Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

~ * ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ * ~








.......Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος κ' ελπίζει να κερδέση,
κείνο το πράγμα π ΄αγαπά κι όπου πολλά τ' αρέσει,
ο νούς παραλαφρώνεται, η ελπίδα του πληθαίνει
κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη,
σαν το μετρήση μια και δυό και βρίσκει πως το μοιάζει,
ξετρέχει το με προθυμιά κι όσο μπορεί σπουδάζει,
και σύ με ποιό λογαριασμόν έχεις σε τούτο ελπίδα???......






Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
μα το μικρό με τον καιρό εγίνικεν μεγάλο,
ελόγιασα να τη θωρώ κι ως τη θωριά να σώνω
κι μετά κείνη να περνώ και να μην δε ξαπλώνω
κι αγάλια - αγάλια η πεθυμιά το πελελό μου αμμάτι
κ' ήρχιζε κ ' εστρατάριζε κ ΄εσιγοπορπατάει.
Το σιγανό με τον καιρόπροθυμερόν εγίνη
κ ' ήβαν ο Ερωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
Κι ώσαν απο μικρό αυγό πουλί μικρόν εβγαίνει,
τρεμουλιασμένο κι άφαντο και με καιρό πληθαίνει,
κάνει κορμί , φτερά και δύναμη και μεγαλότη κάνει,
το ίδιο εγίνη και εις εμέ στην απραγή μου νιότη...
αρχή μικρή κι αψήφιστηήτον απο την πρώτη,
μα εδά 'χει τόση δύναμη κ' ετσι μεγάλη εγίνη,
όπου μου πήρε την εξά και δίχως νου με αφήνει........






...........Φίλε , εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο
γλήγορα να με γιάνουσι στον λογισμό ετούτο.
σαν τραγουδίσω και να πιώ τον πόνο που με κρίνει,
μου φαίνεται πως είν ' νερό και τη φωτία μου σβήνει........






.........Μια αφέντρα, τέκνο τέτοιου ρηγός και μια κερά μεγάλη
πως το ' παθε τέτοιο λογισμόν αψήφιστον να βάλη
που μόνο να το θυμηθώ, να το καλόλογιάσω,
νεκρώνουνται τα μέλη μου κι όλη σιγοτρομάσσω!
Μετέστρεψε το λογισμόν, το νού σου μην παιδεύγεις
και τέτοια πράγματα άφαντα κι άμοιαστα μη γυρεύγης.
Κι αν είχες δει τον Ερωτα σα ρήγας να προβάλη
και να ' χε πει πως σ ' αγαπά εσένα πλιά παρ ' άλλη,
ετύχαινε να αντισταθής καλλιά να πας στον Άδη,
παρά να κάμης τσι τιμής βλάψιμο κι ασκημάδι.
Κ ' εσύ για κτύπο λαγουτιού , για τραγουδιού γλυκότη
εμπέρδευσες κι εσκλάβωσες την ομορφήν σου νιότη,
δίχως να δείς ποιός τραγουδει και δίχως να ηξεύρης
ποιός είναι ,ποιός τον ήπεψε, να θέλης να τον έβρης
κ ' ετοιας λογής να σκλαβωθείς και να τον αγαπήσης
και να ψυγομαραίνεσαι ώστε να του γροικήσης!......









.......Γροικήσατε του Ερωτα ,θαμάσματα που κάνει:
εισέ θανάτους εκατό,όσοι αγαπούν ,τους βάνει
πληθαίνει τως την όρεξη και δύναμη τους δίδει,
μαθαίνει τσι να πολεμού τη ωύκτα ,στο σκοτάδι.
Κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο ερωτιάρη,
κάνει και τον ανήμπορον άντρα και παλικάρι,
το φοβητσιάρη άφοβο,πρόθυμο τον οκνιάρη,
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη,
η αγάπη το Ρωτόκριτο κάνει να πολεμήση,
με δέκα κι ως το ύστερον ελπίζει να νικήση.
  Σιμώνουν όλοι τακτικά και χαιρετούν τσι δυό τως
λέγωντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπό τως
κι ας συνοδέψουν όλοι τως κ 'έτσι συντροφιασμένοι,
να πάσιν εις του βασιλιού όπου τους αναμένει,
να τραγουδίσουν του ρηγός , τσι χάρες τως να δείξουν
μην πορπατούσι μοναχοί, με συντροφιές να πάνε..........






.......Τις να τα πήρεν απο κεί και τίνος να τα πήγαν ,
λέγει,δεν ήσανε πουλιά τα γράμματα κι εφύγαν
κι ούδ ' είναι μπορετό κ' επά κλέφτης να μπήκε μέσα,
γιατί γυρέψειν ήθελε ασήμι γη τορνέσα
γη κι άλλο τίβοτσι ακριβό, μα τα γραμμένα εκείνα
οι κλέφτες αν τα θέλει βρεί , στον τόπον τως τ ' αφήνα............






.........Δίδει κι ο μαύρος κοπανιά με το βαρύ κοντάρι  ,
τ 'άλογο ρίχνει ανάσκελα μ'όλο τον καβαλάρη,
κι ωσάν απο ψηλό βουνό χοντρό χαράκι πέση
και δώση με τον βροντισμόν εις του γιαλού τη μέση,
ανακαταση τα νερά και κάμη αφρούς κυμάτω,
γένη μεγάλη ταραχή στης θάλασσας τον πάτο,
έτοιας λογής εβρόντηξε στην πεσματιάν εκείνη
κι έτσι μεγάλη ταραχή την ώρα εκείνη εγίνη,
κτυπά και ο βροντισμός έβγαινε των αρμάτω
κ ' έτσινα κ 'εταράσουντο στ 'αλόγον αποκάτω.
Ετρόμαξεν όλος ο λαός έτοιο θεριό να δούσι
να πέσει μ'ολο τ'άλογο, για θάμα το κρατούσι,
κτυπούσι τσι παλάμες τως, για θάμασμα το λέσι,
εγούγια του σ' έτοιες δουλειές όποιος κι αν κακοπέση!......
......Πολλή έγνοιαν έχει ο Ρώκριτος, μες την καρδιά τον πιάνει
φοβώντας μην του πάρουσιν οι άλλοι το στεφάνι.........







..........Πλιό σου μην το πείς και μην το δευτερόσεις,
και μη ζητήξεις , μη βαλθής στο χέρι μου ν ' απλώσεις,
σε χέρι γη σε μάγουλοποτέ δεν θές μου γγίξει,
ώστε να φέρουν οι καιροί γλυκύς καιρός να ανοίξη,
να το θελήσει η Μοίρα μου κι ο κύρης μου ορίση,
αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς , ο κόσμος κι ας βουλήση.
Σώνει σε ετούτο μοναχάς, λέγω σου , να κατέχεις,.....
Εσύ θέ να' σαι άντρας μου κι έγνοια καμιά μην έχης
κι ο κόσμος αν ξαναγενή , άλλο δεν κάνω ταίρι,
μόνον εσέ Ρωτόκριτε , κι αφς το για δα το χέρι.........






.....Έτοιας λογής η πεθυμιά κι ο πόθος τους πειράζει,
που τ 'άσπρο μαύρο λέσινε, το δροσερό πως βράζει,
δε γνώθουσι τη διαφοράν ,όπου ΄ναι πλιά παρ' άλλη,
απο ένα δουλευτή μικρό σε μια κερά μεγάλη,
μα λογαριάζουν προξενιά του αφέντη να μηνύσουν ,
να πα να ξάψουν τη φωτιά που πάσκουσι να σβήσουν.
Η Αρετούσα τον κινά κι ο Ρωτόκριτος το πιάνει,
και του κυρού του να του το πή στο λογισμό του βάνει.......






.......Ήστεκε και αφουγκράζετο ο γιος του ο πληγωμένος,
δεν ήξευρε γη ζωντανός ήτο γη αποθαμένος.
Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,
τα μάτια του εσκοτείνιασε κ' εις την καρδιά του σώνει,
ήτρεμεν όλο το κορμί και η δύναμη του εχάθη,
τα μάτια δεν εβλέπασι, το στόμα εβουβάθει.
Ποτέ του δεν το λόγιζεν έτοια φωνή να ακούση,
ούδε μαντάτα έτσι πικρά να ΄ρθουνε να του πούσι.
Αντρειευγετο όσο το μπορεί ογιά τον κακομοίρη
τον γέρο τον ανύμπορο , τον πικραμένο κύρη,
κι αρχίζει να παρηγορεί με σπλάχνος το γονή του,
για τότες δεν εγύρευγε την παίδα τη δική του...
Λέγει του ...
Κύρη , μη δειλάς ,μην τρέμεις , μη φοβάσαι,
κι ότι κι άν σου 'πε ο βασιλιός μη στέκεις κι αφουγκράσαι..........







Το 'κουσεν ίντα απόφασητου Πεζόστρατου εδώθη,
μεγάλο πράμαν ήτονε το πως δεν ελιγώθη,.
Απιλογιά απ'το στόμα της ουδέ μιλιά δεν βγαίνει,
με'δειχνε πως η εντροπή την κάνει και σωπαίνει,
και μη μπορώντας να γροικά κ'επλάνταν η καρδιά τση,
βρίσκει αφορμήν κι εμίσεψε,πάγει στην καμαρά τση.
Αγκουσεσμένη ευρίσκουντο πολλά την ώρα εκείνη,
παρηγοριάν΄ενίμενενα βρεί απο τη Φροσύνη,
σκύφτει,περιλαμπάνει τη κ 'εσταθηκε ομπρός τση
και με τα δάκρυα τα συχνιά , βρέχει το πρόσωπό τση
κ'εκεί όπου κατεβαίνουσιν ήτο του ήλιου η ακτίνα,
μαργαριτάρια εφαίνουνταν όλα τα δάκρυα εκείνα.
Βουλή τήνε παρακαλά γρήγορα να της δώσει,
μην την αφήσει να χαθεί κι άδικα να τελειώσει............






Ετούτον είναι φυσικό κι όπου αγαπά φοβάτε,
γιατί 'δαμε πολλές φορές κι ο πόθος λυσμονάται.
Κει που'ναι αγάπη εγκαρδιακή ,είς όποιον κι άνε λάχη,
πάντα φοβάται και δειλιά ,να μην του φέρει μάχη.
Εβράδιασεν , ενύχτωσε,λιγοψυχα η καρδιά τως
στο παραθύρι να βρεθού ,να πουν τα βασανά τως.
Ήφταξε το μεσόνυχτο, η ώρα που ανιμαίνα,
στον τόπο ευρέθηκασι που κάθε νύχτα επηαίνα.






Ηκουσας τα μαντάτα,
που ο κύρης σου μ΄εξόρισε στης ξενιτιας τη στράτα.
Κι εφάνη του κ ΄εσφάγικεν όγι΄αφορμήν δική σου,
σαν άκουσε την προξενιά που μου΄πες να του μιλήσου,
κ΄ετοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του εφάνη,
κι ο κύρης μου απ ΄την πίκρα του γυρεύει να αποθάνη.
Τέσσερις μέρες μοναχάς μού΄δωκε ν ΄ανιμένω,
κι απο κεί να ξενιτευτώ ,πολλά μακρυάπηγαίνω,
και πως να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο?
Εσίμωσε το τέλος μου, μαθής το θες, κερά μου,
στα ξένα πως μ΄εθάψασι κ΄εκεί ΄ν ΄τα κοκκαλά μου.
.............................................
Μια χάρη , αφέντρα μου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά εκείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω,
την ώρα που αρραβωνιαστής , να βαριαναστενάξης
κι όντε σα νύφη στολιστής , σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν ΄αναδακρυώσης και να πεις, "Ρωτόκριτε καημένε
τα σου ταξα ελησμόνησα, το ΄θελες πλιό δεν εναι."
...............
Θυμήσου πως με πλήγωσες κι έχω θανάτου πόνο
κι ούδε να απλώσω μ΄άφηκες σκιάς στο δακτύλι μόνο.






Τα λόγια σου Ρωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσα
κι ουδ' όλπιζα τ ' αυτια μου ό,τι σ' ακούσα.
Ίντα 'ναι τούτα τα μιλείς κι ο νούς σου πως τα βάνει,
που τα ' βρε αυτάνα η γλώσσα σου όπου μ΄αναθιβάνει?
Και πως μπορεί τούτη η καρδιά που με χαρά μεγάλη
στη μέση της εφύτεψε τα νοστιμά σου κάλλη
και θρέφει σε καθημερινό, στα σωθηκά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τση κι ανθείς και μεγαλώνεις
κι ώς σε 'βαλε, σσ' εκλείδωσε, δεν θέλει πλιό να 'νοίξη,
και το κλειδίν ετσάκισεν άλλης να μη σε δείξη,
και πως μπορεί άλλο δέντρον , άλλοι βλαστοί κι άλλα άνθη
μέσα της πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί εχάθη?...........






.........."Ουρανέ ρίξε φωτιά, ο κόσμος ν 'αναλάβη
κι όλοι ας λάβου κι όλοι ας καγού κ' Αρετή μη λάβη,
στην άδικην απόφαση ,που εδώθει εις εμένα,
ν' απαρνηθώ τον τόπο μου , να πορπατώ στα ξένα.
Άστρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε , σημάδι δείξε,
και σ' έτιου αφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε
κι όλοι οι πλανήτες τ΄ουρανού , την όρεξη ας κινήσου
ρηγάδω να μονάσουσι, να τόνε πολεμίσου
ότι να μ ' αναθυμηθή, να βαριαναστενάξη,
σπουδαχτικά, όπου βρίσκομαι, να πέψη να με κράξει."
Και πάλι όντεν εσώπαινε , με την καρδιά εμίλειε
κ ΄ήσκυφτε με το λογισμό την Αρετή κι εφίλειε...........






..........." Ετούτο είδα την αυγή , δυό ώρες να ξημερώση,
και πλιό απο τότες δεν μπορεί ο νούς μου να μερώσει,
είς ώρα που τα ονείρατα όλα τα πλιά αληθεύγουν,
γιατί τα βάρητα του νού το πνεύμα δεν παιδεύγου,
κ ' οι αίσθησες μας ξυπνητές δεν είναι να πεδεύγου,
κ 'είναι το πνεύμα λεύτερο, προβλέπει και κατέχει
( κι απο καπνούς του στομαχιού ,εμπόδισμα δεν έχει )
εκείνον όπου ογλήγορα έχει άνθρωπος να πάθει,
γη σε καλό γη σε κακό γη σε χαρά γη σε πάθη,
κ' έτσι γιατί είναι αθάνατο , του δώθει η χάρη ετούτη
κ έιναι μεγάλο χάρισμααπάνω είς σ' άλλα πλούτη,
και την αυγή σαν ξυπνητές πολλές φορές θωρούμε
ό,τι κι αν θε να πάθωμε, για κείνο το φοβούμε...............



.



........Βάνει τσι μες τη φυλακήν ο κύρης με τη μάνα
σαν ξένοι και σαν οχουθροί είς το παιδίν εκάνα.
Στην μάνα ήτονε πολύ έτοια απονιά να δείξη
και με τα χέρια τσι ήρασσε κ' ήθελε να την πνίξει.
Ενώ μεγάλο το κρατώ ,σαν το κρατούν κ ' οι άλλοι,
να δείξη η μάνα στο παιδί έτοια ασπλαχνιά μεγάλη.
Μόνο για κάποια αφόρεσηπου' βαλε ο λογισμός της,
αντίδικος τση να γενή μεγάλος και οχτρός της.
Όρισε ο ρήγας το ζημιό, κάνει και φέρνουσί του
ρούχα αποφόρια και παλιά και ντύνει το παιδί του,
και κόβγει τα ώς τα γόνατα και κούντουρα τ ' αφήνει
κι ασούσουμη κι ανέγνωρη η Αρετούσα εγίνει.............



xuYK5Rzp1fOU7sqgvUekwkpHkD1_6Gv1piFLrL1xpJYxyG2G0qPk8pT5h3w8OSQ5Ov8qcuZ35RaAlxXp_s160.jpg image by honeymegirl



..........Κι όσο πλιά η Μοίρα στα ψιλά τον άνθρωπο καθήζει,
τόσο και πλιότερα πονεί , όντε τονέ γκρεμνίζει,
κ ' εκείνα που τον κάνουσι συχνιά ν' αναγαλλιάση,
μεγάλοι οχθροί του γίνουνται την ώρα οπού τα χάση.
Κι όσο πλιό αφέντης κράζεται και βασιλιός λογάται,
τόσο πλιό πρέπει να δειλιά ,πλιότερα να φοβάται,
γιατί έτσι το' χει φυσικό τση Μοίρας  το παιγνίδι,
να παίρνη απο τη μια μεριά , στην άλλη να τα δίδη.
Αμ ' όποιος σε φτωχότητα αναθραφή , δεν γγίζει
μα πάντα ανέγνοιος πορπατεί, κι αν τρώγη κι αν κοιμάται,
του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται.........






............Ήτο μια γρά στην Έγριπον , αλλοτινή βυζάστρα,
μάισσα που κατέβαζε τον ουρανό με τ' άστρα,
με τα χορτάρια εκάτεχε, σαν να' θελε μαλάξει,
να κάμη τ' άσπρο μελανό , την πρόσοψη ν ' αλλάξη.
Επήγεν ο Ρωτόκριτος τη μάισσα και βρίσκει
με δόσα και με πλέρωμα και με καλό κανίσκι,
ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπό του πλύνει,
μαυρίζει και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη,
κ ' έτοιας λογής εσκήμησεν, έτοιας λογής μαυρίζει,
που η ίδια μάνα αν τονε δή, ποσώς δεν τον γνωρίζει.
Γίνετε μελανόμαυρος που' τον ξανθός περίσσα
και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κ ' εσκημίσα.
Σ ' ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξη,
να ' ρθει στην πρώτη του ασπριγιά , να ' ρθει στα πρώτα κάλλη,
εκείνο το ' στερο το νερό στο πρόσωπό του ας βάλη.
Και πρί μισέψη, τα νερά ετούτα δοκιμάζει
κι ώρες το πρόσωπο έλαμπε , κι ώρες το σκοτεινιάζει...........






............." Μα τ ΄ Άστρη, μα τον Ουρανό, μ΄Ανατολή και Δύση
και μα τη Γή που τα κορμία θε να μας καταλύση
και μα τον Ήλιο το ζεστό, μα Φέγγος , μα Σελήνη,
ποτέ να μη δολώσωμεν ετούτο που εγίνη,
κ ' εκείνον όπου εγράψαμε πάντα να το κρατούμε
βέβαιο κι ακατάλυωστον, ότι καιρό κι αν ζούμε,
και πάλι αν αποθάνουμε , πάντα η κληρονομιά μας
να κάνει ό,τι είναι στο χαρτί και λέν τα γραμματά μας. "................






.............." Το μ ΄ερώτηξες , να σου το πώ και γροίκα
που το' βρηκα το χάρισμα οπ' εδεπά σ ' αφήκα.
Είναι δυό μήνες σήμερο που ' λαχα σ' κάποια δάση,
είς τη μεριά της Εγριπος , κι εβγήκαν να με φάσι
αγρια θεριά κι εμάλωσα κ 'εσκότωσα απο κείνα
κι απο τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα.
Με κίντυνον εγλύτωκα κι όση ώρα επολέμου,
να λυτρωθώ απο λόγου τους δεν τ' όπλιζα ποτέ μου.
Μα εβούηθησε το ριζικό, τ ' Άστρη και μ' ελυπήθηκα
κι εσκότωσε κ 'εζυγωξα κι αλάβωτο μ ' αφήκα.
Δίψα μεγάλη εγροίκισα στον πόλεμο εκείνο,
γυρεύοντας να βρώ δροσάν ήσωσα σε' να πρίνο
και παραμπρός μου εφάνιστηκουτσουναράκι εκτύπα,
σιμώνω ,βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ' εδροσίστηκα κ 'επέρασε μου η δίψα,
μα πούρι κι άλλα βάσσανα ετότες δε μου λείψα.
Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα του άρρωστιαρη,
και μπαίνω μέσα στα δεντρά που' σαν κοντά στη βρύση,
όγια να βρώ κι όγια να δω εκείνον οπού μύσσει.
Βρίσκω έναν νιόν ωριόπλουμο που' λαμπε σαν τον ήλιο
κι ' εκείτο ολογιώμωτος ομπρός εις σ' ένα σπήλιο.
Σγουρά , ξανθά ' χε τα μαλλιά κ' εις τα σοθέματα του,
μ' όλο οπου 'το σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του,
και δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα
και το σπαθί και τ΄άρματα περίσσα μάτωμενα.
Σιμώνω, χαίρετω τονε,λέγω του: "Αδέρφι , γειά σου.
Ίντα' χεις κι απονέκρωσες? που' ναι η λαβωματιά σου? '
Τα μάτια του είχε σφαλιστά ,τότες τ' ανατρανίζει
κ 'εθωρειε δίχως να μιλή και στο λαιμό του 'γγίζει
με το δακτύλι δυο φορές κ' ήδειχνε να γνωρίσω
πως ειναι εκεί η λαβωματιά , να δω να του βουηθήσω.
Το στήθος του έξαρματωσα και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκιν αποκατωθιό απο τον ουρανίσκο.
Ολίγο κι ούδε τίβοτσι τον είχε δαγκαμένο,
μα ήθελεν έχει το θεριό δόντι φαρμάκεμενο,
κι επείρε του τη δύναμη και την πνοή εχάσε
και το φαρμάκιεπέρασε και μέσα τον επιάσε,
τα αγάλια αγάλια εχάνετο σαν το κερί όντε σβήνη,
ήκλαψα κ' έλυπήθηκα πολύ την ώρα κείνη,.
Σαν αδερφό μου καρδιακό τον ήκλεγα και επόνου,
μα πόνοι κι άλλα δάκρυα,κλαήματα άνθρωπου δε γλυτώνου.
Εψυχωμάχειε κ ' ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω
κ' εθάρρειε πως έτοια πληγήν εμπόρου να γιατρέψω.
Είς τούτα τα βαρέματα, που' τον να ξεψυχήση,
μου' δειχνε πως εκεί κοντά θέλει να μου μιλήση.
Σιμώνωκαι φιλώ τονε, τότες αναδακρυώνει,
το στόμα του στο στόμα του περιλαμπάς σιμώνει
κ' ήπασκε κι αντρειύγετον ογιά να μου μιλήση,
μα το φαρμάκι τσι πληγής δε θε να τον αφήση.
Δείχνει μου το δακτύλι του , που ' ναι το δακτυλίδι,
κ' εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μου το δίδει,
μα δεν το βάστου στην καρδιά , να θέ να του το βγάλω,
μα μετά 'κείνον ήθελα στο μνήμα να τον βάλω.
Λέγω του να' χη απομονή, να το φορεί στη χέρα
και να μηδέν πικραίνεται εις ό,τι τ ΄Άστρι εφέρα.
Ως τ ' άκουσε , εμαζώχτηκε κ ήδειξε να μανίσει
και να μακρύνω αποδακεί δεν θέλει να μ' αφήση.
Ήκλαιγε κι αναστέναζε με κουρασά μεγάλη,
ήπασκε κ' έδοκιμαζεν εκείνος να το βγάλη,
σαν είδε πως δεν ημπορεί, μου ξαναδείχνει πάλι
κι έπιασε το δακτύλι μου, που 'θελε να το βάλη.
Βγάνω το με τα κλάηματα απ' τ' αργυρό δακτύλι
και δίδω του το, πιάνει το ,σιμώνει τοστα χείη,
φιλεί το μ' άναστεναγμους κι απόκει μου το δίδει,
κ' έπιασα το απ' το χέρι του κι εγώ το δακτυλίδι.
Τότες μια σιγανή φωνή μόνο τ' αφτιά μου ακούσα
κ' είπασινε τα χείλη του:" Αχάσα σε , Αρετούσα".
΄λλα δυο λόγια εμίλησεν είς όρκον όπου εμόσα ,
μα δεν τα ξέκαθάριζα κ' εμπέρδεψε του η γλώσσα.
Ετούτο είπε μοναχάς κ' ετέλειωσε η ζωή του,
και με πικρό αναστεναγμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Τούτα τα χ'ερια όπου θωρείς λάκκο ζιμιό του ασκάψα,
τούτα τον έσηκώσασι και τούτα τον εθάψα,"







Ως τ ' άκουσεν η Αρετή , ώρα λιγάκι εστάθη,
αμίλητη κι ο πόνος της την ήκαμε κι εχάθη,
κ' έτοιας λογής είς της καρδιάς τα βάθη την επιάσε ,
που απόμεινε σαν τη νεκρή, την αναπνιά τση εχάσε.
Ασάλευτη έστοχαζετο,με δίχως να μιλήση,
κι όπου την ήθελεν ιδελι, δεν ήθελε γνωρίσει
γη άνθρωπος είν' γη σγουραφιά γη ξύλο είναι γη λίθος
τόσα πολλά που εχάθηκε στου πόνου της το βύθος.
Τα δάκρυατση αποφρύξασι κ 'η πίκρατση τα χώνει,
κ ' ετούτον έχουν φυσικό όλοι μεγάλοι πόνοι................








...............Σκίζω λαγκάδια και βουνά, ακρογιαλιές και κάμπους
ρωτώ ποτάμια που κυλούν, τα σύννεφα που τρέχουν
Ρωτώ του κόσμου τα πουλιά, αγρίμια και γεράκια
τσι θάλασσες και τσι στεριές, τ’ άστρα και το φεγγάρι
Του κόσμου τσι θαλασσινούς, μάισσες, χαρτομοίρες
φίλους καινούργιους και παλιούς, περάτες και διαβάτες
στην γειτονιά που κάθουσουν, του κήπου σου τα ρόδα
Μα δεν μου δίνουνε βουλή και ελπίδα μπλιό δεν έχω
μόνο μου δείχνουνε ψηλά τον ήλιο να ρωτήσω....................





..............Ήλιε τσι κόσμους που περνάς, τσι κόσμους που διαβαίνεις
που φανερώνεις τα κρυφά σ’ανατολή και δύση
δώδεκα χρόνια πέρασαν τα δεκατρία πάνε
απ’ούχα μια παλιά φιλιά, μια μπιστεμένη αγάπη
και δεν την είδα σ’εκκλησιά, περίπατο δεν βγαίνει.
Ήλιε μου πες μου που δειπνά, που στρώνει και κοιμάται
που μεροξημερώνεται και εμένα δεν θυμάται;
Άραγες θέ μου δεν γροικά, δεν λαχταρά η καρδιά της
που το κορμί θυσίαζα πάντοτε στ’όνομά τζη.
Οι όρκοι της αγάπης της σκορπίσαν και χαθήκαν
και τα κρυφομιλούσαμε εξελησμονηθήκαν
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και πες πως δε με γνώρισες μηδέ και γω πως σ’είδα.
Ας τάξω πως επιάστηκα από μιας γυναίκας τρίχα
και ‘σπασε η τρίχα κ’έχασα στον κόσμο ότι κι αν είχα..............










ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου