και η βάση τους περιβάλλει το βλαστό. Έχει μικρά και κίτρινα άνθη, συγκεντρωμένα σε κεφάλια που περιβάλλονται από επιμήκη βράκτια. Το γνωστότερο είδος είναι ο ζοχός ο λαχανώδης, ο οποίος έχει πτερόλοβα και οδοντωτά φύλλα. Το ύψος του φθάνει το 1 μ. Είναι φυτό γνωστό από τα αρχαία χρόνια, με το όνομα σόγχος (σόγχος του Θεόφραστου). Αναγνωρίστηκε κυρίως η φαρμακευτική του αξία.
Στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά πέντε είδη και συλλέγονται όταν είναι τρυφερά. Ο καρπός του λέγεται ζοχί, ζωχί, ζώχι - πληθυντικός ζοχιά ή ζώχια, είναι εδώδιμος (για τον άνθρωπο και, όταν ξεραθεί, για τα πτηνά ) και πολύ θρεπτικός. Τα ζοχιά μαγειρεύονται συνήθως μαζί με άλλα άγρια χόρτα.
Ο αγριοζοχός (Urospermum picroides) ανήκει στην ίδια οικογένεια με το ζοχό. Θεωρείται γενικά ζιζάνιο , γιατί παρεμποδίζει τις καλλιέργειες. Η γεύση του είναι πικρή, απαλύνεται όμως με τη χρήση λεμονιού. Ο αγριοζοχός μπαίνει σε σαλάτες μαζί με άλλα χόρτα ή σε χορτόπιτες.





Νόνι











Η Morinda citrifolia, ευρύτερα γνωστή και ως Νόνι (Noni) ή Nono (στην Ταϊτή) είναι ένας θάμνος (ή μικρό δέντρο) της οικογένειας των Ερυθροδανοειδών (Rubiaceae). Η Morinda citrifolia φύεται στη Νοτιοανατολική Ασία αλλά έχει διαδοθεί εκτενώς σε όλη την Ινδία και στα νησιά του Ειρηνικού, όπως στο σύμπλεγμα των νήσων της Γαλλικής Πολυνησίας όπου η ανάπτυξή της ευνοείται από το πλούσιο ηφαιστειογενές υπέδαφος. Το νόνι μεγαλώνει στα σκιερά δάση καθώς επίσης και στις αμμώδεις ακτές. Είναι ανθεκτικό των αλατούχων χωμάτων, και των συνθηκών ξηρασίας. Μπορεί να ψηλώσει μέχρι 9 μ και έχει μεγάλα, σκούρα πράσινα, λαμπερά και βαθειά φλεβώδη φύλλα. Το νόνι ανθεί και καρποφορεί καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Τα λουλούδια είναι μικρά και άσπρα. Ο καρπός είναι ωοειδής και φθάνει τα 4-7 εκατ. στο μέγεθος. Αρχικά πράσινα, τα φρούτα γίνονται κίτρινα και καταλήγουν σχεδόν άσπρα καθώς ωριμάζουν, διαθέτοντας πικρή γεύση και χαρακτηριστική οσμή "ταγκιασμένου τυριού".
Στην Κίνα, την Ιαπωνία, και την Ταϊτή, τα διάφορα μέρη του δέντρου (φύλλα, λουλούδια, φρούτα, φλοιός) χρησιμεύουν ως τονωτικά και για να περιορίσουν τον πυρετό, για να αντιμετωπίσουν δερματικά προβλήματα και προβλήματα των ματιών καθώς επίσης και τη δυσκοιλιότητα, τον πόνο του στομάχου, ή τα αναπνευστικά προβλήματα. Στη Μαλαισία, τα θερμάμενα φύλλα noni που εφαρμόζονται στο στήθος θεωρούνται ικανά να ανακουφίσουν το βήχα, τη ναυτία και τους κολικούς. Όσον αφορά στις εξωτερικές χρήσεις, τα άγουρα φρούτα μπορούν να θρυμματιστούν, κατόπιν να αναμιχθούν με αλάτι και να εφαρμοστούν σε πληγές ή σπασμένα κόκκαλα.






Eurycoma longifolia












Η Eurycoma Longifolia (κοινώς Tongkat ali ή Pasak Bumi) είναι ένα δένδρο ιθαγενές στην Νοτιοανατολική Ασία και φύεται κυρίως στην Ινδονησία και στη Μαλαισία. Συναντάται επίσης σε μικρότερο ποσοστό στην Ταϊλάνδη, στο Λάος και στο Βιετνάμ. [1] Υπάρχουν και άλλες ονομασίες του δένδρου, όπως Πεναβάρ Πάχιτ, Πεναβάρ Μπίας, Πετάλα Μπούμι, Πλάα Λάι Πούενκ και άλλα. Η ονομασία Πεναβάρ Πάχιτ μεταφράζεται ως "η πικρή χάρη" ή "το πικρό φάρμακο". Η Eurycoma Longifolia είναι ανθοφόρο φυτό της οικογενείας Simaroubaceae που φθάνει σε ύψος 15 μέτρων, με ακτινοειδώς διαταγμένους φυλλοφόρους μίσχους μήκους 20 έως 40 εκ. με 13 έως 40 φύλλα ο καθένας. Τα άνθη είναι διγενή, δηλαδή υπάρχουν θηλυκά και αρσενικά δένδρα, και σχηματίζουν ταξιανθίες με ανθύλια που έχουν 5 έως 6 πολύ μικρά πέταλα. Οι καρποί είναι πράσιναοι αρχικά και όταν ωριμάσουν αποκτούν σκούρο ερυθρό χρώμα. Το μέγεθός τους είναι 1 έως 2 εκ. σε μήκος και 0,5 έως 1 εκ. σε πλάτος.
Σύμφωνα με μία διεθνή φαρμακολογική μελέτη, που διεξήχθη το 2010, σχετικά με την Euricoma Longifolia, τα μέρη του δένδρου έχουν παραδοσιακά χρησιμοποιηθεί για τις αντιβακτηριακές, αφροδισιακές, αντιδιαβητικές, αντιπυρετικές και αντιμικροβιακές ιδιότητές τους. Παρά το ευρύ πεδίο ιατρικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η Εurycoma Longifolia, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω μελέτη, οι περισσότεροι κάτοικοι της Ν.Α. Ασίας καταναλώνουν το Tongkat ali για την επίδραση που έχει το φυτό, και αποκλειστικά η ρίζα του, στη σεξουαλική συμπεριφορά. Ήδη από το 2001, Μαλαίσιοι ερευνητές άνοιξαν την πολλές φορές αναθεωρημένη αναφορά τους για την επίδραση της E. Longifolia πάνω σε αρουραίους, για να καταλήξουν στη δήλωση ότι "Η Eurycoma Longifolia Jack, (είναι η πλήρης επιστημονική ονομασία του δένδρου και Jack είναι το όνομα του βοτανολόγου πού το ταξινόμησε), κοινώς γνωστή ως Tongkat ali, έχει αποκτήσει τη φήμη απόλυτου συμβόλου του ανδρικού Ego και ισχύος από τους Μαλαίσιους άνδρες επειδή αυξάνει τον ανδρισμό και τη σεξουαλική ικανότητα στη διάρκεια της ερωτικής δραστηριότητας.


Άρθρο του επιστημονικού περιοδικού Nature χαρακτηρίζει την Eurycoma Longifolia ως την φυτική Viagra της Μαλαισίας και σημείωσε "αυξημένη σεξουαλική επιθυμία, ενισχυμένη απόδοση και γενική ευδιαθεσία". Κάποιες επιστημονικές έρευνες που διεξήχθησαν στη Μαλαισία αποκάλυψαν ότι το Tongkat ali δυναμώνει τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά και την ερωτική απόδοση στα τρωκτικά. Μια ομάδα ερευνητών στην Κίνα διεπίστωσε ότι η Eurycoma Longifolia έχει την ικανότητα να αντιστρέφει την ανασταλτική δράση της οιστρογόνου ορμόνης στην παραγωγή τεστοστερόνης και στη σπερματογένεση. Μία άλλη έρευνα που διεξήχθη από επίσης Κινέζους επιστήμονες έδειξε ότι η E. Longifolia επαναδραστηριοποιεί τα κύτταρα των όρχεων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή τεστοστερόνης, επαναφέροντας τα επίπεδα της ορμόνης στις φυσιολογικές τιμές τους σε άνδρες άνω των 45 ετών στους οποίους η παραγωγή τεστοστερόνης αρχίζει να μειώνεται. Παρατηρήθηκε ότι η λήψη Tongkat ali από νέους άνδρες δεν έχει καμία επίδραση πάνω τους γιατί στις νεαρές ηλικίες η παραγωγή τεστοστερόνης είναι εντονότατη.
Οι κυριότερες χώρες παραγωγής της Eurycoma Longifolia (Tongkat ali) είναι η Ινδονησία και η Μαλαισία. Το προïόν της Ινδονησίας θεωρείται ανώτερο σε ποιότητα, κυρίως εκείνο της Σουμάτρας, επειδή οι τοποθεσίες από τις οποίες συλλέγεται το δένδρο βρίσκονται σε δυσπρόσιτα σημεία, ανάμεσα σε ζούγκλες, που ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη μολύνει με την παρουσία του.
Το Tongkat ali λαμβάνεται από του στόματος με την μορφή καψουλών που περιέχουν εκχύλισμα ρίζας σε αναλογία 1 προς 50 και 1 προς 200. Δηλαδή βράζονται 50 ή 200 κιλά ρίζας για να παραχθεί ένα κιλό εκχυλίσματος. Επίσης το πίνουν και ως αφέψημα όπως το τσάι, βράζοντας την τεμαχισμένη ρίζα, παρά το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά πικρό. Η ρίζα του Tongkat ali είναι το μόνο τμήμα τού δένδρου που χρησιμοποιείται για την αύξηση της τεστοστερόνης και κατά συνέπεια για την βελτίωση της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Τα Quassinoids, που είναι τα βιολογικώς δραστικά συστατικά της ρίζας του Tongkat ali είναι πάρα πολύ πικρά. Λαμβάνοντας το Tongkat ali σε μορφή κάψουλας, ο χρήστης απαλλάσσεται από το αίσθημα του πικρού. Παραταύτα, υπάρχουν άτομα που το πίνουν σαν ποτό αδιαφορώντας για την πικράδα του. Αυτή η πικράδα, όμως, είναι το στοιχείο που βοηθά να ξεχωρίσει κάποιος αν ένα προïόν Tongkat ali είναι γνήσιο ή πλαστό απλά ακουμπώντας απαλά τη μύτη της γλώσσας πάνω του.






wikipedia.org






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου