Ήταν 10 Δεκεμβρίου του 1979, όταν o Οδυσσέας Ελύτης παρέλαβε το Νομπέλ Λογοτεχνίας από τα χέρια του Σουηδού βασιλιά Κάρολου Γουστάβου. Και μ' εκείνη την καθιερωμένη, από το πρωτόκολλο, ελαφρά υπόκλιση ευγενείας, «ο ποιητής του Αιγαίου» ύψωνε την Ελλάδα στους γαλαξίες του λόγου.
Σήμερα, τριάντα ένα χρόνια μετά, το όνομα «Ελύτης» αντιφεγγίζει στη γη της παγκόσμιας ποίησης. Δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατό του, (18 Μαρτίου του 1996, από ανακοπή καρδιάς) ο ποιητής είναι εδώ. Τραγουδιέται. Διαβάζεται. Μελετάται. Το όνομά του διαπέρασε τον χρόνο: «Έχει κι θάνατος τη δικιά του Ερυθρά Θάλασσα» .
Ο κατά κόσμον Οδυσσέας Αλεπουδέλης, του Παναγιώτη και της Μαρίας Βρανά, με πατρική καταγωγή από την Παναγιούδα Λέσβου, γεννηθείς στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης, το τελευταίο παιδί από τα έξι της οικογένειας, ο γιος που αρνήθηκε να συνεχίσει το πατρικό εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας, πήρε δικό του όνομα για να πορευτεί στον δρόμο της ποίησης.
Το «Ελύτης», γράφει ο μελετητής του Μάριο Βίτι, αποτελεί συνδυασμό της συλλαβής που προέρχεται από τις λέξεις «Ελλάδα», «Ελευθερία», «Ελένη» και της γενικής τοπωνυμικής κατάληξης των ονομάτων, όπως «Πολίτης». Είναι ένας ιαμβικός τρισύλλαβος, με ένα υγρό «λ» και γοητευτικό μουσικό τονισμό.
«Το πραγματικό μου όνομα κουβαλούσε το βάρος μιας μικρής εμπορικής και βιομηχανικής φήμης που για όσους το έφεραν με υπερηφάνεια -και ήταν όλοι τους άνθρωποι που μόνη τους φιλοδοξία ήτανε το κέρδος - θα ήταν μεγάλη δυστυχία να το δούνε να ταυτίζεται με την υπόσταση ενός ποιητικού έργου παράξενου και ριψοκίνδυνου» εξηγεί στα κατοπινά χρόνια της καταξίωσής του ο ποιητής. Και συνεχίζει:
«Πήρα ψευδώνυμο γιατί θα ήταν ντροπή να φτιάξω ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο μου το πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω ύστερα με ένα όνομα συνυφασμένο με ό, τι ατομικά εγώ μισώ, δηλαδή το… πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». (Συνέντευξη για την οικογένεια Αλεπουδέλη, ψηφιοθήκη Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης).
Ο Ελύτης δεν αρνήθηκε μόνο το κέρδος «κατ' όνομα». Στα εφηβικά του χρόνια αρνήθηκε την υποδούλωση της πόλης των Αθηνών, όπου μετακόμισε η οικογένεια από το Ηράκλειο, γυρίζοντας όλα τα γύρω από την Αττική βουνά. Αρνήθηκε να παραδοθεί σε μια νευρασθένεια που ήθελε να τον καθηλώσει. Αρνήθηκε την παραδοσιακή ποίηση με τα γλυκερά ομοιοκατάληκτα, φλερτάροντας με τον ανατρεπτικό υπερρεαλισμό-αλλά χωρίς να του δοθεί ολοκληρωτικά. Αρνήθηκε να αξιοποιήσει επαγγελματικά τα φροντιστήρια Χημείας. Αρνήθηκε να ακολουθήσει την καριέρα του δικηγόρου, παρότι γράφτηκε στη Νομική Αθηνών. Αρνήθηκε τα μετόπισθεν του Πολέμου, πολεμώντας στη ζώνη πυρός ως ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό Μέτωπο. Αρνήθηκε να υποταχθεί σε ένα κοσμοπολίτικο ευρωπαϊσμό, αν και ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, γνωρίζοντας στα καφέ του Παρισιού τους Γάλλους υπερρεαλιστές.
Η δόξα, που ήρθε το 1964 με τη μελοποίηση του «Άξιον Εστί» από τον Μίκη Θεοδωράκη και η υποδοχή που είχαν τα προηγούμενα έργα του «Προσανατολισμοί» , «Ήλιος ο Πρώτος», «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», «Η καλοσύνη στις λυκοποριές» , δεν τον άλλαξαν. Στην επτάχρονη χούντα απέφυγε, πάντως, να προχωρήσει σε δήλωση κατά της δικτατορίας αρκούμενος στην κυκλοφορία δυνατών, πράγματι, έργων συμβολισμού όπως : «Ήλιος ο ηλιάτορας», «Το φωτόδεντρο», αλλά και «Τα ρω του έρωτα», που είναι αλληγορικά και ριμαδόρικα τραγούδια με παιχνιδίσματα του στιλ «Θαύμασα τον Παρθανώνα/ και σε κάθε του κολόνα / βρήκα τον χρυσό κανόνα/ Όμως σήμερα το λέω/ βρίσκω το καλό κι ωραίο/ σε μία σπόρ Alfa Romeo»…
Η μεταπολίτευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τού ανέθεσε την προεδρία του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, στην οποία έμεινε για λίγους μήνες. Δεν δέχθηκε να γίνει βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Δεν αποδέχθηκε να αναγορευθεί ακαδημαϊκός. Συνέχισε την ποιητική γραφή μέχρι το τέλος της ζωής του, με κυριότερα δημιουργήματα «Τα ετεροθαλή», «Η Μαρία Νεφέλη», «Τρία ποιήματα σε σημαία ευκαιρίας», «Το μονόγραμμα», «Ο Μικρός ναυτίλος».
Τιμήθηκε και βραβεύτηκε από πολλούς φορείς και Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του κόσμου. Ταξίδεψε σε Ευρώπη και Αμερική τιμώμενος για το έργο του με το οποίο ανανέωσε την ποίηση. Ως το τέλος του ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Σκουφά. Ο κομψός του λόγου, ο μεγάλος λυρικός και μεγάλος δραματικός. Ο μετατροπέας του στοχασμού σε γλώσσα συγκίνησης. Ο αλχημιστής του ηθικού και του φυσικού στοιχείου. Ο αρχαϊκός αλλά και ο μοντερνιστής. Ο μυθοπλάστης και ο ιστορικός. Ο μάστορας της μεταφοράς και της παρομοίωσης.
«Ένα διαμάντι μέσα στη Δικαιοσύνη του Ήλιου»… «Το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη»… «Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα»… «Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια. Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη»… «Έραβες φιόγκος προσμονής»… «Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια»… «Χρειάζονται αλήθειες , ακόμη και για να πεις ψέματα»… «Μες τους πολλούς γάμους των αρωμάτων οι αιμομιξίες πολλές». Και μετά από αυτό το ελάχιστο απάνθισμα, αναρωτιέσαι αν υπάρχουν περιθώρια για τα νέα ποιήματά μας…
Μ 'ΑΚΟΥΣ?...ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ....
ΑπάντησηΔιαγραφή