[ Ο Γιάννος, ένα βοσκόπουλο, κατοικεί στους πρόποδες του Ολύμπου, του «Μεγάλου Βουνού», και λαχταράει να το γνωρίσει ολόκληρο. Ανακαλύπτει πως, χωρίς να το καταλαβαίνει κανένας άλλος, αυτός μπορεί να βλέπει θεούς της αρχαίας Ελλάδας και να κουβεντιάζει μαζί τους. Ο θεός Παν γίνεται καλός του φίλος. ] Βάλθηκαν να τρέχουν σαν τρελοί, μπροστά ο Παν, ξοπίσω του ο Γιάννος. Το βοσκαρούδι το ’χε πάρει πια απόφαση: μ’ αυτόν το ζωηρό, σκανταλιάρη, ανακατωσούρη θεό που ’χε μπλέξει, όλο σε κίνηση θα βρισκόταν. Όχι βέβαια πως δεν του άρεσε! – Φτάσαμε, φώναξε κάποτε ο τραγοπόδαρος και στάθηκε απότομα. Με τη φόρα που ’χαν πάρει, το βοσκαρούδι κόντεψε να πέσει με τα μούτρα στη γη. Ο άλλος έσκασε στα γέλια. – Φτάσαμε, ξανάπε, και συμπλήρωσε: Εδώ είμαστε, πατέρα. Σήκωσε ο Γιάννος το κεφάλι του κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά τους, ένας νέος άντρας καθόταν σ’ ένα βράχο, σα για να ξαποστάσει από μακρινό δρόμο, κι είχε το δεξί του πόδι απλωμένο μπροστά, έτοιμος να πεταχτεί από στιγμή σε στιγμή να συνεχίσει την πορεία του. Γύρισε και τους κοίταξε. Το πρόσωπό του, που το στεφάνωναν κοντά σγουρά μαλλιά, φανέρωνε μια καλοσύνη και μια γαλήνη θεϊκιά, ενώ το γυμνασμένο του κορμί, μόνο με άγαλμα μπορούσες να το παρομοιάσεις. Αμέσως στο νου του Γιάννου ήρθε μια εικόνα απ’ το αναγνωσματάρι του σχολειού. – Ο Ερμής, ψιθύρισε, ο αγγελιοφόρος των θεών. Κι όπως δεν ήξερε τι ήταν σωστό να κάνει, έτσι που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σ’ έναν μεγάλο αρχαίο θεό, γονάτισε αδέξια κειδά που βρισκόταν. – Λοιπόν, αυτός είναι ο Γιάννος; ρώτησε ο Ερμής χαμογελώντας. – Αυτός, πετάχτηκε ο Παν κι έπιασε να παινεύει το μικρό βοσκαρούδι, που στεκόταν ντροπαλό και μαζεμένο. Μα ο Ερμής τον έκοψε στη μέση: – Καλά, καλά, τα ξέρω όλα αυτά, μου τα ’πες, άσε μας τώρα να ξεκινήσουμε, να μην αργήσουμε άλλο. – Να ξεκινήσουμε; ψέλλισε ο Γιάννος απορώντας, να πάμε πού; Να μην αργήσουμε από πού; Αλλ’ ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε βρήκε καιρό να του εξηγήσει. Ο Παν είχε αρχίσει να χοροπηδάει μπήζοντας τις γνώριμες πια χαρούμενες κραυγές του, ενώ ο Ερμής έδενε κιόλας στα πόδια του τα υπέροχα σαντάλια. Τα μάτια του παιδιού καρφώθηκαν σ’ αυτά τα ολόχρυσα σαντάλια, που τα λουριά τους, καθώς ανέβαιναν για να δεθούν σταυρωτά στους αστραγάλους, στήριζαν δυο μικρά φτερά, ένα απ’ το μέσα μέρος του ποδιού κι ένα απ’ το έξω, που μοιάζαν με φτερά πουλιού. – Σίγουρα θα ’ναι θεϊκά αυτά τα σαντάλια, μουρμούρισε με θαυμασμό το βοσκαρούδι. – Και βέβαια είναι θεϊκά. Αυτά με πάνε όπου θέλω, γρήγορα σαν την πνοή του ανέμου, πάνω από ατέλειωτες στεριές κι αφρισμένα πέλαγα. Τα μάτια του Γιάννου είχαν ανοίξει διάπλατα. – Κι αν τα φορέσει άλλος; – Τα φτερωτά μου πέδιλα; Και ποιος να τα φορέσει; Εγώ δεν είμαι τάχα ο κήρυκας των θεών; Εγώ δεν τα ’φτιαξα μοναχός μου, πλέκοντας με υπομονή και περίσσια τέχνη λεπτά κλαδιά μυρσίνης; – Θέλει, φαίνεται, να του τα δανείσεις, μπήκε ο Παν ανάμεσά τους σκασμένος στα γέλια. Αμ’ ούτε μένα δε μου τα ’δωσε ποτές, μήτε για μια στιγμούλα, κουτό βοσκαρούδι. Εγώ όμως, που είμαι φίλος σου, τα κανόνισα όλα μια χαρά, ακούς… μια χαρά, κουτορνίθι. […] Σηκώθηκε ο Ερμής απ’ το βράχο, χτύπησε τα πόδια του στη γη, μια το ένα, μια το άλλο, σα να ’θελε να δοκιμάσει αν έδεσε τα σάνδαλα γερά, και του φώναξε: – Έτοιμος! – Κι εγώ, αποκρίθηκε ο Γιάννος. – Μπράβο, μ’ αρέσεις, γιατί είσαι τολμηρός. – Τι πρέπει να κάνω; – Τίποτα, να κρατιέσαι μόνο πάνω μου γερά. Μπρος, ανέβα σε τούτο δω το λιθάρι, σήκωσε τα χέρια σου και πιάσου πίσω στην πλάτη μου απ’ το λαιμό μου. Έκανε ο Γιάννος όπως τον ορμήνεψε ο θεός. – Ε, σιγά, μη με πνίξεις κιόλας. Μη σφίγγεις τόσο δυνατά. Εντάξει. Πάμε. – Ξέχασες το ραβδί σου. – «Κηρύκειο» το λένε. Δεν το ξεχνώ ποτέ. Μ’ αυτό μαγεύω τους ανθρώπους. Τους ξυπνητούς μπορώ ν’ αποκοιμήσω σαν θέλω, και τους κοιμισμένους να ξυπνώ. Δώσ’ το μου, Παν. – Άρπα το, φώναξε όλο κέφι ο τραγοπόδαρος, καθώς το πετούσε στον αέρα. Καλό σας ταξίδι, τους κατευόδωσε. Πήγε ο Γιάννος να σηκώσει το χέρι του, να γνέψει κι αυτός ένα «γεια σου» στο φίλο του, μα λύθηκαν τα γόνατά του απ’ την τρομάρα κι αμέσως γαντζώθηκε πάνω στον Ερμή. Ο θεός είχε αφήσει κιόλας τη γη. Πετούσαν. Ανάλαφρα σαν πούπουλο πιάσαν ν’ ανεβαίνουν. Φτάσανε στις κορφές των δέντρων, τις πέρασαν. Φτάσανε στις κοντινές πλαγιές, στα πρώτα κορφοβούνια, τα πέρασαν. Τα μάτια του μικρού παιδιού είχαν ανοίξει διάπλατα. Κάτω απ’ τα πόδια του απλώνονταν ακρόκορφα και κοντοραχιές, κλεισούρες, ξεροτόπια, βάραθρα, βραχοσπηλιές, κουφάλες, κακοτόπια, άγριοι γκρεμνοί, ορμητικοί χείμαρροι, χαράδρες, ρουμάνια, στενοπόρια. Το βουνό ολόκληρο, το Μεγάλο Βουνό, βρισκόταν κάτω απ’ τα πόδια του! Κι ήταν σαν ένα πελώριο κομμάτι αδρό σκουτί* που το ’χε μόλις βγάλει η μάνα του απ’ τον αργαλειό και καθώς το ’χε πετάξει, πάνω στη βιάση της, καταγής, έστεκε σχηματίζοντας δίπλες, ζάρες, βαθιές πτυχές. Πτυχές που μέσα τους ήταν κλεισμένος ένας ολόκληρος κόσμος. «Ώς τα τώρα, σήκωνα το κεφάλι μου ψηλά ν’ αντικρίσω το Μεγάλο Βουνό· ποιος να το ’λεγε πως θα ’σκυβα από πάνω του μια ευλογημένη σαν τούτη μέρα» ψιθύρισε ο Γιάννος θαμπωμένος. – Μίλησες; – Όχι, αποκρίθηκε το παιδί, που δεν ήθελε, τέτοια μεγάλη στιγμή, να τη χαλάσει με κουβέντες. Μα δεν ήταν εύκολο πράγμα να ξεγελάσεις ένα θεό. – Κι όμως μίλησες. Μήπως ζαλίσεσαι; Κλείσε τα μάτια σου. – Να κλείσω τα μάτια μου… απόρησε ο Γιάννος. Και πώς θα βλέπω; – Να βλέπεις τι; – Μα… το βουνό! – Το βουνό; ήρθε η σειρά του θεού ν’ απορήσει. – Ναι, το Μεγάλο Βουνό, αυτό που χρόνια λαχταρούσε η ψυχή μου να γνωρίσει. – Ώστε θέλεις να δεις το βουνό; – Και τι άλλο θέλω; – Θαρρούσα πως ήθελες μόνο να πετάξεις. Αυτό τουλάχιστον ονειρεύονται όλοι οι θνητοί. Και δε μιλάς τόσην ώρα; – Γιατί; – Να σε πάω απ’ τη θάλασσα. Από κει θα τ’ αντικρίσεις ολόκληρο, θα τ’ αγκαλιάσεις μ’ ένα σου μόνο βλέμμα. «Είπε, κι ευθύς σαν αστραπή πέρασαν τις πλαγιές, χύθηκαν απ’ τον αιθέρα στο πέλαγος, και κατεβαίνοντας ολοένα άγγιξαν το κύμα, σαν το γλάρο που μες στου αστέρευτου γιαλού τους αφρισμένους κόρφους ψάρια ζητά και τα πυκνά φτερά του βρέχει η άρμη.» Το μικρό βοσκαρούδι, κολλημένο όσο γινόταν πιο σφιχτά στη ράχη του θεού, γαντζωμένο σαν πρωτοτάξιδο αετόπουλο στα φτερά περήφανου αετού, θαύμαζε την απεραντοσύνη του γαλάζιου, τη γαλήνια, αρυτίδωτη έκταση, που πρώτη φορά αντίκρισε από τόσο κοντά. Μαγεμένο, τέντωσε λιγάκι το πόδι του, ν’ αγγίξει το υγρό στοιχείο, να σκίσει τη γυάλινη επιφάνεια, μα μόλις πρόλαβε να νιώσει τη δροσερή αντίσταση κι ο θεός πέταξε πάλι προς τους αιθέρες, σαν αγριοπούλι που αντικρίζει ξαφνικά εχθρό να καραδοκεί. Μεμιάς βρέθηκαν ανάμεσα στα σύννεφα, κι όλα κάτω απ’ τα πόδια τους ήταν γαλάζια. – Θα ’μαστε πάνω απ’ τον Θερμαϊκό κόλπο, λογάριασε ο Γιάννος καθώς ξεχώριζε ξηρά και θάλασσα να ζωγραφίζουν ανάγλυφα, μπροστά στα μάτια του, τον γνώριμό του χάρτη της Ελλάδας. – Θαύμασε τώρα όσο θες, του ’φερε ο αγέρας τα λόγια του θεού. Νά το το βουνό σου! – Πώς λάμπει ολόκληρο! – Το λέει και τ’ όνομά του. Τη λέξη «Όλυμπος» την έπλασαν οι άνθρωποι από το ρήμα λάμπω. Αντίκρυ τους έστεκε, μες στη μεγαλόπρεπη γαλήνη του, λουσμένο στ’ άπλετο φως, το Μεγάλο Βουνό, ο Όλυμπος! Θαρρούσες και πρόβαλλε γιγάντιος βράχος μέσα απ’ τη θάλασσα, γέννημα του υγρού στοιχείου, που ’χε βάλει σκοπό του κι είχε πλάσει ένα όνειρο, ν’ αγγίξει τον ουρανό. Αμέτρητες πέτρινες κορφές, οι κορφές του, σα γιγάντιες δάδες σ’ αθλητών χέρια, πάσχιζαν να κερδίσουν το δύσκολο άθλημα, να φτάσουν τη γήινη φύση τους στους αιθέρες. Με τα μάτια ορθάνοιχτα μπροστά στο θαυμάσιο αυτό δημιούργημα της πλάσης, ο Γιάννος μπορούσε ν’ αγκαλιάσει πια μ’ ένα του βλέμμα ολόκληρο το βουνό, καθώς, απομονωμένο απ’ όλες τις μεριές, μες στην περήφανη μοναξιά του, υψωνόταν μπροστά του ώς τα 2.917 μέτρα. Ένα γιγάντιο παραπέτασμα, ένα απροσπέραστο τείχος που έκοβε απότομα τη στεριά στη μέση. «Από πάνω θα ’ναι η Μακεδονία, από κάτω η Θεσσαλία, ώστε ο Όλυμπος βρίσκεται ανάμεσα» σκέφτηκε ο Γιάννος κι έβαλε τα δυνατά του να συγκεντρώσει όλη του την προσοχή, όλες του τις γνώσεις, για να γνωρίσει το βουνό ολόκληρο. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να περιορίσει τον όγκο του, να συμμαζέψει τη μάζα του, να καθορίσει δηλαδή τα σύνορά του. Άρχισε να λογαριάζει και να σκέφτεται: «Από δω που είμαστε, απ’ τη θάλασσα, βγαίνει ο ήλιος, ανατολικά λοιπόν το βουνό έχει για σύνορο τον Θερμαϊκό κόλπο. Όμως, ανάμεσα στη θάλασσα και στο βουνό υπάρχει μια στενή λουρίδα γης· ποια τάχα να ’ναι αυτή η χώρα;» Καλά που υπήρχε κι ο θεός· αμέσως διάβασε τη σκέψη του. – Αυτή είναι η Πιερία, η όμορφη επαρχία της Μακεδονίας. – Εκεί που βρίσκεται ο Πλαταμώνας; – Ποιος Πλαταμώνας; γύρισε ο Ερμής προς τα πίσω το κεφάλι του και τον ρώτησε με απορία. «Δε θα υπήρχε, φαίνεται, ο Πλαταμώνας στ’ αρχαία χρόνια» σκέφτηκε ο Γιάννος μέσα του και βιάστηκε ν’ αλλάξει την κουβέντα. – Λοιπόν, ανατολικά ο Όλυμπος έχει τον Θερμαϊκό, από πάνω τι έχει; – Από πάνω, προς τον Βοριά δηλαδή, του αποκρίθηκε ο θεός, είναι τα Πιέρια όρη, παραφυάδες του μεγάλου βουνού. Στη Δύση είναι τα στενά της Πέτρας, και τέλος, στο Νότο, είναι η Όσσα. – Ο Κίσαβος, που λέμε τώρα. – Πότε τώρα; νευρίασε ο Ερμής, τι κάθεσαι πάλι και μουρμουράς, σαν κείνο που είπες, τον Πλαταμώνα; Σου λέω «το όρος Όσσα»· εγώ δεν άκουσα ποτές να μιλούν για κανέναν Κίσαβο, κατάλαβες; Ο Όλυμπος χωρίζεται απ’ την Όσσα με τα Τέμπη. Είναι η πανέμορφη κοιλάδα που τη διασχίζει ο Πηνειός ποταμός. Εκεί που πήγε ο αδερφός μου ο Απόλλωνας και ξέπλυνε το σώμα του, να φύγει από πάνω του το μαύρο αίμα του Πύθωνα, σα σκότωσε το δράκοντα στους Δελφούς, εκεί που ο ίδιος μάζεψε τις δάφνες να τις πάει στο ιερό μαντείο· κι εκεί που από τότε, κάθε τέσσερα χρόνια, φτάνουν απ’ τους Δελφούς οι πιστοί να κόψουν τα δάφνινα κλαριά για να φτιάξουν τα στεφάνια που θα στεφανώσουν τους νικητές στους Πυθικούς αγώνες. Α, είναι τόσο όμορφη αυτή η κοιλάδα, που κι εμείς ακόμα οι θεοί αφήνουμες πολλές φορές τα παλάτια μας στον Όλυμπο απάνω και κατεβαίνουμε στις όχθες του Πηνειού να σεργιανίσουμε ξένοιαστοι μες στα λουλούδια, να φάμε στο γρασίδι παρέα με τις Μούσες, που μας κρατούνε συντροφιά με τα τραγούδια τους. Μα αλήθεια, δεν έχεις πάει ποτέ σου στα Τέμπη; – Όχι, μα τα έχω ακουστά, αποκρίθηκε το βοσκαρούδι, που λαχταρούσε τώρα να τα δει, αλλά δεν τολμούσε να το ζητήσει απ’ το θεό. Πέρασε μια στιγμή σιωπής, κι ύστερα ο Ερμής πήρε την απόφαση: – Άντε, πάμε, του είπε. – Σ’ ευχαριστώ, ψιθύρισε όλο χαρά στ’ αυτί τού θεού ο Γιάννος, κι έσφιξε τα χέρια του με δύναμη γύρω απ’ το θεϊκό λαιμό. Μα νά, φτάσανε κιόλας! Κάτω απ’ τα πόδια τους έχασκε η πανέμορφη κοιλάδα, που είχε μια σπάνια, άγρια ομορφιά, καθώς ανοιγόταν ανάμεσα στους απότομους γκρεμούς του Όλυμπου απ’ τη μια, της Όσσας απ’ την άλλη, εκεί που έβρισκε πέρασμα ο Πηνειός ποταμός. Το μήκος της ξεπερνούσε τα έξι χιλιόμετρα, ενώ το πλάτος της έπαιζε ανάμεσα στα τριάντα και τα πενήντα μέτρα. Παντού βαθύσκιωτα πλατάνια, λεύκες λυγερές, γυμνά καλάμια, πλούσια, πολύχρωμη, νερόχαρη βλάστηση, κι εδώ κι εκεί γάργαρα ρυάκια που κύλαγαν φιδίσια μες στην παχιά χλόη ή γκρεμίζονταν απ’ τους ψηλούς τους βράχους, πάνω απ’ την όχθη του ποταμού, που ακολουθούσε ήρεμα, κελαηδιστά, χαρούμενα, τον νερένιο του δρόμο. Αναγάλλιαζε η ψυχή σου να βλέπεις αυτόν τον παράδεισο, τα μάτια σου δε χόρταιναν. – Τούτη την κοιλάδα την άνοιξε ο πατέρας μου, ο κύριος των θεών και των ανθρώπων, δίνοντας μια με τη γροθιά του στο βουνό, που ευθύς σκίστηκε στα δύο, του φώναξε ο Ερμής καθώς πετούσαν. – Για να περάσει το ποτάμι ανάμεσα; – Όχι, ήταν τότε που είχαμε στήσει πόλεμο με τους Τιτάνες, πάνε πολλά χρόνια. – Τους Τιτάνες; Και πολεμούσατε μεταξύ σας με τα πελώρια βουνά, τα ορμητικά ποτάμια; – Δεν έχεις ακουστά; – Όχι, πες μου εσύ, πες μου. Μα ο Ερμής είχε άλλες, πολύ πιο σπουδαίες δουλειές να κάνει απ’ το να σεργιανίζει το θαμπωμένο βοσκαρούδι στους αιθέρες και να του λέει παραμύθια. – Μια άλλη φορά, του αποκρίθηκε. Είναι μεγάλη ιστορία. Δεν ευχαριστήθηκες την πρώτη σου βόλτα στον ουρανό; – Αν ευχαριστήθηκα! – Τότε τι λες, γυρίζουμε; – Από τώρα; – Μα τι άλλο θέλεις να δεις; – Τον Όλυμπο. – Πάλι; – Αν γίνεται, τον παρακάλεσε. Πήραν ξανά τον ίδιο δρόμο, πέταξαν στους αιθέρες, βρήκαν ξανά τη θάλασσα, κάτω κάτω, χαμηλά. – Εμπρός λοιπόν, χαμογέλασε ο θεός με καλοσύνη, εδώ είμαστε. Νά τος ο Όλυμπος, δεν έφυγε απ’ τη θέση του, δες τον να τον χορτάσεις. Κάτσε λοιπον και χάζεψε μοναχός σου, να πάρω εγώ κανέναν υπνάκο πάνω σε τούτο το σύννεφο, γιατί κουράστηκα κι έχω δρόμο πολύ να κάνω. – Τι, θα ξαπλώσεις πάνω στο σύννεφο; ρώτησε ο Γιάννος τρέμοντας από το φόβο του. – Ναι, μη σε νοιάζει, εσύ κράτα με πάντα σφιχτά με τα δυο σου χέρια. Αμέσως ο θεός άρπαξε ένα διαβατάρικο σύννεφο που πέρναγε μπροστά τους, και απαλά απαλά, σα να ’γερνε σε πουπουλένιο στρώμα, ξάπλωσε πάνω του. Ο Γιάννος απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ευτυχώς, δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό κι η λογική ήρθε να τον συνεφέρει. «Αφού ο θεός μπορεί και πετάει τόσην ώρα στους αιθέρες, πάνω από θάλασσα και στεριά, γιατί τάχα να μην μπορεί και να ξαποστάσει πάνω σ’ ένα σύννεφο;» σκέφτηκε πολύ σωστά. Η βαριά ανάσα του Ερμή ήταν σημάδι πως ο θεός είχε αποκοιμηθεί. Έσφιξε ο Γιάννος τα χέρια του γύρω απ’ το λαιμό τού αθάνατου, να νιώσει σίγουρος, τέντωσε το κορμί του όσο μπορούσε προς τ’ απάνω, να βγάλει το κεφάλι του έξω απ’ τους λευκούς αχνούς που τον περιτύλιγαν και τον εμπόδιζαν να βλέπει. Του κάκου. Ξάφνου, σα ν’ άκουσε πλάι του ένα πνιχτό γελάκι. Κοίταξε ένα γύρο του, μα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει τίποτα από κει μέσα που βρισκότανε. «Θα μου φάνηκε» σκέφτηκε. Μα το γέλιο ξανάρχισε, και μια ψιλή φωνίτσα τού έλυσε στο τέλος το μυστήριο: – Χι, χι, εγώ είμαι, το Σύννεφο. Ποιον άλλον ψάχνεις να βρεις εδώ πάνω; Είσαι τόσο αστείος, έτσι που είσαι κρεμασμένος, γι’ αυτό γελώ. Τα μάθαμε αμέσως τα νέα σου, μας τα ’φεραν τα πουλιά. Ξέρω, είσαι ο νέος βοσκός, ο Γιάννος· πρώτη φορά μου αγκαλιάζω άνθρωπο, αλλά και μα την αλήθεια, πρώτη φορά είδα άνθρωπο έτσι να πετά. Χι, χι, χι… Θέλεις τα γέλια που πολεμούσε το σύννεφο να πνίξει μέσα του, θέλεις η φωνή του που έμοιαζε να τον κοροϊδεύει, ο Γιάννος πειράχτηκε. – Πρώτη φορά σου, είπες, είδες άνθρωπο να πετάει έτσι; Δηλαδή τι θέλεις να πεις, πως έχεις δει τάχα άνθρωπο να πετάει αλλιώς; – Και βέβαια, του αποκρίθηκε το μικρό σύννεφο σοβαρά. Εσύ δεν έχεις δει αεροπλάνο; Τόσες φορές είχε μείνει ο Γιάννος με το στόμα ανοιχτό, μα τούτη εδώ τις ξεπερνούσε όλες. – Αεροπλάνο; μουρμούρισε σα χαμένος. Μα ευτυχώς που υπήρχε πάντα πρόχειρη η λογική. «Τούτο το σύννεφο δεν είναι απαραίτητο να είναι αρχαίο» ήρθε και του είπε. Ο Γιάννος χαμογέλασε με ικανοποίηση. – Φυσικά, μονολόγησε. Κι αμέσως, σα να μιλούσε σ’ αδερφικό του φίλο, γύρισε στο σύννεφο: – Σε παρακαλώ, άσε με να δω, σκόρπισε λιγάκι από μπροστά απ’ τα μάτια μου. Ευθύς το σύννεφο μαζεύτηκε πυκνό κάτω απ’ τα πόδια του μικρού βοσκού, τον έσπρωξε ανάλαφρα προς τα πάνω. Το κεφάλι του παιδιού, σα να τρύπησε παχύ στρώμα μπαμπάκι, ξεπρόβαλε λεύτερο μέσα απ’ τα νέφη. – Πού είναι ο Όλυμπος; – Νά τος, δεν τον βλέπεις, κοτζάμ βουνό; Πιάνει τόσον τόπο. Πενήντα χιλιόμετρα, όπως έχω ακουστά, απ’ τον Βοριά στο Νότο και σαράντα χιλιόμετρα από τη Δύση στην Ανατολή. – Μα πού είναι; Τον έχασα. – Ζαλίστηκες, καημενούλικο· νά τος, σου λέω, με τις σαράντα δυο του κορφές και τις εξήντα δυο βρυσούλες! […] Μισάνοιξε ο Ερμής τα μάτια του, τεντώθηκε τεμπέλικα. – Ακόμα θαυμάζεις, βοσκαρούδι, το θαύμα αυτό που λέγεται πλάση; – Ακόμα, του αποκρίθηκε ο μικρός βοσκός. – Καλά σε είπε ο γιος μου κουτορνίθι. Τις είδες τις κορφές; – Τις είδα. – Είναι όλες στη θέση τους; είπε και γέλασε καλοκάγαθα. Ύστερα ανασηκώθηκε κι έπιασε κι ο ίδιος ν’ αγναντεύει τον Όλυμπο. – Ο Όλυμπος, μουρμούρισε, όπου είναι πάντα των θεών τ’ ασάλευτο λημέρι, που δεν το δέρνουν άνεμοι, βροχές δεν το μουσκεύουν, μήτε τα χιόνια το πατούν, μόν’ έχει μια απλωμένη καλοκαιριά ασυγνέφιαστη κι ασπροβολά και λάμπει. Εκεί οι μακαριστοί θεοί χαίρονται απάνω αιώνια. – Τι όμορφα λόγια! τον έκοψε το βοσκαρούδι. – Θνητός τα είπε, σαν κι εσένα, ο Όμηρος, αν έχεις ακουστά. – Κάτι έχω. – Κανείς δεν ύμνησε τον Όλυμπο σαν τον Όμηρο. Τον είπε ακόμα: ο μακρύς Όλυμπος, ο Όλυμπος με τα άπειρα κεφάλια, με τους βαθιούς βράχους, με τις απότομες κορφές, με τις αμέτρητες πτυχές, ο λαμπρός, ο χιονισμένος, ο σκιερός. – Σκιερός· αλήθεια, εκεί ψηλά στις κορφές υπάρχουν δέντρα; – Όχι, ψηλά το βουνό είναι γυμνό, φαλακρό. «Στα 2.000 μέτρα αρχίζει η αλπική ζώνη, έτσι δεν έλεγε ο παππούς;» σκέφτηκε ο Γιάννος μέσα του. – Πιο κάτω υπάρχουν έλατα, πεύκα, οξιές. «Κάτω απ’ τα 2.000 μέτρα, στη δασική ζώνη» συμπλήρωσε ο Γιάννος, δίχως να τον ακούσει πάλι ο θεός. – Και πιο κάτω ακόμα έχει καστανιές, κούμαρα, κι ύστερα έρχονται τα βοσκοτόπια, με δάση από θάμνους, πρίνα, κέδρα, κρανιές…* μ’ αυτά τα ξέρεις καλύτερα από μένα. – Και ζώα; – Έχει λύκους, αλεπούδες, αγριογούρουνα, λαγούς. Μα δε μου λες, γύρισε ο θεός ξαφνικά και τον κοίταξε στα μάτια, θα πάψεις ποτέ να ρωτάς; Θαρρώ πως το κάνεις επίτηδες για να χασομερούμε. – Α, όχι, φώναξε το μικρό βοσκαρούδι. – Τότε, πάψε λοιπόν, γιατί θα νυχτώσουμε δω πάνω. Κρατήσου καλά, φεύγουμε. – Πού πάμε; τόλμησε ο Γιάννος να ρωτήσει. – Πάμε να σ’ αφήσω κει που σε πήρα· εγώ έχω να κάνω μακρύ ταξίδι και πρέπει να βιαστώ, γιατί έχασα καιρό πολύ μαζί σου. Είπε, κι ευθύς, αφήνοντας το σύννεφο, πέταξαν στους αιθέρες. Το στήθος του Γιάννου είχε φουσκώσει από καθάριο αέρα, από χαρά, από ευτυχία. Έπιασε μόνος του να σιγοτραγουδά. Ένα πουλάκι πέρασε πλάι τους. – Γεια σου, του φώναξε το βοσκαρούδι, κι αν διαβείς απ’ το χωριό μου καμιά μέρα, πες στον παππού μου πως ο Γιάννος θα ’χει να του λέει, όχι έναν ολόκληρο χειμώνα, μα όλους τους χειμώνες της ζωής του. * το σκουτί: ύφασμα, φόρεμα. * η κρανιά: δέντρο και θάμνος συνηθισμένος στα ορεινά δάση. |
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975) |
Φανή Παπαλουκά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου