ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ο ουρανός και η γη δεν είχαν αποχωριστεί. Ύστερα, μέσα από τον ωκεανό του χάους,ξεφύτρωσε ένα καλάμι κι αυτό ήταν ο αιώνιος χωροδεσπότης, ο Κουνιτοκοτάτσι.Ύστερα ήρθε η θηλυκή θεότητα, η Ιζανάμι, και η αρσενική, ο Ιζανάγκι. Στάθηκαν πάνω στην πλωτή γέφυρα του ουρανού και
άρχισαν να αναδεύουν τον ωκεανό με ένα καμάκι στολισμένο με πετράδια, μέχρι που αυτός έπηξε και δημιουργήθηκε το πρώτο νησί, το Ονοκόρο. Στο νησί αυτό έχτισαν ένα σπίτι με ένα κεντρικό πέτρινο στύλο που είναι η ραχοκοκαλιά του κόσμου.
Η Ιζανάμι Βάδισε από τη μια κατεύθυνση γύρω από το στύλο και ο Ιζανάγκι
από την άλλη. Όταν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, παντρεύτηκαν.Το πρώτο τους παιδί, που το ονόμασαν Χιρούκο, ήταν πολύ φιλάσθενο κι έτσι, όταν έγινε τριών χρόνων, το έβαλαν σε ένα καλαμένιο βαρκάκι και το έστειλαν στη θάλασσα· αυτός έγινε ο Εμπίσου, ο θεός των ψαράδων.Ύστερα η Ιζανάμι γέννησε τα οχτώ νησιά της Ιαπωνίας. Και τελικά άρχισε να γεννά τους θεούς που θα διαμόρφωναν και θα κυβερνούσαν τονκόσμο: τους θεούς της θάλασσας, τους θεούς της στεριάς, τους θεούς τηςβροχής. Αλλά όταν γέννησε το θεό της φωτιάς, κάηκε τόσο άσχημα πουπέθανε.Ο Ιζανάγκι οργίστηκε τόσο πολύ με το θεό της φωτιάς που τον έκοψε σετρία κομμάτια. Ύστερα άρχισε να αναζητά την Ιζανάμι. Πρώτα κατέβηκε στη Χώρα του Σκότους γυρεύοντας την. «Έλα, αγαπημένη μου», της φώναζε. «Οι χώρες που φτιάχνουμε δεν τέλειωσαν ακόμη!»Εκείνη ήρθε κοντά του και του είπε
«Άργησες πολύ. Έχω κιόλαςδοκιμάσει την τροφή αυτής της χώρας. Θέλω όμως να γυρίσω.Περίμενε εδώ, κι εγώ θα ζητήσω άδεια από τα πνεύματατου κάτω κόσμου. Αλλά μη δοκιμάσεις να με κοιτάξεις».Όμως ο Ιζανάγκι βαρέθηκε να περιμένει, κι έτσι έκοψε ένα δόντι από το χτενάκι που είχε στα μαλλιά του και,χρησιμοποιώντας το για πυρσό, την ακολούθησε. Όταν τη βρήκε, είδε πως εκείνη είχε αρχίσει να σαπίζει και τοσώμα της είχε γεμίσει σκουλήκια. Η Ιζανάμι γεννούσε τους οχτώ θεούς του κεραυνού.Ο Ιζανάγκι μαζεύτηκε τρομαγμένος. «Ντροπή σου!» του φώναξε η Ιζανάμι και πρόσταξε τα σιχαμερά πνεύματα του κάτω κόσμου να τον σφάξουν Τα πνεύματα καταδίωξαν τον Ιζανάγκι,αλλά αυτός κατάφερε να ξεφύγει. Πέταξε
κάτω το κάλυμμα του κεφαλιου του, κι αυτό μεταμορφώθηκε σε κλήμα, και τα
πνεύματα κοντοστάθηκαν για να φάνε τασταφύλια. Μετά πέταξε το χτενάκι του, που μεταμορφώθηκε σε βλαστάρια μπαμπού· και πάλι τα πνεύματα κοντοστάθηκαν για να φάνε.Μέχρι να φτάσει ο Ιζανάγκι στο πέρασμα από στη χώρα των νεκρών στη χώρα των ζωντανών, η Ιζανάμι τον είχε σχεδόν προλάβει. Όμως ο Ιζανάγκι την είδε να ζυγώνει κι ευθύς έφραξε το πέρασμα με έναν ογκόλιθο, που ήθελε χίλιους άντρες για να τον μετακινήσουν. Έτσ ιδημιούργησε ένα μόνιμο φράγμα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Καθώςστεκόταν από την άλλη μεριά του ογκόλιθου, η Ιζανάμι φώναξε: «Κάθε μέραθα σκοτώνω χίλιους ανθρώπους και θα τους φέρνω σ' αυτή τη χώρα!»Και ο Ιζανάγκι της απάντησε: «Κάθε μέρα θα φροντίζω να γεννιούνται χίλια πεντακόσια μωρά».Ύστερα ο Ιζανάγκι άφησε την Ιζανάμι να κυβερνήσει στη Χώρατου Σκότους κι επέστρεψε στη χώρα των ζωντανών.Ο Ιζανάγκι έφτασε σε ένα δασάκι με πορτοκαλιές, σε μια πεδιάδα γεμάτη τριφύλλια. Εκεί πλύθηκε σε ένα ρυάκι με γάργαρο νερό και,καθώς ξέπλενε τις ακαθαρσίες του κάτω κόσμου από το πρόσωπο του,γεννήθηκαν και άλλοι θεοί. Σκούπισε το αριστερό του μάτι και δημιούργησετην Αματεράσου, τη θεά του ήλιου. Σκούπισε το δεξί του μάτι καιδημιούργησε τον Τσούκι-γιόμι, το θεό του φεγγαριού. Σκούπισε τη μύτη του και δημιούργησε τον Σουσανόβο (Σουσανόουο), το θεό της καταιγίδας
άρχισαν να αναδεύουν τον ωκεανό με ένα καμάκι στολισμένο με πετράδια, μέχρι που αυτός έπηξε και δημιουργήθηκε το πρώτο νησί, το Ονοκόρο. Στο νησί αυτό έχτισαν ένα σπίτι με ένα κεντρικό πέτρινο στύλο που είναι η ραχοκοκαλιά του κόσμου.
Η Ιζανάμι Βάδισε από τη μια κατεύθυνση γύρω από το στύλο και ο Ιζανάγκι
από την άλλη. Όταν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, παντρεύτηκαν.Το πρώτο τους παιδί, που το ονόμασαν Χιρούκο, ήταν πολύ φιλάσθενο κι έτσι, όταν έγινε τριών χρόνων, το έβαλαν σε ένα καλαμένιο βαρκάκι και το έστειλαν στη θάλασσα· αυτός έγινε ο Εμπίσου, ο θεός των ψαράδων.Ύστερα η Ιζανάμι γέννησε τα οχτώ νησιά της Ιαπωνίας. Και τελικά άρχισε να γεννά τους θεούς που θα διαμόρφωναν και θα κυβερνούσαν τονκόσμο: τους θεούς της θάλασσας, τους θεούς της στεριάς, τους θεούς τηςβροχής. Αλλά όταν γέννησε το θεό της φωτιάς, κάηκε τόσο άσχημα πουπέθανε.Ο Ιζανάγκι οργίστηκε τόσο πολύ με το θεό της φωτιάς που τον έκοψε σετρία κομμάτια. Ύστερα άρχισε να αναζητά την Ιζανάμι. Πρώτα κατέβηκε στη Χώρα του Σκότους γυρεύοντας την. «Έλα, αγαπημένη μου», της φώναζε. «Οι χώρες που φτιάχνουμε δεν τέλειωσαν ακόμη!»Εκείνη ήρθε κοντά του και του είπε
«Άργησες πολύ. Έχω κιόλαςδοκιμάσει την τροφή αυτής της χώρας. Θέλω όμως να γυρίσω.Περίμενε εδώ, κι εγώ θα ζητήσω άδεια από τα πνεύματατου κάτω κόσμου. Αλλά μη δοκιμάσεις να με κοιτάξεις».Όμως ο Ιζανάγκι βαρέθηκε να περιμένει, κι έτσι έκοψε ένα δόντι από το χτενάκι που είχε στα μαλλιά του και,χρησιμοποιώντας το για πυρσό, την ακολούθησε. Όταν τη βρήκε, είδε πως εκείνη είχε αρχίσει να σαπίζει και τοσώμα της είχε γεμίσει σκουλήκια. Η Ιζανάμι γεννούσε τους οχτώ θεούς του κεραυνού.Ο Ιζανάγκι μαζεύτηκε τρομαγμένος. «Ντροπή σου!» του φώναξε η Ιζανάμι και πρόσταξε τα σιχαμερά πνεύματα του κάτω κόσμου να τον σφάξουν Τα πνεύματα καταδίωξαν τον Ιζανάγκι,αλλά αυτός κατάφερε να ξεφύγει. Πέταξε
κάτω το κάλυμμα του κεφαλιου του, κι αυτό μεταμορφώθηκε σε κλήμα, και τα
πνεύματα κοντοστάθηκαν για να φάνε τασταφύλια. Μετά πέταξε το χτενάκι του, που μεταμορφώθηκε σε βλαστάρια μπαμπού· και πάλι τα πνεύματα κοντοστάθηκαν για να φάνε.Μέχρι να φτάσει ο Ιζανάγκι στο πέρασμα από στη χώρα των νεκρών στη χώρα των ζωντανών, η Ιζανάμι τον είχε σχεδόν προλάβει. Όμως ο Ιζανάγκι την είδε να ζυγώνει κι ευθύς έφραξε το πέρασμα με έναν ογκόλιθο, που ήθελε χίλιους άντρες για να τον μετακινήσουν. Έτσ ιδημιούργησε ένα μόνιμο φράγμα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Καθώςστεκόταν από την άλλη μεριά του ογκόλιθου, η Ιζανάμι φώναξε: «Κάθε μέραθα σκοτώνω χίλιους ανθρώπους και θα τους φέρνω σ' αυτή τη χώρα!»Και ο Ιζανάγκι της απάντησε: «Κάθε μέρα θα φροντίζω να γεννιούνται χίλια πεντακόσια μωρά».Ύστερα ο Ιζανάγκι άφησε την Ιζανάμι να κυβερνήσει στη Χώρατου Σκότους κι επέστρεψε στη χώρα των ζωντανών.Ο Ιζανάγκι έφτασε σε ένα δασάκι με πορτοκαλιές, σε μια πεδιάδα γεμάτη τριφύλλια. Εκεί πλύθηκε σε ένα ρυάκι με γάργαρο νερό και,καθώς ξέπλενε τις ακαθαρσίες του κάτω κόσμου από το πρόσωπο του,γεννήθηκαν και άλλοι θεοί. Σκούπισε το αριστερό του μάτι και δημιούργησετην Αματεράσου, τη θεά του ήλιου. Σκούπισε το δεξί του μάτι καιδημιούργησε τον Τσούκι-γιόμι, το θεό του φεγγαριού. Σκούπισε τη μύτη του και δημιούργησε τον Σουσανόβο (Σουσανόουο), το θεό της καταιγίδας
http://www.scribd.com/doc/25301432/Neil-Philip-Mythoi-Apo-Olo-Ton-Kosmo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου