Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

~ * Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ * ~








 Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ήταν ο Κουμούς, ο Γέροντας των Αρχαίων, που έσπειρε σπόρους στη γη και ζήτησε από τα Βουνά, τους λόφους, τα ποτάμια και τις πηγές να τους φροντίζουν παντοτινά. Ο Κουμούς δε θα πεθάνει ποτέ. Τίποτε δεν μπορεί να τον σκοτώσει, επειδή ο λαμπερός δίσκος που έχει στην πλάτη του τον ξαναφέρνει πάντα στη ζωή. Τώρα ζει στον ουρανό, αλλά κάποτε κατοικούσε εδώ, στη γη. Κάποια μέρα ο Κουμούς εγκατέλειψε τη σκηνή του και άρχισε να περιπλανιέται μέχρι που έφτασε στα πέρατα του κόσμου. Όταν επέστρεψε, έφερε μια κόρη. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε το κοριτσάκι. Ο Κουμούς έλειπε τόσο πολύκαιρό που, όταν γύρισε, όλοι όσοι τον ήξεραν είχαν πεθάνει. Ο Κουμούς έραψε για την κόρη του δέκα όμορφες φορεσιές - μία για κάθε στάδιο της ζωής της. Η δέκατη ήταν το νεκρικό της φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο απ' όλα, καστόρινο και στολισμένο με γυαλιστερά όστρακα.Λίγες μέρες πριν γίνει γυναίκα, η κοπελίτσα πήγε στη σκηνή του Κουμούς για να χορέψει. Ύστερα αποκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε ότι σύντομα θα πέθαινε. Όταν ξύπνησε, του ζήτησε τη νεκρική της φορεσιά. Ο πατέρας της της πρόσφερε διαδοχικά όλα τα άλλα φορέματα, αλλά εκείνη αρνήθηκε να τα φορέσει. Ήθελε μονάχα το σάβανο.






Μόλις το φόρεσε, ξεψύχησε και το πνεύμα της έφυγε για τη δύση. Περίλυπος ο Κουμούς είπε: «Ξέρω όλα τα πράγματα πάνω, κάτω και πέρα. Ό,τι υπάρχει, το ξέρω. Θα ακολουθήσω το πνεύμα της κάτω στα σπήλαια του Οίκου των Νεκρών». Ο Οίκος των Νεκρών ήταν όμορφος και γεμάτος πνεύματα. Τόσα πολλά ήταν τα πνεύματα που, ακόμη κι αν μετρούσες όλα τα αστέρια του ουρανού και όλες τις τρίχες όλων των ανθρώπων κι όλων των ζώων πάνω στη γη, και πάλι αυτά θα ήταν περισσότερα. Εκεί έμεινε ο Κουμούς, χορεύοντας με τα πνεύματα. Τελικά Βαρέθηκε στον Οίκο των Νεκρών και αποφάσισε να επιστρέψει στη γη και να τη γεμίσει ανθρώπους. Πήρε μαζί του ένα καλάθι κόκαλα, αλλά τα κόκαλα ούρλιαζαν και τον κλοτσούσαν, κάνοντας τον να σκοντάφτει. Δύο φορές έπεσε και δύο φορές τα κόκαλα πήδησαν από το καλάθι και γύρισαν κάτω στα σπήλαια. «Κόκαλα, καθίστε φρόνιμα! Η ζωή είναι καλή!» φώναξε αγριεμένος ο Κουμούς. Επιτέλους, έφτασε στο φως του ήλιου. Πήρε τα κόκαλα από το καλάθι, τα έσπειρε στο χώμα και οι φυλές άρχισαν να ξεφυτρώνουν, η μία μετά την άλλη. Τελευταίοι ξεφύτρωσαν οι Μόντοκ, ο περιούσιος λαός του Κουμούς. «Θα είστε μια μικρή φυλή και οι εχθροί σας θα είναι πολλοί», τους είπε. «Όμως θα είστε οι πιο γενναίοι απ' όλους». 







Ύστερα, ο Κουμούς πήρε άδεια από την κόρη του και ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου. Ακολούθησε το δρόμο του ήλιου μέχρι που έφτασε στη μέση του ουρανού. Εκεί έχτισε το σπίτι του κι εκεί μένει ακόμη...........

ΜΥΘΟΙ ΑΠΟ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Neil-Philip 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου