Eυρωπαίοι αστρονόμοι, με επικεφαλής τον Μπρούνο Σικαρντί του πανεπιστημίου Μαρί Κιουρί και του Αστεροσκοπείου του Παρισιού, κατάφεραν να μετρήσουν τη διάμετρο της Έριδος, χρησιμοποιώντας τα τηλεσκόπια του Ευρωπαϊκού Νοτίου Παρατηρητηρίου στη Χιλή, καθώς ο μικρός πλανήτης περνούσε μπροστά από ένα αχνό άστρο. Πρόκειται για τεχνικό άθλο, καθώς η Έρις βρισκόταν σε απόσταση από τη Γη 100 φορές μεγαλύτερη από ό,τι η Γη από τον Ήλιο και η θερμοκρασία της είναι μείον 238 βαθμοί Κελσίου.
Αν και η αινιγματική Έρις στις εσχατιές του ηλιακού μας συστήματος είναι πολύ πιο πυκνή και ακόμα πιο παγωμένη από τον Πλούτωνα, οι δύο μακρινοί νάνοι πλανήτες αποτελούν σχεδόν τέλειους διδύμους, καθώς έχουν σχεδόν το ίδιο μέγεθος, όπως δείχνουν για πρώτη φορά νέες ακριβέστερες αστρονομικές μετρήσεις.
Η Έρις είναι το πιο μακρινό ουράνιο σώμα στο ηλιακό μας σύστημα, που έχει ποτέ παρατηρηθεί με αυτή την μέθοδο. Η ανακάλυψη, που παρουσιάστηκε στο περιοδικό "Nature", σύμφωνα με το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων, ανατρέπει τις αρχικές εκτιμήσεις των επιστημόνων.
Όταν η Έρις (η οποία πήρε το όνομα της θεάς της φιλονικίας στην ελληνική μυθολογία) ανακαλύφθηκε το 2005, θεωρήθηκε πολύ μεγαλύτερη από τον Πλούτωνα, τον θεωρούμενο για πολλά χρόνια εξώτατο πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος, ο οποίος είχε ανακαλυφθεί το 1930. Μάλιστα, η ανακάλυψή της - και η λανθασμένη εκτίμηση για το μέγεθός της - έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο, που το 2006 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση ''υποβάθμισε'' τον Πλούτωνα στη ''μικρή'' κατηγορία των νάνων-πλανητών (μαζί με τον μεγάλο αστεροειδή Δήμητρα και τα ουράνια σώματα Μακεμάκε και Χαουμέα), μία απόφαση που μέχρι σήμερα συναντά αντιδράσεις από αρκετούς αστρονόμους, αλλά και τον πολύ κόσμο.
Η νέα ακριβέστερη μέτρηση θα βοηθήσει τους επιστήμονες να καταλάβουν καλύτερα τη σύνθεση και την εξελικτική ιστορία της Έριδος, η οποία διαθέτει μια λευκή πολύ αντανακλαστική επιφάνεια, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανότατα είναι καλυμμένη με ένα λεπτό στρώμα παγωμένου αζώτου. Η Έρις αντανακλά περίπου το 96% του προσπίπτοντος φωτός του Ήλιου (έναντι 60% που αντανακλά ο Πλούτων), γεγονός που την καθιστά, μαζί με τον παγωμένο δορυφόρο Εγκέλαδο του Κρόνου, ένα από τα πιο αντανακλαστικά σώματα στο ηλιακό μας σύστημα.
Η Έρις και ο Πλούτων βρίσκονται στη λεγόμενη ''Ζώνη Κούιπερ'', ένα δακτύλιο παγωμένων ουρανίων σωμάτων πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα. Η Έριδα είναι ακόμα πιο μακριά από τον Ήλιο σε σχέση με τον ''δίδυμό'' της, με συνέπεια να χρειάζεται 556 γήινα χρόνια για να κάνει μια πλήρη ελλειπτική περιφορά γύρω από τον Ήλιο, έναντι 248 ετών που χρειάζεται ο Πλούτων.
Η Έρις, που έχει σφαιρικό σχήμα, υπολογίστηκε ότι έχει διάμετρο 2.326 χιλιόμετρα (συν/πλην 12 χλμ), ενώ ο Πλούτων, για τον οποίο οι μέχρι τώρα υπολογισμοί είναι λιγότερο ακριβείς, εκτιμάται ότι έχει διάμετρο της τάξης των 2.300 έως 2.400 χιλιομέτρων. Η θερμοκρασία στην Έριδα δεν ξεπερνά τους μείον 238 βαθμούς Κελσίου, ενώ πιστεύεται ότι διαθέτει μια αραιή και περιστασιακή ατμόσφαιρά πλούσια σε μεθάνιο, αν και οι τελευταίες παρατηρήσεις δεν επιβεβαίωσαν την ύπαρξη τέτοιας ατμόσφαιρας.
Η Έρις, γύρω από την οποία υπάρχει ένας μικρός δορυφόρος, η Δυσνομία, υπολογίστηκε ότι είναι κατά 27% βαρύτερη από τον Πλούτωνα, πράγμα που σημαίνει ότι, αφού και οι δύο έχουν ίδιο μέγεθος, είναι πολύ πυκνότερη από αυτόν (περίπου 2,5 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό έναντι 2 του Πλούτωνα και 5,5 της Γης). Η αυξημένη πυκνότητα σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα η Έρις είναι περισσότερο βραχώδης από τον Πλούτωνα, ο οποίος διαθέτει περισσότερο πάγο, όπως δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο Εμανουέλ Ζεάν του Ινστιτούτου Αστροφυσικής του πανεπιστημίου της Λιέγης στο Βέλγιο.
Όταν η Έρις (η οποία πήρε το όνομα της θεάς της φιλονικίας στην ελληνική μυθολογία) ανακαλύφθηκε το 2005, θεωρήθηκε πολύ μεγαλύτερη από τον Πλούτωνα, τον θεωρούμενο για πολλά χρόνια εξώτατο πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος, ο οποίος είχε ανακαλυφθεί το 1930. Μάλιστα, η ανακάλυψή της - και η λανθασμένη εκτίμηση για το μέγεθός της - έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο, που το 2006 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση ''υποβάθμισε'' τον Πλούτωνα στη ''μικρή'' κατηγορία των νάνων-πλανητών (μαζί με τον μεγάλο αστεροειδή Δήμητρα και τα ουράνια σώματα Μακεμάκε και Χαουμέα), μία απόφαση που μέχρι σήμερα συναντά αντιδράσεις από αρκετούς αστρονόμους, αλλά και τον πολύ κόσμο.
Η νέα ακριβέστερη μέτρηση θα βοηθήσει τους επιστήμονες να καταλάβουν καλύτερα τη σύνθεση και την εξελικτική ιστορία της Έριδος, η οποία διαθέτει μια λευκή πολύ αντανακλαστική επιφάνεια, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανότατα είναι καλυμμένη με ένα λεπτό στρώμα παγωμένου αζώτου. Η Έρις αντανακλά περίπου το 96% του προσπίπτοντος φωτός του Ήλιου (έναντι 60% που αντανακλά ο Πλούτων), γεγονός που την καθιστά, μαζί με τον παγωμένο δορυφόρο Εγκέλαδο του Κρόνου, ένα από τα πιο αντανακλαστικά σώματα στο ηλιακό μας σύστημα.
Η Έρις και ο Πλούτων βρίσκονται στη λεγόμενη ''Ζώνη Κούιπερ'', ένα δακτύλιο παγωμένων ουρανίων σωμάτων πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα. Η Έριδα είναι ακόμα πιο μακριά από τον Ήλιο σε σχέση με τον ''δίδυμό'' της, με συνέπεια να χρειάζεται 556 γήινα χρόνια για να κάνει μια πλήρη ελλειπτική περιφορά γύρω από τον Ήλιο, έναντι 248 ετών που χρειάζεται ο Πλούτων.
Η Έρις, που έχει σφαιρικό σχήμα, υπολογίστηκε ότι έχει διάμετρο 2.326 χιλιόμετρα (συν/πλην 12 χλμ), ενώ ο Πλούτων, για τον οποίο οι μέχρι τώρα υπολογισμοί είναι λιγότερο ακριβείς, εκτιμάται ότι έχει διάμετρο της τάξης των 2.300 έως 2.400 χιλιομέτρων. Η θερμοκρασία στην Έριδα δεν ξεπερνά τους μείον 238 βαθμούς Κελσίου, ενώ πιστεύεται ότι διαθέτει μια αραιή και περιστασιακή ατμόσφαιρά πλούσια σε μεθάνιο, αν και οι τελευταίες παρατηρήσεις δεν επιβεβαίωσαν την ύπαρξη τέτοιας ατμόσφαιρας.
Η Έρις, γύρω από την οποία υπάρχει ένας μικρός δορυφόρος, η Δυσνομία, υπολογίστηκε ότι είναι κατά 27% βαρύτερη από τον Πλούτωνα, πράγμα που σημαίνει ότι, αφού και οι δύο έχουν ίδιο μέγεθος, είναι πολύ πυκνότερη από αυτόν (περίπου 2,5 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό έναντι 2 του Πλούτωνα και 5,5 της Γης). Η αυξημένη πυκνότητα σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα η Έρις είναι περισσότερο βραχώδης από τον Πλούτωνα, ο οποίος διαθέτει περισσότερο πάγο, όπως δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο Εμανουέλ Ζεάν του Ινστιτούτου Αστροφυσικής του πανεπιστημίου της Λιέγης στο Βέλγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου