Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

~ * ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ * ~











Το χάραμα επήρα,
Του Ηλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα,
Τη δίκαιη στον ώμο,
Κι από όπου χαράζει,
Ως όπου βυθά.


Παράμερα στέκει,
Ο άντρας και κλαίει,
Αργά το τουφέκι,
Σηκώνει και λέει:
O εχθρός μου το ξέρει,
Πως μου είσαι βαρύ......



Προβαίνει και κράζει,
Τα έθνη σκιασμένα,
Κι η μέρα προβαίνει,
Τα νέφια συντρίβει,
Να, η νύχτα που βγαίνει,
Κι αστέρια δεν κρύβει..........











Σάλπιγγα, κόψ' του τραγουδιου τα μάγια με η βία,
γυναικός , γέροντος, παιδιού, μην κόψουν την αντρεία.


Χαμένη, αλίμονο! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει,
αλλά ως που φτάνει στον εχθρό και κάθε ηχώ ξυπνάει,
γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται,
και με χαρούμενη φωνή στο στήθος το χορτάτο,
το αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,
βαρώντας γύρου ολόγυρα και πέρα.


Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα,
τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πετούμεν ' άστρο
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.................










Εκεί ' ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατα μου,
με τ' άρματα όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου,
φωνή είπε : -Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος,
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος,
Παλικαρά και μορφονιέ, γειά σου ,Καλέ χαρά σου!
Άκου! νησιά ,στεριές της γής, έμαθαν το ονομά σου.-
τούτος αχ! που ' ναι ο δοξαστός κι η θεϊκιά θωριά του ?
η αγκάλη μ' έτρεμε ανοιχτή κατά τα γονατα του .
Έριξε κάτω τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου,
η κορασιά τρεμάμενη...........
Χαρά της έσβησε η φωνή που' ν'τώρα αποσβησμένη,
άμε χρυσό μου όνειρο, και συ σαβανωμένη,
εδώ 'ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
πρίν όλοι χάσουν τη ζωή κι εγ' όλη την πνοή μου.............











Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει,
στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ' οι στοχασμοί τους,
τους΄λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους,
αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν,
γλυκιά κι ελεύθερη η ψυχή σαν να 'τανε βγαλμένη,
κι ύψωσαν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη......................

















Έρμα είν' τα μάτια που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα,
τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
κι οσ' άνθια θρέφει και καρπούς τόσ 'άρματα σε κλειούνε.
Φεύγω τ' αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο,
τ' ονείρου μάταια πεθυμιά, κι όνειρο αυτή είν' η ίδια,
εγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
μου' πε με θείο χαμόγελο, βρεγμένο με ένα δάκρυ,
κόψτο νερό στη μάνα του και πιές απ' το περβόλι..............



ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ






























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου