Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε
μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η
εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα
εξηγηθούν,
χωρίς λόγια η και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος,
ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια
αναποδογυρισμένα,
η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι
πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε,
με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα
έγινε
εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα
ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς
ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα
παιδικό —
μη μ' αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να
υπερασπίσω τον κόσμο
ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα
πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο
επίλογο ενός μυστηρίου.
Τάσος Λειβαδίτης, Ο επίλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου