Στρατηγός του 1821, ο οποίος είναι γνωστός και με το όνομα Γεροδήμος ή Δημοτσέλιος. Γεννήθηκε στη Ζαβίτσα Ακαρνανίας το 1785 και πέθανε στο Αγρίνιο το 1854. Ο Τσέλιος, πριν την Επανάσταση ήταν κλεφταρματολός και σχετιζόταν με τον Κατσαντώνη. Μετά το θάνατο του Κατσαντώνη αναδείχτηκε αρχηγός του αρματολικού σώματος. Το πατρογονικό του όνομα ήταν Φερεντίνος αλλ” είναι γνωστός κυρίως με το πατρωνύμιο Τσέλιος. Αφού μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, πήρε μεταξύ των πρώτων μέρος στις επιχειρήσεις της Δυτ. Ελλάδας. Το 1822, επικεφαλής σώματος αγωνιστών, πήρε μέρος στην εκστρατεία στην Ήπειρο και διακρίθηκε στη μάχη του Πέτα. Αργότερα, ως στρατηγός, πολέμησε στη Βόνιτσα, Μεσολόγγι, Λεπενού, Μύτικα, Σκουλικαριά κ.α. και διακρίθηκε στην τελευταία πολιορκία του Μεσολογγιού. Μετά την πτώση του Μεσολογγιού και την υποταγή της Δυτ. Ελλάδας, εργάστηκε δραστήρια για την αναζωπύρωση του Αγώνα. Με την προσωπική του συμβουλή και την εξεύρεση οικονομικών πόρων από τα νησιά του Ιόνιου, πραγματοποιήθηκε η συντήρηση του στρατοπέδου του Λεσινίου (1827). Επί Ιω. Καποδίστρια εξακολούθησε να αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Δυτικής Ελλάδας και συνεργάστηκε με το στρατηγό Τσωρτς. Το 1833 διατέλεσε φρούραρχος της Βόνιτσας και εργάστηκε για την εκεί επιβολή της τάξης. Την εποχή της αντιβασιλείας υποβιβάστηκε σε ταγματάρχη. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε μεγάλη πικρία και, με αλλεπάλληλα υπομνήματα, ζήτησε την επιβράβευση των εθνικών υπηρεσιών του. Επειδή αισθανόταν αδικημένος πήρε μέρος στην ανταρσία του 1836 στην Αιτωλοακαρνανία και ανάλαβε την ηγεσία των ανταρτών που ζητούσαν την κατάλυση των Οθωνικών εξουσιών στη Δυτ. Ελλάδα. Στη συνέχεια, επειδή διώχτηκε, πήγε πρώτα στη Λευκάδα και έπειτα στο Λονδίνο, όπου έζησε για πολλά χρόνια. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843 γύρισε στην Ελλάδα και, αφού πήρε το βαθμό που του στέρησαν αποκαταστάθηκε στη Φάλαγγα. Κατά το κίνημα του 1853 – 1854, ο Τσέλιος ιδιώτευε στο Αγρίνιο. Η τότε ωστόσο κυβέρνηση τον επιστράτευσε και του ανάθεσε την οργάνωση των επιχειρήσεων εναντίον των κινηματιών της Δυτ. Ελλάδας.
Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ” αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ” η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το “χυσα σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ” το λόγγο
να “ναι χλωρό και δροσερό, να “ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ” το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω
θα “ρχονται τα κλεφτόπουλα τ” άρματα να κρεμάνε.
Να τραγωδούν τα νιώτα μου και την παλληκαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα “ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ” η φλόγα τ” άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.
Τ” ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ” εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν” από σας το νιώτερο ας ανεβείς τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ” άξο μου καρυοφύλλι
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ” αναστενάξ” η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ” αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος
και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν” ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να “τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη τ” άξο του καρυοφύλλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει
φεύγει απ” τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο
πέφτει απ” του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
“Aκουσ” ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο,
τ” αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
Τ” ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε......