ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΩΝ
ΟΠΩΣ ΗΔΗ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΦΕΡΕΙ, ενιαία χρονολογική αφετηρία δεν υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα. Το πολιτικό έτος των αρχαίων Ελλήνων διέφερε από το φυσικό ηλιακό έτος, που ονομαζόταν ενιαυτός.
Συνήθως το έτος καθοριζόταν από τον χρόνο της θητείας κάποιου ανώτατου πολιτικού ή θρησκευτικού άρχοντα, ο οποίος του έδινε το όνομά του.
Έτσι, κάθε έτος έφερε την ονομασία αρχικά του βασιλιά και αργότερα ενός από τους εννιά άρχοντες, που ονομαζόταν Επώνυμος στην Αθήνα, ή του σπουδαιότερου από τους πέντε Εφόρους στη Σπάρτη, που κι αυτός εκαλείτο Επώνυμος (Θουκ. Β’, 5 - Ξνφ. Ανβ. Β’, 3.10 - Πολβ. ΙΒ’, 12 - Παυσ. 5, 1.2).
Όπως ήδη έχουμε τονίσει, οι δύο αυτές χρονολογήσεις δεν συνέπιπταν. Οι ετήσιοι άρχοντες των Αθηνών εγκαθίσταντο αρχικά την 1η του Γαμηλιώνα και από το έτος
490 π.Χ. την 1η του Εκατομβαιώνα, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερος εορτασμός κατά την πρώτη ημέρα του έτους. Οι αντίστοιχοι Έφοροι στη Σπάρτη εγκαθίσταντο τον μήνα Πάναμο, που συνέπιπτε με τον αττικό μήνα Βοηδρομιώνα.
Επειδή όμως το έτος του Επώνυμου άρχοντα για την Αθήνα ήταν ακαθόριστης και συνήθως απρόβλεπτης διάρκειας, η διοίκηση της πόλης των Αθηνών, προκειμένου να προσδιορίζει τις ημερομηνίες των δημόσιων συγκεντρώσεων, των γιορτών και των άλλων σημαντικών ημερομηνιών, χρησιμοποιούσε για τον σκοπό αυτόν τον χρόνο θητείας της κάθε Πρυτανείας της Βουλής, δηλαδή της ανάληψης του προεδρείου της Βουλής από ορισμένη φυλή. Ο χρόνος αυτός ήταν καθορισμένος μέσα στη διάρκεια του έτους.
Τονίζουμε, όμως, ότι ο απλός Αθηναίος πολίτης, ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος, όπως συνέβαινε και με όλους τους αρχαίους λαούς, χρησιμοποιούσε εκτός από το επίσημο πολιτικό έτος και τον εποχιακό τρόπο υπολογισμού του χρόνου, ο οποίος βασιζόταν στην απευθείας παρατήρηση των φάσεων της Σελήνης και της ανατολής ή δύσης ορισμένων λαμπρών άστρων, όπως ακριβώς ανέφερε ο Ησίοδος (8ος π.Χ. αιώνας) στο περίφημο έπος του «Έργα και Ημέραι».
Στο Άργος ο χρόνος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, άρχιζε να μετράται από την ημέρα της ανακήρυξης της ισόβιας αρχιέρειας της Ήρας (Θουκ. Β’, 2): «Επί Χρυσίδος, εν Άργει τότε πεντήκοντα δυοίν δέοντα έτη ιερωμένη». Σύμφωνα πάντα με τον Θουκυδίδη, ως αρχή της χρονολογικής αρίθμησης των Αργείων εθεωρείτο η γιορτή της Ήρας, τα Ηραία, που τελούνταν στο Άργος ανά τετραετία στο μέσον του δεύτερου έτους εκάστης Ολυμπιάδας.
Στην Ήλιδα μετρούσαν τον χρόνο με τις Ολυμπιάδες, έναν τρόπο χρονολόγησης που γενικεύτηκε από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς του 3ου π.Χ. αιώνα, οι οποίοι άρχισαν να αριθμούν τα έτη με αφετηρία όχι την αρχή των Ολυμπιακών αγώνων —που χάνεται στα βάθη των αιώνων— αλλά την Ολυμπιάδα του 776 π.Χ., στην οποία αναδείχτηκε νικητής στον αγώνα δρόμου ο Κόροιβος.
Οι γνώμες για το ποιος χρησιμοποίησε πρώτος τους Ολυμπιακούς αγώνες για τη μέτρηση του χρόνου διΐστανται. Η τιμή αυτή αποδίδεται από πολλούς στον ιστορικό Τίμαιο τον Σικελιώτη (352-256 π.Χ.), και κατά άλλους στον περίφημο Ερατοσθένη (275-195 π.Χ.).
Ο Τίμαιος ο Σικελιώτης μεταχειρίστηκε τις Ολυμπιάδες ως χρονολογικό σύστημα κατά την 128η Ολυμπιάδα έτος 4ο, που αντιστοιχεί στο 264 π.Χ.
Τακτική χρήση των Ολυμπιάδων έκαναν επίσης οι ιστορικοί Πολύβιος, Διόδωρος ο Σικελιώτης, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς κ.ά.
Στα δημόσια αρχεία τηρούνταν επίσημοι πίνακες των Ολυμπιονικών. Παράλληλα στην Αθήνα αναγραφόταν το όνομα του Επώνυμου άρχοντα, στη Σπάρτη του Επώνυμου Εφόρου, στο Άργος της αρχιέρειας της Ήρας και στους Δελφούς της Πυθίας για το έτος που είχε γίνει ολυμπιακή νίκη.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες τελούνταν στο μέσον του καλοκαιριού, μετά από τη συμπλήρωση μιας πλήρους τετραετίας, και έτσι άρχιζαν περίπου κατά τον μήνα που αντιστοιχούσε στον αττικό Εκατομβαιώνα (Ιούλιος/Αύγουστος). Συνεπώς, τα Ολύμπια ήταν αγώνες πεντετηρικοί, δηλαδή γίνονταν μετά τη συμπλήρωση μιας πλήρους τετραετίας. Στην αρχαία Ελλάδα πενταετηρίς ή πεντετηρίς ονομαζόταν περίοδος τεσσάρων πλήρων ετών, μετά την παρέλευση των οποίων τελούνταν ορισμένες πανελλήνιες γιορτές, όπως τα Ολύμπια, τα Πααθήναια κ.ά. Σημειώνουμε ακόμη ότι η πενταετηρίς αποτελούσε το μισό της εννεατηρίδος, αρχαιοτάτης χρονολογικής μονάδας ίσης με οκτώ πλήρη έτη.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες χρησίμευαν, λοιπόν, για να μετράται ο χρόνος, αφού τον υπολόγιζαν σε 4ετείς Ολυμπιάδες, που άρχιζαν στο μέσον του καλοκαιριού. Συγκεκριμένα, τελούνταν κατά τη δεύτερη πανσέληνο που συνέβαινε μετά το θερινό ηλιοστάσιο εκάστου πέμπτου έτους. Αυτή η μέθοδος χρονολογικής αρίθμησης διήρκεσε μέχρι τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η τελευταία Ολυμπιάδα, η 293η από Κοροίβου, ήταν του έτους 393 μ.Χ., και η ακολουθία αυτή σταμάτησε τότε επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου, ο οποίος κατάργησε οριστικά τους Ολυμπιακούς αγώνες.
Εκτός της χρονολογίας κατά Ολυμπιάδες, άλλοι συγγραφείς ως αρχαιότατο χρονολογικό όριο δέχονταν την άλωση της Τροίας, την οποία τοποθετούσαν στο 1200 π.Χ. ή στο 1184 π.Χ. Αργότερα επικράτησαν άλλες χρονολογικές εποχές, όπως η Φιλιππική ή Αλεξάνδρου ή Εδέσσης, από την έναρξη της βασιλείας του Φιλίππου Γ’ του Αριδαίου —ο οποίος ανακηρύχτηκε βασιλιάς από τον στρατό στη Βαβυλώνα μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου— που αντιστοιχεί στη 12η Νοεμβρίου του 324 π.Χ., ή των Σελευκιδών από την ανάκτηση της Βαβυλώνας από τον Σέλευκο τον Νικάτορα (312 π.Χ.), ή η Χαλδαϊκή μεταγενέστερη της προηγούμενης κατά έξι μήνες, και οι τρεις εποχές του Αντιόχου.
Οι Έλληνες της κλασικής περιόδου, όπως αναφέραμε, είχαν καταλόγους των ετήσιων αρχόντων και όποτε ήθελαν να αναφέρουν τη χρονολογία κατά την οποία συνέβη ένα γεγονός, ανέφεραν το συγκεκριμένο όνομα του άρχοντα, στη θητεία του οποίου είχε συμβεί το γεγονός αυτό. Ο παλαιότερος κατάλογος αρχόντων, τον οποίον γνωρίζουμε σήμερα, είναι ο λεγόμενος κατάλογος της Σπάρτης με αφετηρία το 757 π.Χ. Οι κατάλογοι αυτοί πρέπει να ήταν ακριβείς πρώτον γιατί η πολιτεία μέσω αυτών έκανε τη χρονολόγηση των νόμων, των συνθηκών και των γεννήσεων, και δεύτερον γιατί η χρήση τους ήταν κοινή από διάφορες πολιτείες που είχαν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ τους ή αποτελούσαν αποικίες της μητρόπολης. Έτσι ο Θουκυδίδης αναφέρει ακριβή χρονολογία ίδρυσης πολλών αρχαίων αποικιών στη Σικελία, που αντιστοιχεί στο 734 π.Χ. και μετά (Θουκυδίδης VI, 2-5), όπως και χρονολογία άλλων παλαιοτέρων γεγονότων (Θουκυδίδης I, 13, 3-4). Ομοίως και ο Ηρόδοτος καθορίζει τον χρόνο ίδρυσης διαφόρων αποικιών, όπως της Χαλκηδόνας και του Βυζαντίου (Ηρόδοτος IV, 144), καθώς και της Αλαλίας στην Κορσική (Ηρόδοτος I, 165).
Πολλές φορές οι ιστορικοί, μέχρι τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα, αριθμούσαν κατά γενεές, που κάθε μία υπολογιζόταν ίση με το ένα τρίτο του αιώνα. Από τη στιγμή όμως που καθορίστηκαν οι ετήσιες χρονολογίες, εγκαταλείφθηκαν οι αντίστοιχες γενεαλογικές, που πιθανώς παρέμεναν σε χρήση μόνο για οικογενειακούς λόγους. Πάντως οι γενεαλογικές χρονολογίες που υπάρχουν κατά τη χαραυγή του νέου πολιτισμού της αρχαιότητας, μετά την εισβολή των Δωριέων, αποτελούν το μοναδικό ακριβές στοιχείο για τη χρονολόγηση των γεγονότων των παλαιοτέρων σκοτεινών χρόνων.
Τέλος, είναι γνωστό ότι οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον προστάτη της πόλεως των Αθηνών Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.) καθιέρωσαν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα νέα χρονολογία, που την αποκαλούσαν «Αδριάνεια». Αριθμούσαν δηλαδή τα έτη από την εποχή της πρώτης άφιξης του Αδριανού στην Αθήνα, ενώ συγχρόνως ονόμασαν έναν από τους μήνες του έτους τους Αδριάνειον.
ΑΝΑΓΩΓΗ ΟΛΥΜΠΙΑΔΩΝ
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ των Ολυμπιακών αγώνων ανάγεται στους μυθικούς χρόνους. Ως ιδρυτής τους αναφέρεται ο Ιδαίος Ηρακλής, ο οποίος σύμφωνα με τον μύθο είχε παραστεί στη γέννηση του Δία στο Ιδαίον Άντρον, στη σπηλιά της Ίδης στην Κρήτη. Επίσης ο μυθικός Ηρακλής, ο σπουδαίος ήρωας της αρχαιότητας με τα θαυμαστά κατορθώματά του, όπως αναφέρει η παράδοση, τέλεσε αγώνες στην Ολυμπία μετά από τον 5ο άθλο του, όταν καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία. Οι κατ’ εξοχήν, όμως, ιδρυτές και οργανωτές των Ολυμπιακών αγώνων στην αρχή της ιστορικής περιόδου (884 π.Χ.) υπήρξαν ο βασιλιάς της Ηλείας Ίφιτος, ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος και ο βασιλιάς της Πίσης στην Ολυμπία Κλεισθένης. Από όλους αυτούς καθιερώθηκε και η ιερή εκεχειρία, η οποία επέβαλε σε όλους τους Έλληνες όχι μόνον το απαραβίαστο της Ολυμπίας, αλλά και τη γενική ανακωχή, την πλήρη δηλαδή διακοπή των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων. Έτσι, λοιπόν, οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν μια καθαρά εθνική γιορτή που έδειχνε το «όμαιμον» και το «ομόφυλον» των Ελλήνων. Αρχικά οι αγώνες διαρκούσαν μόνο μία ημέρα και περιορίζονταν στον αγώνα δρόμου. Αργότερα προστέθηκαν και άλλα αγωνίσματα και έτσι διαρκούσαν τρεις, και τέλος πέντε ημέρες. Ο Τίμαιος ο Σικελιώτης και οι Αλεξανδρινοί συγγραφείς του 3ου π.Χ. αιώνα έλαβαν ως αρχή της πανελλήνιας αυτής χρονολογίας την πρώτη Ολυμπιάδα κατά την οποία άρχισαν να στήνουν ανδριάντες στους νικητές. Ο πρώτος αθλητής στον οποίον έγινε αυτή η τιμή ήταν ο Κόροιβος, νικητής στον αγώνα δρόμου το 776 π.Χ.
Η Ολυμπιάδα ετελείτο κάθε 4 έτη αριθμούμενα στη σειρά με αφετηρία το 776 π.Χ. Έτσι έχουμε 194 Ολυμπιάδες για τα προ Χριστού έτη και 99 Ολυμπιάδες, για τη μετά Χριστόν εποχή. Τα ενδιάμεσα έτη αριθμούνταν ως πρώτον, δεύτερον, τρίτον, τέταρτον της κάθε Ολυμπιάδας.
Για να βρίσκουμε λοιπόν τη σχετική αντιστοιχία των χρονολογιών, το «έτος 1» της χριστιανικής εποχής, δηλαδή το πρώτο έτος μ.Χ., αντιστοιχεί προς το πρώτο έτος της 195ης Ολυμπιάδας.
Επομένως η αναγωγή των Ολυμπιάδων σε έτη γίνεται πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό τους με το 4, και εάν οι Ολυμπιάδες έχουν αριθμό μικρότερο του 194, πρέπει να αφαιρούμε το γινόμενο από το 776. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να προσθέτουμε και τα έτη (από την τετραετία) που υπερβαίνουν την τελευταία πλήρη Ολυμπιάδα.
Δηλαδή, Ολυμπιάδα 55η, έτος β’ αντιστοιχεί στο: 776-[(54Χ4)+21 = 558 π.Χ. Ομοίως, το πρώτο έτος της 100ης Ολυμπιάδας αντιστοιχεί στο: 776-[(99Χ4)+1] = 379 π.Χ.
Η αναγωγή των προ Χριστού ετών σε Ολυμπιάδες γίνεται αντίστροφα. Δηλαδή αφαιρούμε από το 776 το έτος προ Χριστού και διαιρούμε τη διαφορά δια 4. Έτσι για το 558 π.Χ. έχουμε:
Αναγωγή = [(776-558) : 4] = 54,5 που σημαίνει 54η Ολυμπιάδα +2 έτη (=0,5Χ4) = 2ο έτος της 55ης Ολυμπιάδας.
Ομοίως για το 379 π.Χ. έχουμε:
Αναγωγή = [(776-379) : 4] = 99,25 που σημαίνει 99η Ολυμπιάδα +1 έτος (=0,25Χ4) = 1ο έτος της 100ης Ολυμπιάδας.
Για τα μετά Χριστόν έτη εργαζόμαστε διαφορετικά.
Έστω ακόμη ότι θέλουμε να βρούμε το πρώτο έτος της 293ης Ολυμπιάδας, κατά το οποίο καταργήθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Εργαζόμαστε ως εξής: πολλαπλασιάζουμε επί 4 τον αριθμό 292, που αντιπροσωπεύει τον αριθμό της προηγούμενης Ολυμπιάδας. Στο γινόμενο προσθέτουμε τον αριθμό ένα, που είναι το πρώτο έτος της 293ης Ολυμπιάδας. Από το άθροισμα αφαιρούμε το 776 και η διαφορά που βρίσκουμε μας δίνει το αντίστοιχο μ.Χ. έτος. Δηλαδή: 292Χ4=1168, 1168+1=1169, 1169-776=393 μ.Χ.
Ακόμη, οι Έλληνες, όπως ήδη αναφέραμε, χρονολογούσαν «από Αλεξάνδρου» 323 π.Χ. ή «από Σελεύκου Α’» 312 π.Χ., ο οποίος κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ήταν ο ηγεμόνας της Βαβυλώνας.
Συνεπώς, το έτος 1 του αιώνα μας, που γράφεται (1900+t), αντιστοιχεί στο (2223+t) από Αλεξάνδρου και στο (2212+t) από Σελεύκου Α’.
Δηλαδή το 1995 μ.Χ., (t=95), αντιστοιχεί στο έτος 2318 «από Αλεξάνδρου» και στο έτος 2307 «από Σελεύκου Α’».
ΠΑΡΙΟΝ ΧΡΟΝΙΚΟΝ
ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΟΥΣ θεωρείται το Πάριον Χρονικόν ή Πάριον Μάρμαρον (Marmor Parium), που παρέχει χρονολογικούς πίνακες και εξιστορεί τα κυριότερα γεγονότα της ιστορίας των Αθηνών. Το Πάριον Χρονικόν είναι λαϊκή χρονογραφία, που διασώθηκε μέχρι σήμερα υπό μορφήν μεγάλης επιγραφής σκαλισμένης πάνω σε μάρμαρο. Αυτή η αρχαία ελληνική επιγραφή συντάχθηκε από άγνωστο συγγραφέα στην αττική διάλεκτο την εποχή του άρχοντα των Αθηνών Διογνήτου (264-263 π.Χ.). Το Χρονικόν προοριζόταν για τη νήσο Πάρο, στην οποία η ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα είχε στηθεί δημόσια το 264/263 π.Χ. Μία στήλη από το Πάριον Χρονικόν (Β’ τμήμα), αποτελούμενη από 33 στίχους, βρέθηκε θαμμένη στον Πύργο της Παροικιάς στην Πάρο. Το ίδιο έτος, το 1897, οι 33 στίχοι της σχολιάστηκαν και δημοσιεύτηκαν από τους Μ.Κ. Κρίσπι και Α. Βίλχελμ. Σήμερα, η στήλη αυτή φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου. Το μεγαλύτερο, όμως, τμήμα του Πάριου Χρονικού (Α’ τμήμα) —όπως αναφέρει η παράδοση— βρέθηκε από τον Samson το 1627 στην Πάρο και στη συνέχεια πουλήθηκε στη Σμύρνη από κάποιον αρχαιοπώλη στον De Peirese. Αργότερα πέρασε στην κατοχή του λόρδου Αρούντελ, γι’ αυτό φέρει και την ονομασία «Αρουντέλιο μάρμαρο». Μετά το απέκτησε ο E. Howard, που με τη σειρά του το δώρησε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Οξωνίας), γι’ αυτό στην ελληνική βιβλιογραφία, σπάνια όμως, αναφέρεται και ως «Οξώνιο μάρμαρο». Η δημοσίευση των 60 στίχων του Α’ τμήματος του Πάριου Χρονικού είχε γίνει το 1628 από τον Ι. Σέλντεν. Στους 93 συνολικά διασωθέντες στίχους των δύο στηλών παρέχονται χρονολογικοί Πίνακες με τα κυριότερα γεγονότα της Αθήνας από την περίοδο του Κέκροπα (1582 π.Χ.) μέχρι το 264 π.Χ. Μνημονεύονται οι βασιλείς και οι άρχοντες της Αττικής. Παρέχονται χρονολογίες πολιτικών γεγονότων —κυρίως της αθηναϊκής ιστορίας— και αναφέρονται διάφορες γιορτές, νίκες σε ποιητικούς αγώνες των αξιολογότερων λογοτεχνών και πλήθος άλλων γεγονότων. Η χρονολόγηση γίνεται με βάση τη χρονική απόσταση μεταξύ του χρονολογουμένου γεγονότος και του αντίστοιχου έτους 264 π.Χ., που θεωρείται ως έτος συγγραφής του Χρονικού.
Η πλήρης δημοσίευση του Πάριου Χρονικού με σαφή σχόλια έγινε από τον Felix Jacoby το 1904, καθώς και το 1927. Το Πάριον Χρονικόν, αν και παρουσιάζει κενά και παραδοξολογίες, εν τούτοις θεωρείται ως ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Για παράδειγμα, ενώ αναφέρει με λεπτομέρειες τις μεγάλες αθηναϊκές και τις άλλες γιορτές, όπως τα Παναθήναια, τα Ελευσίνια, τα Ίσθμια, τα Νέμεα, τα Πύθια κ.ά., δεν αναφέρει καθόλου τα Ολύμπια. Επίσης αναφέρει την πληρωμή του φόρου της Αθήνας στον Μίνωα, τον συνοικισμό του Θησέα, τον Τρωικό πόλεμο και άλλα μυθικά γεγονότα, παραδόξως, όμως, δεν αναφέρει την Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο άγνωστος χρονικογράφος δεν αναφέρει καθόλου τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη, ενώ αναφέρει τους Πεισιστρατίδες.
Εν κατακλείδι, το Πάριον Χρονικόν, σπουδαίο στην απλότητά του, δεν αποτελεί περίληψη ή επιλογή αποσπασμάτων από ένα μεγάλο έργο, αλλά είναι προϊόν υποκειμενικής και ελεύθερης συγκέντρωσης διαφόρων στοιχείων από ποικίλες γραπτές πηγές προσιτές στον άγνωστο συγγραφέα του.
http://www.e-istoria.com/2.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου