Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ χοῦμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ χοῦμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Καποτε θα εγκαταλειψω ολες τις προσδοκιες μου για να γεννηθει
ενας λογος αληθινος
οι νυχτες μου αγρυπνησαν πανω στο στηθος των αγαλματων
κι εξαφνα ενας τρελος φωναζε κι εβγαινε ο κουκος του φεγγαριου
ειμαι λυπημενος σαν μια μικρη αρρωστη που της αρνηθηκαν τον
κηπο
και φυσικα ερχοταν απο πολυ μακρια οπως καθε κινδυνος
ενω το γελιο της γυναικας κελαρυζε απαλα σαν βυζαντινο
τροπαιο
παιδικες ικεσιες γραμμενες στον ανεμο
ω λησμονια.........
Nα σε καρφώσουν στο σταυρό ή να σταυρωθείς
πάνω σ'αυτό το τίποτα που υπήρξες
είναι ο ίδιος δρόμος, έρημος κι ακατανόητος,
ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα και τη νύχτα που κατεβαίνει.
Τι ζητούσαν, λοιπόν, σε τι είχα φταίξει,
εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω,
κυνηγημένος πάντα, που να βρείς καιρό, έτσι έμεινα εύπιστος
κι αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας.
Ενω απο το βάθος, μακριά, με κοίταζε σαν ξένο
η πιο δική μου ζωή.
Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο,
που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι
δε βρήκε πουθενά να καρφωθεί.
πάνω σ'αυτό το τίποτα που υπήρξες
είναι ο ίδιος δρόμος, έρημος κι ακατανόητος,
ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα και τη νύχτα που κατεβαίνει.
Τι ζητούσαν, λοιπόν, σε τι είχα φταίξει,
εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω,
κυνηγημένος πάντα, που να βρείς καιρό, έτσι έμεινα εύπιστος
κι αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας.
Ενω απο το βάθος, μακριά, με κοίταζε σαν ξένο
η πιο δική μου ζωή.
Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο,
που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι
δε βρήκε πουθενά να καρφωθεί.
Τάσος Λειβαδίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου