Η Μαρία Νεφέλη λέει:
η αλήθεια.-έτσι δε λένε;- είναι οδυνηρή
κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ' το αίμα σου
έχει ανάγκη απ' τις λαβωματιές σου·
απ' αυτές και μόνον θα περάσει-εάν περάσει
καπότες η ζωή που μάταια έψαχνες
με το σφύριγμα του άνεμου και τα ξωτικά
και τις κόρες με τους ήλιους επάνω στα ποδήλατα...
Μπρος! Ανοίξου! Φύγε!
Δίχως ρόπαλο και δίχως σπήλαιο
μες στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους
κοίταξε να βολευτείς μονάχος σου
να εφεύρεις μια γλώσσα ίσως τσιρίζοντας:
ίιιιι.
Τότε που θ' ακούσεις πάλι πάλι να σου τραγουδώ
να σου τραγουδώ τις νύχτες πάνω στο ξυλόφωνο:
«Μες στο δάσος πήγα ντράγκου-ντρούγκου
μ' έφαγαν τα δέντρα ντρούγκου-ντρου
μ' έκαναν κομμάτια, ντράγκου-ντρούγκου
μ' έριξαν στα όρνια ντρούγκου-ντρου».
Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.
Και ο Αντιφωνητής:
Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι
μες στους θησαυρούς μένω κενός.
Ω αντίο Παράδεισοι και αζήτητες δωρεές
φεύγω πάω κατευθείαν επάνω μου
εκεί μακριά που βρίσκομαι.
Ήρθε η στιγμή. Μαρία Νεφέλη
πάρε το χέρι μου- σε ακολουθώ·
και το άλλο υψώνω-ιδές- με την παλάμη
αναστραμμένη ανοίγοντας τα δάχτυλα
ένα ουράνιο άνθος:
«Ύβρις» όπως θα λέγαμε ή και «Αστήρ»
Ύβρις- Αστήρ Ύβρις-Αστήρ
ιδού το στίγμα φίλοι
πρέπει να κρατήσουμε την επαφή.
Μη μου γελάτε την τόση αδεξιότητα
κι είναι το ξέρετ' ενάντιος ο καιρός.
Τέτοιαν εύστοχη δείξε αδεξιότητα
και να: ο Θεός!
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Η ΝΕΦΕΛΗ
Μέρα τη μέρα ζω- που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα«εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν«κοινός
διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ
ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
σβήσου με γενναιοδωρία.
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ενώ τεντώνεται από τ' άστρα ο λώρος
να κοπεί και χάνεσαι...
Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς
πάνω σ' ένα κρεβάτι που το ζέσταναν οι ράχες άλλων
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του άνεμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν
με στοργή σκύβοντας τα'πλενα ένα ένα
προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα
να'χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.
Ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου
δίχως να βηματίσω προχωρούσα
φυσούσε η μουσική και μ' έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ- κομμάτια θάλασσες πιο πέρα.
Θε μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι
άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ' αγκάθια της
ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.
Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι·
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή.
Λύση της συνεχείας του δέρματος
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα, Όμως
Das Reine Κυρίες και Κύριοι
kann sich nur darstellen im Unreinen
und versuchst Du das Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnatürlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί
τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε.
Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!
Και ο Αντιφωνητής:
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα·
μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα.
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.
Η ΑΙΓΗΙΣ
Δεν ξέρω που· δεν είναι στ' όνειρο
δεν είναι σε καιρούς παλιούς ίσως ούτε στη γης αυτή
αλλά και αν είναι
τρεις κλίμακες πιο πάνω
απ' όσα γίνεται να σοφιστεί το μαύρο δάχτυλο του ανθρώπου
η χώρα όπου κανένας πλέον δεν κατοικεί
εξακολουθεί να υπάρχει.
Εν αγνοία μας εκεί
το Δίκαιο
διατυπωμένο στη γλώσσα των πουλιών
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά
κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου γέρνω
σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πως να περάσω μέσα
να περάσω από
την άλλην όψη των πραγμάτων
με το ελικτικό μαλλί μου ξετυλίγοντας
κύκλους διαδοχικά
να κατεβώ και τους εφτά ουρανούς εωσότου
η αντανάκλαση
των αγγέλων μ' αρπάξει
ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες
φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου
μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά
μια ψαλμωδία και ανοίξουν πάλι τα παράθυρα
επικοινωνήσουν οι ανθοπώλες με τεράστιες ανεμώνες
περασμένες στ' αυτιά τους σαν ακουστικά·
σήματα-λέξεις μυστηριώδεις
«Αστεροβαδών» «Ιδιολάθης» «Μίκυον» - οπού σημαίνει
έχει συντελεσθεί το θέλημά σας, κι η φωνή της γης
επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια. Όπου να'ναι θα φανεί
στον πλήρη κόσμο τον ολόιδιον της αντιύλης
όπως μας λένε οι επιστήμονες-και που είναι το αίσθημα
γινόμενο απτό
μια συναυλία που εδέησε να μεταβληθεί σε κήπο.
Κι εγώ που'μουν πλασμένη για να κυνηγάω το θαύμα
σ' ένα ύψωμα επιβλητικό σαν το Εσκοριάλ
τώρα ν' ανακαλύπτω τι;
το μαρτύριο του αγίου Μαυρικίου
Και ο Αντιφωνητής:
αναπαράγεται ολοένα ξεχειλίζοντας από τα τείχη
σπιθοβολώντας από μια σ' άλλη συνείδηση
κενή από σώμα καθώς κύμα
ερτζιανό μη βρίσκοντας κεραία να το δεχτεί αλλά όμως
μεταφέροντας το μήνυμα το θείο
την αμβροσίοδμη μουσική
και αυτή συντελεσμένη
σ' όλους των ήχων τους συνδυασμούς από τα κρεμαστά νερά
πέφτοντας έως τα ξημερώματα«δυνάμει»
όπως θα λέγαμε υπάρχουν εκεί
από ίασπι και ορείχαλκο
μπλε κοβαλτίου τερακότα και ώχρα τα έργα τέχνης όλα
που θα μπορούσε ο άνθρωπος με μόχθο
αφάνταστο ν' αποσπάσει από το Πλήρες και Άφθαρτο αλλ'
αδύνατον.
Τάχα να μην
είχα κάποτε κι εγώ ανεβεί
κείνα τα σκαλοπάτια του ατελεύτητου καλοκαιριού
μιαν αψηλή βουνίσια θάλασσα
να μην είχα για χάρη του Βασιλέα Ευήνορα
φορέσει το μανδύα τον κυανό
να δικάσω τους άλλους και απ' αυτούς να δικαστώ
την κάθετη ώρα του μεσονυκτίου...
Ζούνε ακόμη ζούνε μέσα μου
μια για πάντα ιδωμένοι
από ψηλά οι αγροί χαρακωμένοι ευθείς σαν πίνακες τουMondrian
οι περίβολοι της εκκλησίας με τα κορίτσια ολόγυμνα
κρατώντας μύρτα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ο όποιος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα
πάλι και πάλι χιλιάδες φορές.
Οι εξέχοντες επίσημοι με τα χρυσά στους ώμους
και τα μαύρα τους όργανα
σε δυσώδη καγκελοφραγμένα υπόγεια πάλι και πάλι.
Ο συγγραφέας που κρύβει τα χειρόγραφα του-πού;-από ποιον;-
ποιος είναι αυτός-ποια είναι αυτή που τη λέμε ανώτερη
δύναμη ελέω Θεού ή ελέω τεθωρακισμένων
Ω
μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
στον μέσα κόσμο του καθρέφτη εκεί που βηματίζω
ψάχνοντας την αληθινή μου μέρα·
που κρατώ και ανοίγω σαν ομπρέλα παλαιή τη θάλασσα
πάνω από το κεφάλι μου
λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Παιδιά κι αγγόνια της απάρνησης
είναι όλα τους μπάσταρδα.
ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ
Κάθε φεγγάρι ομολογεί και μες στα δέντρα κρύβεται μην
και το καταλάβεις·
έχεις ανακατώσει τόσο τους καιρούς που μήτε ο ίδιος ξέρεις
από που το μήνυμα θα λάβεις.
Εσύ'σαι ο ένας απ' αυτούς που του'δωσαν χαρτί μεγάλο
για να γράψει και δεν έστερξε την πένα του να πιάσει·
που του'ρθε η τύχη σαν λακκάκι μες στο μάγουλο και που
δεν είπε μπάρεμ να χαμογελάσει.
Ο Αντιφωνητής λέει:
να βγεις Θεέ μου από την αφάνεια.
Σε λουτήρες μέσα με πλακάκια λεία ωραίες γυναίκες
γέρνοντας μες στους υδρατμούς
σημειώνουν την απόκλιση: ο πλανήτης φεύγει.
Θα φανεί το κέλυφος γεμάτο τρύπες
μαύρες και αστραπές και αργά
θα γυρίσει ο άνθρωπος από το μέσα μέρος
εωσότου ολότελα χαθεί.
Θάρρος. Τώρα.
Την ηδονή να σώσω καν Θεέ μου.
Δώσε μου το εγχειρίδιο.
Είναι αγένεια
να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Πρώτη φορά σ' ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα«ζόρικα» που λεν αμέσως τα'νιωσα.
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά- για την ψευτιά και την ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το'φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση
αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ' ήμουν είδος Άμοιαστο.
Εφ' ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσΑν κάτι αδημονεί μέσα στην άγρια μέντα
είναι της αγιοσύνης σου το λαγωνικό.
ICH SEHE DICH
Κομμάτια των ωκεανών ich sehe dich
Μαρία in tausend Bilern
από φως και ιώδιο και LAIT INNOXA
και λοξά τα χέρια σου πάνω στο καλώδιο.
Είσαι η νέα Λάχεσις. Τηλεφωνείς
η θητεία μου στη γη να λήξει.Έννοια σου
κιόλας πεθαίνω από ουρανική ασιτία.
Μυθικά ψάρια βλέπω να περνούν
πάνω από το κεφάλι μου ο αέρας καίει
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
οι αρχαίοι ναοί με το πέτρινο δάπεδο και τα βαριά
ω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.
των ιερέων σάνταλα
τα θυμιάματα
κάτω από τα γυμνά στήθη και ο κρότος των χαλκάδων
την ώρα του χορού κομμάτια
παρδαλά μπαλώματα η ψυχή μου
απαράλλαχτα οι φούστες οι πλατιές που τώρα τελευταία
φορώ
μογκολφιέρα των τύψεων
και οι φράσεις οι τυχαίες του δρόμου:
«Φέρεις τι; -Χρυσίον. -Ευθ ύμει ».
Εγώ δεν«φέρω» τίποτα.
μήτε μου«φέρουν»
διδάσκω με το σώμα μου το κόκαλο της θάλασσας
το μπλε κοράλλι με τις διαφάνειες
περπατώ κομμένη στο παράθυρο και αντλώ ατελεύτητα
ουρανό κάτω απ' τα πόδια μου· ρίχνω τον κουβά
ν' ανεβάσω γιασεμί και πένταστρο·
με λένε ανάλογα με τους καιρούς Τρυφέρα ή Ανεμώνη
κάποτε καιDjenda
τι ωραία
δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Djenda λέξη ανύπαρκτη
απαράλλαχτη μάρκα ηλεκτρικών λαμπτήρων
μισοσανσκριτική μισοκέλτικη
Djenda η τρέμουσα
εικόνα μου μεγεθυμένη στα χέρια των λαών
Djenda πολιτιστική επανάσταση
Djenda εγώ πριν εξ χιλιάδες χρόνους
Οδυσσέα Ελύτη: "Μαρία Νεφέλη".