Σε ένα από τα απέραντα σημεία της Γής, απλωνόταν επιβλητικό ένα ψηλό και γέρικο βουνό… Ήταν τόσο γέρικο που έδινε την αίσθηση στο ανθρώπινο μάτι ότι ορθωνόταν εκεί ολόκληρες χιλιετηρίδες διατηρώντας τη ζωντάνια και την ομορφιά του….. Το βουνό αυτό ονομαζόταν « ΑΙΩΝΑΣ » και πράγματι η όψη του απεικόνιζε καθαρά τους χιλιάδες αιώνες που είχαν περάσει από πάνω του, χωρίς να κατορθώσουν να μεταβάλουν την όψη του….. Στη χιονισμένη πετρώδη κορυφή αυτού του βουνού, ήταν μια σπηλιά που όμως το εσωτερικό της δεν έμοιαζε καθόλου με σπηλιά, αλλά με παλάτι…..
Μέσα σε αυτό ζούσε αποκαμωμένος ο Γερο Χρόνος…. Ένας ασπρομάλλης γέροντας, που η σοφία και η γνώση άρχισαν να του βαραίνουν το μυαλό….. Η καλοσύνη που τον διέκρινε ήταν ιδιαίτερα γνωστή στους ανθρώπους καθώς τους αγαπούσε και φρόντιζε να τους προστατεύει από κάθε κακό…. Του άρεσε η δικαιοσύνη και η αγάπη και σύμφωνα με αυτές καθόριζε τις λιγοστές ώρες της ζωής του….. Η γυναίκα του ήταν η Φύση…. Μια κυρία μέσης ηλικίας , φυσικά πολύ πιο νεότερη από τον άντρα της το Χρόνο. Οι δυό τους από το γάμο αυτό είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τα οποία τα μεγάλωναν κάτω από αισθήματα αγάπης και στοργής… Όμως το καθένα από αυτά είχε διαπλάσει μια συμπεριφορά εντελώς διαφορετική . Πάντα μεγάλωναν κάτω από την επίβλεψη των δύο γονιών τους ,της Φύσης και του Γέρο Χρόνου. Και ενώ αυτές ήταν οι υπάρξεις που ζούσαν μέσα στο μικρό παλάτι που έμοιαζε με σπηλιά στην κορυφή του Αιώνα, αντίθετα στους πρόποδες αυτού του βουνού ήταν χτισμένο ένα γραφικό χωριουδάκι με λιγοστούς κατοίκους που ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία….. ήταν άνθρωποι απλοί που ζούσαν αρμονικά… Κανείς τους δεν γνώριζε ότι στην κορυφή του βουνού ζούσαν σε απόσταση αναπνοής από αυτούς ο χρόνος , η φύση και τα παιδιά τους ,οι τέσσερις εποχές……
Πολλές φορές ο Χρόνος όταν έβγαινε στο μπαλκόνι τις πρωϊνές κυρίως ώρες, για να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα άκουγε τις φωνές των ανθρώπων που από χαμηλά έρχονταν στα γέρικα αυτιά του σαν τιτίβισμα πουλιών να αναφωνίζουν μεταξύ τους……
-Ας μας πάει καλά κι αυτός χρόνος….. μακάρι να είναι η σοδιά μας καρπερή κι αυτό το χρόνο…
Τότε ο Γερο Χρόνος ένιωθε κι αυτός ότι οι ώρες του περνούσαν ευτυχισμένες για τους ανθρώπους του μικρού χωριού ….και γενικότερα όλου του πλανήτη…. Τα τέσσερα παιδιά του που είχε αποκτήσει από τη Φύση βρίσκονταν την περίοδο αυτή σε ηλικία παιδικής ανεμελιάς και τρέλας. Ο Χειμώνας… Το Φθινόπωρο και το Καλοκαίρι…. Είχαν όμως και μια μοναχοκόρη… την Άνοιξη που η μητέρα Φύση την αγαπούσε ιδιαίτερα σε σχέση μα τα άλλα της παιδιά……
Η Άνοιξη ήταν ένα κορίτσι με μακριά κατάξανθα μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες…. Φορούσε ένα κάτασπρο φουστάνι που ήταν φτιαγμένο από λογής λογής λουλούδια…. Στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκέτο από ανθισμένες ανεμώνες και μαργαρίτες του δάσους … Είχε φίλους της τα χελιδόνια και όλα τα πουλιά. Πάντα από τα χείλη της δεν έλειπε το χαμόγελο, ένα χαμόγελο τόσο ζεστό που είχε τη δύναμη να λιώνει τα χιόνια…..
Το δεύτερο παιδί του Γερο Χρόνου, ο Χειμώνας διέφερε σημαντικά σαν χαρακτήρας από την αδερφή του…. Ήταν άτακτος και σκανταλιάρης και πάντα έκανε το αντίθετο από αυτό που έλεγαν οι γονείς του…. είχε μια κακιά συνήθεια μικρός…. Όπου έβρισκε λακουβίτσες με βροχόνερο σε κάποιο από τους δρόμους του παλατιού κατέβρεχε όποιο από τα αδέρφια του βρισκόταν μαζί του για να παίξουν…..
Την ίδια συμπεριφορά είχε και ο δεύτερος γιός τους το Φθινόπωρο, όπου στις σκανταλιές τα είχε βρεί με το χειμώνα….. Το χαμόγελο τους ήταν παγερό σαν το χιόνι και μια αίσθηση ανατριχίλας διαπερνούσε το κορμί εκείνου που στεκόταν να το θαυμάσει … Η μάνα Φύση πάντα στεκόταν δίπλα στα δύο και προσπαθούσε να τα επαναφέρει στο δρόμο της σύνεσης και της φρονιμάδας …..
Το μικρότερο από όλα τα παιδιά ήταν το Καλοκαίρι…. Ένα παιδάκι με κοντό μαλλί που όταν περνούσε από δίπλα σου σε διαπερνούσε μια αίσθηση γλυκιάς ζέστης…. Ο Ηλιος ήταν αχώριστος φίλος του και κάθε μέρα τον φώναζε από την κορυφή του βουνού και εκείνος κατέβαινε από το σύννεφο χαμηλά για να συναντήσει τον πιστό του φίλο…..
Έτσι πέρασαν οι Εποχές τα παιδικά τους χρόνια …Τώρα ο καθένας τους είχε μεγαλώσει αρκετά…. οι δυνάμεις του γέρο πατέρα φάνηκε να τον εγκαταλείπουν …. Ο καλός χρόνος έπεσε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι….. Οι Μοίρες που ήρθαν από μακριά για να τον δούν είπαν στη γυναίκα του τη Φύση ότι ο άνδρας της δεν θα ζήση για πολύ……
Έτσι και έγινε….. Κάποια μέρα ο Γερο Χρόνος κάλεσε τα παιδιά του για να τους μιλήσει… Όταν εκείνα πλησίασαν στο κρεβάτι του και κάθησαν δεξιά και αριστερά περίμεναν να ακούσουν τη φωνή του ξεψυχισμένου πατέρα… Το στόμα του φάνηκε να ανοίγει με δυσκολία …..
-Αγαπημένα μου παιδιά….. είπε , μετά από πολύωρη σιωπή συνέχισε….. αγαπημένα μου παιδιά νομίζω πως έφτασε η ώρα να κλείσω τα γέρικα μάτια μου, καθώς η αποστολή μυ ολοκληρώθηκε σε τούτο τον κόσμο θέλω να σας αφήσω την ευχή μου….. θέλω να ολοκληρώσει ο κάθε ένας από εσάς τη δική του αποστολή……
Αρχικά να αγαπάτε και να σταθείτε ο καθένας σας με τον τρόπο του στο πλευρό της μητέρας σας της Φύσης….. Να την αγαπάτε και να τη φροντίζετε…. πέρα όμως από αυτό απαιτώ από εσάς να μη βλάψετε ποτέ τους ανθρώπους που από τις δικές σας διαθέσεις εξαρτάτε η ευημερία τους…… Αυτά είχα να σας πώ και θέλω να ξέρω αν έχω τη συγκατάθεση όλων σας ……
-Την έχεις πατέρα ,συμφώνησαν και τα τέσσερα αδέρφια με δάκρια ……
-Αυτό ήθελα να ακούσω από εσάς τους είπε κι έκλεισε τα μάτια του….. Αμέσως κατέβηκαν από τον ουρανό οι Μέρες 365 τον αριθμό και ανέβασαν την ψυχή του στον ουρανό για να παρακολουθεί από εκεί τη ροή των πραγμάτων……
Η Φύση βυθίστηκε στο πένθος λόγω του χαμού του άνδρα της ….Οι άνθρωποι του χωριού χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς είχε συμβεί ένοιωσαν μια ανατριχίλα να διαπερνά τα κορμιά τους….. ο ουρανός σκοτείνιασε και όλοι έτρεξαν να κρυφτούν στα σπίτια τους φοβούμενοι μήπως συμβεί κάποια μεγάλη θεομηνία, ενώ ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο κάλυψε την κορυφή του βουνού….. Ήταν το σύννεφο που ανέβαζε στον ουρανό τη ψυχή του Γερο Χρόνου ………..
Η Φύση και τα παιδιά άργησαν να συνηθίσουν την απουσία του…. οι μέρες κυλούσαν σιγά σιγά και ο καθένας άρχισε να ξεπερνά το πένθος που τον βάραινε ….το Φθινόπωρο και ο Χειμώνας πήγαιναν και κάθονταν στα σκαλιά του παλατιού και σκεφτόντουσαν τα τελευταία λόγια του πατέρα τους, ενώ είχαν ορκιστεί να μην αθετήσουν την υπόσχεσή τους ……
Ο πόνος τσάκισε την εφηβική τους ψυχή και τους έκανε να ξεχάσουν τις εφηβικές τους τρέλες…. ξαφνικά εκεί που συζητούσαν εμφανίστηκε μπροστά τους η Βροχή και η Ανεμοθύελλα………
-Ε!!...Χειμώνα και Φθινόπωρο…. τι γίνετε με σας ???.....δεν μας φωνάξατε φέτος να κάνουμε παρέα… τι λέτε λοιπόν ???.....είστε έτοιμοι να αρχίσουμε τα νεανικά μας παιχνίδια??.....
Τα δυο αδέρφια παρασύρθηκαν από τις φίλες τους και ξέχασαν προς στιγμή τα λόγια του πατέρα τους…
-Ερχόμαστε …φώναξε ο Χειμώνας …Ας κατέβουμε χαμηλά στο χωριό να δείξουμε τις άγριες διαθέσεις μας στους ανθρώπους …
Έτσι κι έγινε…. Το Φθινόπωρο και ο Χειμώνας τη χρονιά εκείνη έγιναν ιδιαίτερα σκληροί…. Οι άνθρωποι δεν είχαν ξανανοιώσει ποτέ τόσο κρύο …. Οι σοδιές τους πλημύρισαν όλες…. Οι μεγάλες νεροποντές έπνιξαν τα κοπάδια τους κι όλοι παρακαλούσαν να σταματήσει αυτό…..
Ο Γερο Χρόνος καταπικραμένος από τη συμπεριφορά των παιδιών του άρχισε να κλαίει….. τα δάκρια του έπεσαν σαν χοντρές νεροψιχάλες κάτω στη γη…. η μάνα τους η Φύση άλλαξε τελείως όψη από τον καημό της……
-Χειμώνα… Φθινόπωρο ξεφώνισε από την κορυφή του βουνού…. Σταματήστε την οργή σας….. Δεν βλέπετε το κακό που προξενείτε στους ανθρώπους???...... όμως οι φωνές δεν βρήκαν απήχηση καθώς τα δύο αγόρια συνέχιζαν με μανία…… Τότε στην πόρτα του παλατιού φάνηκε χαμογελαστή η όμορφη Ανοιξη κρατώντας στο ασπριδερό της χέρι το Καλοκαίρι που τώρα πιά είχε γίνει ένα σωστό και συνετό παλικάρι …….
-Ησύχασε μάνα είπε…… Τώρα ήρθε η σειρά μου ….. ένας ολόλαμπρος ήλιος βγήκε χαμογελαστός και σταμάτησε την Ανεμοθύελλα και τη Βροχή…. ο Χειμώνας και το Φθινόπωρο έπαψαν το παιχνίδι τους καταντροπιασμένοι και γύρισαν στο πατρικό τους ηττημένοι από το πείσμα και την οργή τους…. Η Άνοιξη άνοιξε τις χούφτες της και ξεπετάχτηκαν από εκεί χιλιάδες πουλιά και λουλούδια που απλώθηκαν πάνω στην ανθισμένη γη…… τα χιόνια και οι βροχές εξαφανίστηκαν και οι σοδειές των κατοίκων άνθισαν ξανά……. Οι άνθρωποι βγήκαν ευτυχισμένοι στη φύση και τραγουδώντας έπλεκαν στεφανάκια από λουλούδια που μοσχομύριζαν…….
Σιγά σιγά ήρθε το Καλοκαίρι…. Η θάλασσα γαλήνεψε και όλοι ξεχύθηκαν στα καταγάλανα νερά….. ο φίλος του Καλοκαιριού, ο Ήλιος χάρισε την ζεστασιά του στους ανθρώπους … τα χαμόγελα άνθισαν και πάλι στα χείλια τους και μια αίσθηση νιότης διαπερνούσε την όψη τους….. Η Φύση αισθάνθηκε χαρούμενη που τα άλλα δύο της παιδιά εκπλήρωσαν την επιθυμία του πατέρα τους…….
Μια μέρα , εντελώς ξαφνικά ο υρανός συννέφιασε και χοντρές νεροψιχάλες άρχισαν να πέφτουν με δύναμη στη γη……. Οι άνθρωποι σάστισαν….
-Τι βροχή και αυτή κατακαλόκαιρο??......
Ξαφνικά ένας θόρυβος ακούστηκε από την κορυφή του βουνού…. Η μεγάλη καλοκαιρινή νεροποντή που απλώθηκε πάνω στη θερμή γή ήρθε να ξεκαθαρίσει κάτι παλιές διαφορές που είχε παρασέρνοντας με τα νερά της το Χειμώνα και το Φθινόπωρο που σεργιάνιζαν την στιγμή εκείνη έξω από το παλάτι…… Το κρύο στην κορυφή του βουνού ήταν τόσο τσουχτερό που κανένας από τους ανθρώπους δεν μπορούσε να σώσει τα δύο αδέρφια που πάλευαν με το ορμητικό νερό…… μόνο η μητέρα φύση έτρεξε κοντά τους απελευθερώνοντας τα παιδιά της……………
Από το βιβλίο : Ο ΚΡΥΦΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ
Εκδ: ΚΑΤΣΙΜΙΓΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου