Bιβλίον B΄. 1828-1832
Α
Σε δυο τρεις ημέρες ήρθε ο Κυβερνήτης. Πήγε εις τ’ Ανάπλι, περίλαβε τα κάστρα, ήρθε εις την Αίγινα, ορκίστη με μεγάλη παράταξιν να φυλάξη τους νόμους της πατρίδος και μ’ αυτούς να μας κυβερνήση. Τότε έβαλε πρώτα, οργάνισε τα στρατέματα εις χιλιαρχίες. Οργάνισε και το πολιτικό. Φωνάζει τους βουλευτάς και τους λέγει να διαλυθούν διά το παρόν και ύστερα προσκαλεί την Συνέλεψη την Εθνική και γίνεται το Βουλευτικόν σώμα. Οι βουλευταί δεν μπορούσαν να κάμουν αλλοιώς, διαλύθηκαν κατά τον λόγο του Κυβερνήτη. Τότε έφκειασε το Πανελλήνιον, ορκίστη κι’ αυτός να κυβερνήση εφτά χρόνια. Δεν θυμήθη ο Κυβερνήτης· όταν ορκίστη διά εφτά χρόνια, ορκίστη στο σύνταμα – κι’ αυτός ευτύς το χάλασε.
Έκαμε τον Υψηλάντη στρατάρχη εις της χιλιαρχίες. Η κάθε χιλιαρχία ήταν από χίλιους εκατόν είκοσι ανθρώπους. Χιλίαρχοι Τζαβέλας, Χατζηπέτρος, Στράτος, Κριτζώτης, Καρατάσιος, Βάσιος, Δυοβουνιώτης, Τόλιας, Χατζηχρήστος, Ομορφόπουλος, Χορμόβας κι’ αχώρια η φρουρά του Υψηλάντη. Στη Δυτική Ελλάδα πήγε ο Γαρδικιώτης με την χιλιαρχίαν του, όσο να οργανιστούν και οι άλλοι και να είναι με τον Γκενεράλη Τζούρτζη. Ο Υψηλάντης με δεκατέσσερες χιλιάδες περίτου κάθεταν εις τα Μέγαρα. Οι Τούρκοι καταπλάκωσαν την Ρούμελη – και τ’ ασκέρια αυτά, το άνθος των Ελλήνων (κι’ άλλα τόσα έβγαζε από την Δυτική Ελλάδα) όλοι στράβωναν μυίγες. Και οι Τούρκοι παντού κάναν ό,τι θέλαν. Και εις Έγριπον και εις Αθήνα δεν είχαν ψωμί οι Τούρκοι. Και χωρίς να ρίχναμεν ντουφέκι τούς παίρναμεν, κι’ όχι ν’ αγοράσωμεν πίσου τους τόπους. Ρώτησαν τον Κυβερνήτη· «Διατί χάλασες τους νόμους και το Βουλευτικόν;» Είπε· «Δεν το ’θελε η Ευρώπη». Κι’ αν ήταν ’λικρινής άνθρωπος, να έλεγε των Ευρωπαίγων ότι· «Εγώ δεν πάγω εις την πατρίδα μου να γένω επίγιορκος, να χαλάσω εκείνο οπού απόχτησαν με ποταμούς αίματα».
Τότε έκαμε και το κράτος εις τμήματα. Οργάνισε κι’ εμένα με τους Αθηναίους και Μισολογγίτες. Με διόρισε Γενικόν Αρχηγόν της εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. Και μέρασα την εκτελεστική δύναμη κι’ εγώ φέρνω γύρα τους νομούς. Και ο σταθμός μου είναι εδώ, εις Άργος. Πήρε την επιρροή των ανθρώπων ο Κυβερνήτης. Ήταν μπεζερισμένοι όλοι από την ακαταστασίαν. Δυο χρόνια κοντά μας κυβέρνησε αγγελικά. Και μας γύμναζε και την οικονομίαν. Ότι κι’ ο Κυβερνήτης μας μίαν κόττα έτρωγε τέσσερες ημέρες.
Ένας βασιλέας μια φορά είχε πεθάνη και δεν άφησε διάδοχον εις το βασίλειόν του· και οι άνθρωποι γύρευαν άνθρωπον μ’ αρετή να τους κυβερνήση. Εκεί ήταν ένας δεσπότης πολλά ενάρετος. Είχε ένα δίχτυ κι’ όταν θα ’τρωγε ψωμί, το πάγαινε ο διάκος και το ’στρωνε· κι’ έτρωγε απάνου στο δίχτυ. Οι άνθρωποι οπού δεν είχαν βασιλέα είδαν αυτόν τον άγιον δεσπότη με τόση αρετή και τον θέλουν διά βασιλέα τους. Πήγε όλος ο κόσμος και τον πήραν και τον θρόνιασαν. Αφού τον κάμαν βασιλέα, τότε το βράδυ ο δυστυχής διάκος παίρνει το δίχτυ να το στρώση να φάγη ο βασιλέας. Τότε το ’χει μίαν κατακεφαλιά του διάκου και του λέγει· «Βρε αχρείε, το ψάρι οπού γυρεύαμεν τόσα χρόνια, κι’ αφανιστήκαμεν τρώγοντας εις το δίχτυ, το πιάσαμεν· και τώρα σ’ αυτό μου φέρνεις να φάγω; Φέρε τραπέζια και συγύρια λαμπρά κι’ ο Θεός να μη μας το χρωστάγη να ξαναϊδούμεν το δίχτυ». Κι’ ο Κυβερνήτης μας σπούδαζε τους Έλληνες την οικονομίαν όσο να τους μπερδέψη με το δίχτυ. Όμως οι λύκοι οπού τρώγαν τα πρόβατα δεν ψόφησαν – γέννησε κι’ άλλους πολλούς ο Κυβερνήτης μας κι’ ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος. Φωνάζουν όλοι οι Έλληνες – ο Βιάρος κι’ ο Αγουστίνος λένε των αγωνιστών· «Σύρτε διακονέψετε». Και οι σπιγούνοι πλερώνονται βαριά να μαθαίνουν τι κάνουν οι άνθρωποι εις τα σπίτια τους. Κι’ από αυτό φαίνεται ότι είναι μακρυά από την δικαιοσύνη του Θεού. Οι Έλληνες, Κυβερνήτη, διψούσαν δι’ αρετή και διά πατριωτισμόν, να τους σώσης από τα δεινά τους καθώς έσωσε ο Βάσιχτον την πατρίδα του Αμερική και του κάνουν τρόπαια και θα του κάνουν όσο στέκει ο κόσμος, ότι του ανήκουν – λευτέρωσε την πατρίδα του. Εσύ ο Έλληνας, ο φωτισμένος, ο ζυγωμένος εις τους δυνατούς, αν ήθελες να τους μιλήσης ως τίμιος Έλληνας, ως Κυβερνήτης αυτεινών των δυστυχισμένων, οπού κάθε στιμή έγραφες να σ’ εκλέξουν Κυβερνήτη, κι’ ο Κολοκοτρώνης κι’ ο Μεταξάς κι’ η συντροφιά σε έκλεξαν, πού είναι η δικαιοσύνη σου; Αν είχες αρετή, εκεί οπού σου είπαν οι δυνατοί δεν κάνει σύνταμα εις την Ελλάδα, δεν θα τους έλεγες εσύ· «Μήνα το ’φκειασα εγώ να τους το χαλάσω; Το ’χουν φκειασμένο μ’ αίμα και με δυστυχίες. Τώρα που θα λάβω τα χρέη του Κυβερνήτη εγώ θα ορκιστώ σ’ αυτό το σύνταμα – πώς μπορώ να γένω επίορκος;» Και του Σουλτάνου να το ’λεγες με τρόπον θα συνκατάνευε, όχι οι ευεργέται μας χριστιανοί. Κι’ αν δεν θέλαν, τότε να μην έρθης. Τότε λεγέσουνε κι’ όντως Χρυσόστομος κι’ η πατρίδα σου θα σ’ ευγνωμονούσε και θα σ’ έλεγε ευεργέτη της. Κι’ είχες τον τόπον των ευεργέτων· κι’ ερχόσουν και σε θεωρούσε ως τοιούτον· κι’ ας μην ήσουν κυβερνήτης – τότε ήσουνε καλύτερος. Ότι θα την γλύτωνες από τους λύκους. Τώρα, ήταν λύκοι, έφκειασες κι’ αρκούδια. Όλα τα είχαμεν, σπιγούνους δεν είχαμεν· τώρα έγειναν οι περισσότεροι Έλληνες. Και δεν έγιναν μόνοι τους, τους κάνεις η Εξοχότη σου, ο Βιάρος, ο Αγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργειές πλερωμές ανθρώπων οπού δεν έχουν δικαιώματα. Των αγωνιστών πολλών τους λέτε· «Σύρτε διακονέψετε». Τότε όλοι θα γένουν σπιγούνοι. Κι’ αυτό το σκολείον θα φάγη την λευτερία μας· κι’ αυτείνη την λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο· ότι δεν είμαστε πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμεν.
Την συνείδησίν μου, αδελφοί αναγνώστες, την έχω ελεύτερη. Πολλές φορές τού μίλησα και δι’ αυτά έπεσα εις την οργήν του. Όταν μ’ έβαλε εις την ’πηρεσίαν ο Κυβερνήτης, μου είπε ότι θέλει δικαιοσύνη. Του είπα· «Όταν ιδής αναφορά αναντίον μου, τότε παίδεψέ με με την ζωήν μου εμένα κι’ εκείνους οπού ’χω εις την οδηγίαν μου». Σε καμπόσον καιρό πιάστη φίλος με τον Κολοκοτρώνη – μεσίτης ήταν κι’ ενεργητής ο Μεταξάς – και τότε όλοι αυτείνοι έγιναν ένα και οι Σουλιώτες. Αφού πήρε όλους αυτούς, άρχισαν να κατατρέχουν τους Ρουμελιώτες και να βάνουν αξιωματικούς ανθρώπους χωρίς δικαιώματα, όσους ήθελαν ο Τζαβέλας και οι άλλοι. Όταν ήταν ο πόλεμος, πολλοί από αυτούς δεν ήταν εις τον αγώνα – ευτύς αξιωματικούς. Πληρεξούσιος των αρμάτων ήταν ο Αγουστίνος, του πολέμου ο Βιάρος – κι’ όλα τελείωναν.
Ήρθε μία γυναίκα ενού αγωνιστού εδώ στ’ Άργος, οπού ’ταν ο Πληρεξούσιος. Ήταν ενού σκοτωμένου, του Χαλμούκη, γενναίου κι’ άξιου αγωνιστή και τίμιου· εσκοτώθη και άφησε δυστυχισμένη την γυναίκα του και παιδί του. Και μου την στείλαν απόξω ο Πανουργιάς κι’ άλλοι. Την πήρα και την πήγα του Πληρεξούσιου. Ήταν με τον αρχηγόν Κολοκοτρώνη οπού κάθεταν. Του μίλησα διά την γυναίκα. Μ’ αποκρίνεται ο Αγουστίνος και μου λέγει· «Όλοι οι Ρουμελιώτες είστε διά παλούκι. – Έχεις δίκιο, του είπα, ότι όταν ήρθες ήσουνε απλός πολίτης και τώρα έχεις νιφόρμα γκενεράλη και δέκα άτια εις τον ταβλά σου. Και χωρίς να φκειάσης παλούκια διά τους Ρουμελιώτες, όλοι παλουκώθηκαν μόνοι τους – και τους άλλους οπού μείναν ολοένα τους παλουκώνετε. Δεν είναι λόγια, είναι έργα· και μην κοπιάζεις άλλο και γνωρίσαμεν την διάθεσίν σας οπού ’χετε σ’ εμάς». Τότε μου λέγει ο Κολοκοτρώνης· «Όλοι πολεμήσαμεν κι’ εσείς είστε εις την δούλεψη και παίρνετε μιστόν κι’ εμείς καθόμαστε έτσι. – Εσύ είσαι ζημιωμένος, του λέγω, και οι συντρόφοι σου, οπού γενήκατε Κιαμιλμπέηδες; Κι’ εμείς οπού παίρνομεν είκοσι πέντε γρόσια μιστόν εγίναμεν νοικοκυραίγοι![1] Κι’ αυτά τ’ αφίνομεν εις τον τόπο σας, οπού αγοράζομεν ψωμί και τρώμε. Αφού σας φκειάσαμεν το Ρωμαίικον, βλαφτήκετε οπού μας κάμετε και είλωτες· κι’ ως άχρηστοι θα μας παλουκώσετε – διατί χύσαμε το αίμα μας δι’ αυτείνη την πατρίδα και τίποτας δεν κερδέσαμεν. Τι λευτερίαν ’νεργάτε να μας κάμετε την βλέπομεν. Την γης οπού λευτερώσαμεν με τους αγώνες μας κι’ αίματά μας την δίνετε και την αγοράζουν οι συντρόφοι σας, εκείνοι οπού μας κάναν σίγρι όταν σκοτωνόμαστε. Αυτείνοι τα χαίρονται· αυτείνοι αγοράζουν ένα γρόσι το στρέμμα την γης, άγρια και ήμερη, την αγοράζουν κι’ όσ’ είναι κολάκοι σας και σπιγούνοι σας. Εμάς γυρεύετε να μας παλουκώσετε. Οι παλουκωμένοι – άλλο παλούκι δεν μπαίνει. Κι’ όταν με ματαϊδής, βάλε μου μίαν βούλλα εις το μέτωπον!». Σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος δεν ματαμίλησα αυτεινού του προκομμένου ανθρώπου, του Αγουστίνου, μ’ όλον οπού ’βαλε πολλούς φίλους μου και μου είπαν να πάγω· ποτές ως σήμερον δεν τον αντάμωσα.
Ο Κυβερνήτης μας άρχισε να ξηγέται τα αιστήματά του εις ανθρώπους οπού ’χαν την αρετή του και να βγαίνουν οι πατρικοί του σκοποί έξω. Τον Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, αφού ήτανε τουρκοκοτζάμπασης και φίλος του Μαυροκορδάτου, τον σύστησε αυτός του Κυβερνήτη. Ως τοιούτος συστημένος ο Παπαπολίτης, του είπε ο Κυβερνήτης μας ότι η Ρούμελη δεν μπορεί να λευτερωθή – και τι την θέλομεν; Όσοι Έλληνες μείναν ζωντανοί χωρούνε εις την Πελοπόννησο. Όμως να ’νεργήση ο Παπαπολίτης να μπούνε οι Λιδορικιώτες μέσα εις την Πελοπόννησο. Και είπε κι’ αλλουνών τοιούτων. Αυτό έδινε χέρι και του Κυβερνήτη μας. Από τον Ισθμόν της Κόρθος και μέσα έμενε η Εξοχότη του ένας πρίτζηπας κι’ ο Κολοκοτρώνης αρχιστράτηγος και τ’ αδέλφια του Κυβερνήτη μας και οι φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· και τότε η πατρίς λάβαινε την τύχη της εις αυτό – οι Έλληνες ραγιάδες αυτεινών κι’ αυτείνοι αφεντάδες. Δι’ αυτούς κάψαμε τα σπίτια μας, δι’ αυτούς χάσαμε τους ανθρώπους μας, δι’ αυτούς σκοτωθήκαμεν. Και τηράξετε μεγάλη γνώση οπού ’χουν όσοι πάνε εις την Ευρώπη – και ήρθαν να μας κυβερνήσουνε· να γένουν οι Ρουμελιώτες είλωτες αυτεινών! Δεν θέλω να κάμω καμμίαν παρατήρησιν εγώ και κάμετέ την εσείς οι αναγνώστες, αν θα ’μενε κανένας ζωντανός από αυτούς διά να μην τελεσφορήση αυτό. Ήταν τυχερόν και μαθεύτηκε ύστερα, οπού το είδε και ο Μαυροκορδάτος.
Όταν ο Κυβερνήτης μας έδειχνε πατριωτικά αιστήματα, τον πίστεψαν ως αληθινόν και τον συντρόφεψαν οι τίμιοι άνθρωποι και συνφώνως κυβερνήθη ο τόπος αγγελικά. Ύστερα τραβήχτηκαν όλοι κι’ έπεσε διχόνοια. Όταν ήταν ’λικρινείς άνθρωποι με τον Κυβερνήτη μας, ήταν καλή κυβέρνηση. Όταν προσκολλήστη με την λοιμική των καλοθελητών της πατρίδας, οπού μο ’λεγε πρώτα να προσέχω απ’ ούλους αυτούς, ότ’ είχε υποψίαν να μην δεν γυρίσουν με την Εξοχότη του, τότε αυγερώθη κι’ έγινε ένα μ’ αυτούς. Του λέγω· «Κυβερνήτη, αυτείνοι κάνουν εκείνο, εκείνο, καθώς μου είπες να προσέχω. – Αυτείνοι είναι οι καλύτεροι άνθρωποι και δεν θέλω ν’ ακούγω κατηγορία δι’ αυτούς. – Του λέγω, δεν τους κατηγορώ, αλλά μου είπες μόνος σου να προσέχω και σου τα είπα. Όταν η Εξοχότη σου λες ότ’ είναι καλοί, εγώ δεν ματαλέγω τίποτας. – Έλα το γιόμα να φάμε ψωμί και σου λέγω». Πήγα. Τελειώνοντας το φαγί, μου λέγει· «Τους μίλησα και είναι σε ορθόν δρόμον· και να είσαι φιλιωμένος κι’ όμορφα εις την ’πηρεσίαν σου. – Του λέγω, μη σε μέλει. Κι’ όταν δης τίποτα, παίδεψέ με».
Κι’ εσείς οι αναγνώστες τηράτε, όσον καιρόν ήταν με την δικαιοσύνη, πώς ήταν η πατρίδα· όταν πήρε αυτούς, πού κατήντησε αυτός και η πατρίδα. Τηράτε της ’φημερίδες· θα ιδήτε αυτούς αφεντάδες και όλους τους τίμιους κατατρεμένους απ’ ούλους αυτούς. Τότε χάθη και τ’ όνομα Αγιάννης και τον έλεγαν απατεώνα. Ότι η δυστυχισμένη πατρίδα είναι ατυχής από κυβέρνησιν αρχή ως τώρα. Ο Θεός ας την κυβερνήση και σωθή κατά τους αγώνες της.
Ο Υψηλάντης είδε τον δόλον του Κυβερνήτη – δεν μπόρεσε να τον βάλη εις τον όρκον του. Τότε άρχισε να τον κατατρέχη κι’ έβαλε τον μαρσιάλη Αγουστίνο και το ’κανε χιλιάδες αντενέργειες να τον βγάλη από αυτείνη την θέσιν, να τον αφήση μόνον του. Τότε, διά να ’πιτύχουν αυτό, έκαναν τους ανθρώπους, οπού ήταν εις της χιλιαρχίες ασήμαντοι με μικρόν βαθμόν, τους έδινε ανώτερον ο Αγουστίνος και τράβαγε πολλούς τοιούτους από της χιλιαρχίες του Υψηλάντη· κι’ έφκειασε αξιωματικούς πλήθος τοιούτους κι’ αδίκησε εκείνους οπού ’χαν δικαιώματα. Και τοιούτως έκαμε κι’ ο Αγουστίνος σώμα τραβώντας κι’ από τον Υψηλάντη κι’ από τον Τζούρτζη. Οι Έλληνες φτωχοί και πήγαιναν εις τον αδελφόν του Κυβερνήτη. Οι Ρουμελιώτες έβλεπαν τον χαμό της Ρούμελης κι’ όλο γιόμωζε νέους Τούρκους. Ο Κυβερνήτης δεν ήθελε να βγούνε ασκέρια έξω. Οι φίλοι του οι Ρουμελιώτες, ο Παπαπολίτης κι’ άλλοι, έγραψαν του Κυβερνήτη ότι «εις την Πάτρα και Καστέλλια κουβαλούνε πλήθος ζαϊρέ οι Τούρκοι και πάρε μέτρα». Τότε ο Κυβερνήτης στέλνει τον Τζαβέλα με την χιλιαρχίαν του εις το Λιδορίκι. Στην χιλιαρχία ήταν όλο Ρουμελιώτες, οι περισσότεροι Λιδορικιώτες και Κραβαρίτες κι’ από αυτά τα μέρη. Συνομίλησαν όλοι, βλέποντας την πατρίδα τους και τα σπίτια τους γιομάτα Τούρκους· του λένε του Τζαβέλα· «Θα βαρήσουμεν τους Τούρκους». Τότε στανικώς ο Τζαβέλας, ότι θα να ’μενε μόνος του και μπορούσε να κιντυνέψη (ότι συνάχτηκαν όλοι οι κάτοικοι Λιδορικιού και Κράβαρι), βάρεσε εις το Λιδορίκι, η χιλιαρχία και οι κάτοικοι, και τους χάλασαν και τους διώξαν τους Τούρκους από κει. Ήταν και εις το Κράβαρι Τούρκοι. Πιάσαν τα στενά οι ντόπιοι και οι άλλοι, τους σκότωσαν και πιάσαν και τον Πρεβίστα και άλλους πολλούς Τούρκους ζωντανούς. Τότε ο καλός κι’ αγαθός πατριώτης ο Υψηλάντης έστειλε και τον Στράτο με την χιλιαρχία του κι’ ανταμώθηκαν όλοι με τον Τζαβέλα και κατοίκους και πολέμησαν παντού τους Τούρκους· και εις Καρπενήσι τούς χάλασαν κι’ από κει. Και συνχρόνως εβήκε κι’ ο Υψηλάντης και τους πολέμησε παντού τους Τούρκους μ’ όλες της χιλιαρχίες. Κι’ αφάνισαν τους Τούρκους και λευτέρωσαν την Ανατολική Ελλάδα.
Εις την Φήβα είχαν οι Τούρκοι ορδί. Ρίξαν και οι εδικοί μας και πολέμησαν τους Τούρκους καμπόσον καιρόν· ότι πήγαιναν κι’ από την Έγριπον πλήθος Τούρκοι. Και πολεμούσαν νύχτα και ημέρα αντρείως, οι Τούρκοι και οι Έλληνες, και σκοτώνονταν κι’ από το ’να το μέρος κι’ από τ’ άλλο.
Ο Γκενεράλη Τζούρτζης ήταν εις την οργή του Κυβερνήτη μας κι’ όσοι ήταν μαζί του. Πολεμούσαν γενναίως εις το Μακρυνόρο κι’ αλλού. Δεν μπορούσαν να περάσουνε ζαϊρέδες οι Τούρκοι και παραδόθηκε η Βόνιτζα, ο Κραβασαράς, το Μισολόγγι και τ’ άλλα τα μέρη οπού βαστούσαν οι Τούρκοι. Ο Έπαχτος μόνον δεν παραδόθη κι’ έστειλε ο Κυβερνήτης τον Αγουστίνο μ’ όσους είχε τζοανταραίγους δικούς του κι’ άλλους οπού γύρισαν με το μέρος του αγορασμένους. Και πήγε και η φεργάδα η «Ελλάς» κι’ άλλα καράβια. Ήταν κι’ ένα Ρούσσικον. Επήγαν εις τον Έπαχτο και στέκονταν εκεί. Πήγε κι’ ο Παπαρρηγόπουλος να προσκυνήση το κάστρο, δεν στάθη τρόπος.
Αφού είδαν ο κόσμος ότι ο Κυβερνήτης κυβερνούσε του κεφαλιού του, τότε άρχισαν να του γυρεύουν Εθνική Συνέλεψη. Οδήγησε παντού τους διοικητάς και συντρόφους του, έδωσε και τα μέσα τα χρηματικά να κάμουν της εκλογές των πληρεξουσίων με το πνεύμα του και να εκλένε αυτόν πληρεξούσιον και ό,τι να τους λέγη εκείνο να κάνουν. Αφού τελείωσε αυτό παντού, πήρε τον Κολοκοτρώνη και Νικήτα κι’ εμένα ως Γενικόν Αρχηγόν της εκτελεστικής δύναμης και πήγαμε γύρα την Πελοπόννησο ως την Πάτρα. Έβγαιναν οι άνθρωποι και τον προϋπαντούσαν μίαν ώραν δυο μακρυά και το ’στρωναν δάφνες. Δεν τον είχε νοιώση ακόμα ο μικρός λαός. Τους σύναζε όλους κι’ έκανε με τα λόγια τους φτωχούς πλούσιους. Τον καθέναν τον ανάπευε εις την αίτησίν του και κατάιφερε τον κόσμο, όταν έγιναν οι εκλογές, να τον κάμουν οι περισσότερες επαρχίες αυτοπληρεξούσιον και ό,τι λέγη αυτός εκείνο να κάνουν οι πληρεξούσιοι τους.
Στην Πάτρα ήταν κι’ όλοι οι Αρτηνοί συνασμένοι και ήρθαν εις το κονάκι μου να με κάνουν πληρεξούσιον τους. Δεν ήθελα. Το μαθαίνει ο Κυβερνήτης, με βιάζει να δεχτώ. Του λέγω· «Δεν έχω ικανότη και δεν απατώ τους ανθρώπους». Μ’ έβγιασε πολύ· το άφησα, χωρίς να το δεχτώ. Εις τ’ Άργος εδώ μο ’στειλαν το πληρεξούσιον και το δέχτηκα. Πήγαμεν εις τον κόρφον του Επάχτου εις το καράβι το Ρούσσικον –ήταν και τα δικά μας – κι’ εκεί σταθήκαμεν και παραδόθη ο Έπαχτος· και σηκωθήκαμεν και γυρίσαμεν από Βοστίτζα και Μέγα Σπήλαιον κι’ όλα τα μέρη οπού δεν διαβήκαμεν. Και κατηχήσαμεν τους ανθρώπους. Και ήρθαμεν εις τ’ Ανάπλι. Σαν έμαθε οπού μου ’ρθε το πληρεξούσιον των Αρτηνών, με φώναξε, με διάταξε, μο ’δωσε και πεντακόσια γρόσια διά χαρτζιλίκι. Τα πήρα διά να του δείξω ότι οι Έλληνες είναι φτωχοί, διά να φάνε κομμάτι ψωμί, οπού μείναν δυστυχείς· αλλά την πατρίδα τους την φυλάνε ως πατρίδα.
Άρχισε η Συνέλεψη έξω εις τ’ αφιθέατρο εις τ’ Άργος – το ’φκειασε ο Κυβερνήτης αξιόλογα. Κι’ έβαλε καπιστράνες κι’ έδεσε τα γομάρια οπού οδήγησε τους ανθρώπους και σύναξε. Τότε διάταξε τον Νικήτα φρουρά της Συνέλεψης. Πολλοί πληρεξούσιοι θέλαν εμένα. Εγώ τους είπα· «Το ίδιον είναι, ή εγώ είμαι ή ο Νικήτας». Μου είπε ο Κυβερνήτης να ’χω ανθρώπους να προσέχω κι’ εγώ. Ησύχασα τους βουλευτάς, οπού με ζητούσαν, να μη γένη σκίσμα. Άρχισε η Συνέλεψη. Είχαν μαζωχτή οι συντρόφοι του Κυβερνήτη μας, οπού τον είχαν αυτόν διορίση πληρεξούσιον στο κάθε μέρος οι διοικηταί του – και οι πληρεξούσιοι όλοι ν’ ακούνε τον Κυβερνήτη μας, ό,τι τους λέγη εκείνο να κάνουν. Ότι το περισσότερον μέρος δεν τον γνωρίζει ακόμα· δεν εβήκε η προσωπίδα να γνωριστούν τα πατριωτικά του φρονήματα. Και κατά οπού τους οδήγησε ήταν οι περισσότεροι με το πνεύμα του και κόλακες· κι’ έκανε ό,τι ήθελε – καλό δικό του, ζημιά της πατρίδας.
Μίαν ημέρα είχε οδηγήση ένα τζιράκι του τον Μαύρον – ήταν πληρεξούσιος από τα νησιά κι’ ήρθε από την Ευρώπη, οπού σπούδαζε, με γυαλιά εις τα μάτια, βουλευτής. Βγαίνει εις το βήμα, λέγει· «Έχομεν μεγάλες χάριτες εις το στρατιωτικόν της θαλάσσης και ξεράς, ότι σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν διά την πατρίδα. Και η πατρίδα δι’ αυτά όλα τους έδωσε το δικαίωμα κι’ έχει και το στρατιωτικόν πληρεξούσιους. Και ως τώρα ήταν εις της άλλες Συνέλεψες· τώρα να πάψη». Κι’ αφού μίλησε πολύ, λέγει του προέδρου να το κανονίση. Ότι καμπόσοι πληρεξούσιοι, θαλασσινοί και της ξεράς στρατιωτικοί, και δεν τους έδιναν χέρι, ότι δεν παίζαν τον άσο τους, να ήταν με το πνεύμα τους. Εις αυτό όλοι οπού ήταν εκεί, τόσοι οπλαρχηγοί σημαντικοί Πελοπόννησος, Σπάρτης, Ρούμελης και νησιών, δεν κρένει κανένας. Τότε σηκώνομαι εγώ, τους λέγω· «Κύριε Πρόεδρε! Η μάθηση δεν με βοηθάγει ούτε και εις το βήμα να μιλήσω, ούτε και από τον τόπο μου. Όμως η αδικία μού δίνει το θάρρος να μιλήσω απλά, όπως μπορώ. Ο κύριος Μαύρος έχει δίκιον οπού ’καμεν τόσα ’γκώμια του στρατιωτικού θαλάσσης και ξεράς. Κι’ όντως αγωνίστη πατριωτικώς, η πατρίς το βράβεψε διά όλα αυτά και το ’δωσε το δικαίωμα να ’χη πληρεξούσιους. Τώρα του υστερεί αυτό το δικαίωμα. Έχει δίκιον ο κύριος Μαύρος να λέγη αυτό, ότι όταν πολεμούσαμεν εμείς και σκοτωνόμαστε, ο κύριος Μαύρος πήγε εις την Ευρώπη με δυο μάτια και γύρισε με τέσσερα – σπούδαξε κι’ έβαλε και γυαλένια μάτια. Είδε και εις την Ευρώπη οπού ’ναι στρατέματα, και θαλασσινά και στεργιανά, και δεν έχουν πληρεξούσιους. Δεν ρωτούσε ο κύριος Μαύρος διατί δεν έχουν; Να του το ειπώ εγώ: Ότι αυτείνοι πλερώνονται βαρυούς μιστούς, θαλασσινοί και στεργιανοί, και τ’ αναγκαία του πολέμου, όπλα και καράβια και ζωοτροφίες, είναι εθνικά. Αφού είναι όλα ξένα αυτά και πλερώνονται κι’ οι ίδιοι, τι πληρεξούσιους θέλουν; Αυτείνοι είναι κοπέλια, μιστωτοί του έθνους τους. Οι Έλληνες, κύριε Μαύρο και Τάτζη Μαγγίνα (ότι μίλησε κι’ αυτός συχρόνως με τον Μαύρον μίαν γνώμη), οι Έλληνες, κύριοι, έβαλαν την ζωή τους πρώτα, το ντουφέκι τους, το ψωμί τους, το καράβι τους και κατάστασίν τους μέσα εις το καράβι, και μ’ αυτά ανάστησαν την πατρίδα και θέλει ο αγωνιστής τον πληρεξούσιον του να του μιλήση τα δίκια του, να λάβη τα δικαιώματά του, ότ’ είναι αγωνιστής και λευτερωτής της πατρίδος, δεν είναι κοπέλι. Όταν λάβη ο καθείς το δίκιον του, τότε εκείνοι οπού θα μπούνε εις ’πηρεσίαν της πατρίδος, αφού θα είναι κοπέλια, δεν θα ’χουν πληρεξούσιους· όμως εμείς πρέπει να ’χωμεν πληρεξούσιους όσο να θεωρήσουμε τα δίκια μας. Ότι όλοι οι πολιτικοί πλερώνονται χοντρούς μιστούς και των στρατιωτικών τους δίνουν από μίαν ομολογίαν είκοσι πέντε γρόσια τον μήνα. Και να μην γένη αυτό, Κύριε Πρόεδρε – και τότε δεν θα ιδή από μας εδώ μέσα ένας τον άλλον. Του κυρίου Μαύρου και Μαγγίνα κι’ αλλουνών τους δίνει χέρι, δεν μας δίνει εμάς». Τότε αυτείνοι επιστήριξαν την ιδέα τους. Σηκώθηκαν όλοι οι στρατιωτικοί, θαλασσινοί και στεργιανοί, κι’ επιστήριξαν την δική μου. Κι’ έμεινε η δική μου πρόταση. Μαθαίνοντας αυτό ο Κυβερνήτης με πήρε εις την οργή του – ότι έχασε και τα πεντακόσια γρόσια οπού μο ’δωσε· δεν με δέχονταν να παρουσιαστώ ομπρός του. Μ’ υπομονή παρουσιάστηκα. Του λέγω· «Ξέρεις, Κυβερνήτη μου, τι κάμαν αυτείνοι οι πληρεξούσιοι; Κάμαν τέτοια πρότασιν. Κι’ ο λαός, όλοι οι αγωνισταί, ήθελαν να τους λιθοβολήσουν και ύστερα να ριχτούν και εις την Εξοχότη σου. Το πήρα χαμπέρι αυτό και μίλησα στην Συνέλεψη και είπα του λαού ότι μου είπες η Εξοχότη σου να μιλήσω. Κι’ όποιος σου μιλήση, να ειπής ότι δεν το ’θελες και μου είπες να μιλήσω εγώ. Είναι κι’ άλλο ένα οπού μάθαν οι άνθρωποι· θέλει η Συνέλεψη να κάμη ευγενείς. Και σ’ αυτό αναντιώθηκαν οι άνθρωποι και θα κάμουν κίνημα να μας βαρέσουν. Και τους μίλησα και δι’ αυτό να ησυχάσουνε, ότι η Εξοχότη σου δεν τους αφίνεις να κάμουν παρόμοια. Και να μην γένη τίποτας και χαθούμεν». Πήρε η Εξοχότη του ευκαρίστησιν οπού αγρυπνώ και μίλησε και των εδικών του να μην ξανακάμουν τέτοια πρότασιν. Ότ’ ήθελαν να κάμουν σύστημα να είναι αυτείνοι απόλυτοι αφεντάδες μας κι’ εμείς είλωτές τους, να ήμαστε με τρύπιες σκούφιες. Μίλησα και καμποσουνών και φοβέριζαν, να φαίνεται ότι είναι αυτεινών κινήματα.
Ο Κυβερνήτης έκαμεν με τους πληρεξούσιους όσα του ήταν αναγκαία, τους αγόρασε – και ήταν και δικοί του. Τότε έκαμε και μίαν γερουσίαν όλο από αυτούς τους αγορασμένους, και κυβερνιώμαστε με τέτοια δικαιοσύνη. Άρχισαν ο κόσμος να ξυπνούν και να καταλαβαίνουν ότι δεν είναι ο Αγιάννης, είναι ο Καποδίστριας. Τότε βγαίναν τ’ αγαθά του αιστήματα έξω αυτεινού και της συντροφιάς του. Ορκίζονται να είναι υπέρ της Ρουσσίας. Και όσοι μπαίνουν εις αυτό είναι οι πιστοί· οι άλλοι κακοί πατριώτες και κατατρέχονται. Και γιομίζει η συντροφιά τους από τοιούτους συντρόφους. Οι μεγάλοι άντρες, όταν βρίσκωνται, είναι πολυτίμητο τζιβαϊρκόν· τότε σώνουν έθνη. Όμως να είναι κατά τ’ όνομα και τα έργα. Ο Κυβερνήτης δεν θέλει ν’ ακούγη από τους Έλληνες σωτήρα και δεύτερον Θεόν τους· θέλει να είναι δούλος μιας δύναμης, να της κάμη δούλεψη – να χύση ένα φλυτζάνι γλυκό νερό να γλυκάνη την θάλασσα. Και το ’να το μέρος ποταπότη έχει και το μεγαλύτερον μέρος αλαιρμαγίαν. Ο Θεός ούτε του ενού κέφι θα κάμη, ούτε του αλλουνού τον δόλον. Ότ’ είπε αυτός, ο δίκιος βασιλέας, εκείνο θα γένη.
Ο Υψηλάντης με της χιλιαρχίες εις Φήβα είχαν τόσους μήνες πόλεμον· και πολέμησαν γενναίως και τα δυο μέρη. Ήρθε κι’ ένας πασιάς μ’ έξι χιλιάδες ταχτικόν· και πολέμησαν κι’ αυτείνοι. Και θέλησε να φύγη διά Ζιτούνι· και οι Έλληνες πιάσαν την Πέτρα και τον πολέμησαν αντρείως τόσες ημέρες και δεν μπόρεσαν να περάσουνε. Τότε κάμανε συνθήκες με τους Έλληνες και πέρασαν με ρεέμια. Κι’ έκαμεν τιμή της πατρίδος η τιμιότη οπού στάθη εις την συνθήκη. Κι’ αυτό το χρωστούμεν εις τον αγαθόν Υψηλάντη.
Όσα ο Κυβερνήτης έταζε των ανθρώπων και τους κατάφερε κι’ έκαμαν την Συνέλεψη καθώς την ήθελε, έγιναν ανάποδα. Και οι αναντίοι φωτίσανε τον λαόν και είδε και μόνος του. Η Κυβέρνηση άρχιζε να μαυρίζη πολύ κι’ έχασε όλως διόλου. Τότε μίαν ημέρα με φωνάζει εις τ’ Ανάπλι ο Κυβερνήτης και μου λέγει να πάγω γύρα εις τους νομούς να τηράξω τους ανθρώπους πώς φέρνονται εις την ’πηρεσία και να μάθω και τι τρέχει. Σηκώθηκα πήγα εις την Τροπολιτζά. Έφκειασα μια ειδοποίησιν εις τους δημογέροντες και διοικητή να μου ειπούνε πώς περνούν με την εκτελεστική δύναμη. Μο ’λεγαν ενγράφως παντού ήταν ευκαριστημένοι. Εκεί οπού ’κανα αυτές της ξέταξες ρώταγα πολλούς τι είναι τα παράπονά τους και βαστούσα ένα ριπόρτο του κάθε μέρους, τι αδικία τους γένεταν. Την περισσότερη αγανάχτησιν είχαν από τον Βιάρο, Αγουστίνο και Γεννατά.
Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνι είναι ένα χωριόν το Μέγα Σπήλαιγο. Έκαμα κονάκι εκεί. Μου παραπονιώνται οι κάτοικοι από την τυραγνίαν οπού δοκιμάζουν από τους καλογέρους· ό,τι παίρνουν το αρπάζουν αυτείνοι. Είχα κονάκι σ’ ενού παππά το σπίτι. Τότε τους λέγω· «Σαν τραβάτε τόση τυραγνίαν, δεν το αφίνετε το χωργιόν σας να φύγετε να πάτε σ’ άλλο χωργιόν εθνικόν, οπού ’ναι τόσα;» Μου λέγει η παππαδιά· «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα εις το βάλτο, στο νερό τόσες ψυχές, να γλυτώσουμεν· και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε· και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από της αβδέλλες – μας φάγαν· και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν· κι’ άλλα ζωντανά κι’ άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ· και μ’ αφάνισαν κι’ εμένα και της άλλες. Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτείνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν· όλο δόλο και απάτη». Κι’ έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι’ έκλαψα κι’ εγώ. Πήγαν τα παιδιά να βάλουν εις το μετόχι τ’ άλογό μου, το παίρνουν οι καλογέροι τ’ απολούνε έξω και κλείνονται μέσα. Είναι σαν κάστρο. Τους λένε τα παιδιά· «Είναι του Μακρυγιάννη τ’ άλογον». Κρίναν τόσα αναντίον μου. Τότε λέγω των παιδιών· «Απάνου τους να τους πιάσωμεν!» Πιάστηκαν μ’ άρματα. Κολλήσαμεν, τους πιάσαμεν. Τους έρριξα ένα ξύλο παστρικό και τους διάταξα διατί να φέρνωνται τοιούτως και τυραγνικώς εις τους ανθρώπους· πώς θα πάμε ομπρός μ’ αυτό; Έφυγα από κει.
Πήγα εις τον Κυβερνήτη, το ’δωσα το ριπόρτο. Όταν είδε τα παράπονα διά τον Βιάρο και Αγουστίνο και Γεννατά, μου είπε αγαναχτισμένος αναντίον μου· «Τι έχετε μ’ αυτούς; – Του είπα, εγώ κατά χρέος σού το είπα και η Εξοχότη σου ό,τι σε φωτίση ο Θεός κάμε». Του ανάφερα και την άχλιαν κατάσταση του τόπου και να στείλη άλλον να ιδή αν αληθινώς του είπα ή όχι. Τότε έστειλε έναν γραμματικόν του Νικήτα, Αθανασιάδη τον λένε, να ιδή αυτά οπού του είπα αλήθεια είναι ή ψέμα. Αυτός γύρισε και είπε· «Μεγάλη ευκαρίστησιν έχουν οι κάτοικοι κι’ ό,τι σου είπε ο Μακρυγιάννης είναι όλα ψέματα».
Εις την Πελοπόννησον έρχονταν πολλοί περιηγηταί ξένοι να ιδούνε πού έγινε πόλεμος, και γκιζερούσαν όλες της θέσες. Ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του οδηγημένοι από την Κυβέρνηση διά να μείνουν τα σύνορα περγιορισμένα, ήθελαν να συκοφαντούνε παντού τους Έλληνες ότ’ είναι θερία κι’ ανάξιοι της λευτεριάς τους. Τότε διά να πετύχη αυτό ο Κυβερνήτης, είπε του Κολοκοτρώνη και συντροφιάς να βγάλουν παντού ληστάς κι’ όπου βρίσκουν περιηγητάς γύμνωμα, ό,τι μπορέσουνε. Εγώ ως Αρχηγός της εκτελεστικής δύναμης διά την τιμή της πατρίδας μου και δική μου τους έδινα ανθρώπους των ξένων και τους προφύλαγαν· κι’ έγραφα σε όλους τους νομούς δι’ αυτό. Μου το ’καμεν έγκλημα ο Κυβερνήτης κι’ ο υπουργός Βιάρος κι’ ο Πληρεξούσιος των αρμάτων Αγουστίνος, διατί δίνω όργανα της ’πηρεσίας στους ξένους ανθρώπους. «Τους δίνω διά την τιμή της Κυβερνήσεως». Μαλλώσαμε δι’ αυτό. Τους είπα· «Βάλετε άλλον εις το ποδάρι μου»· δεν θέλησαν. Τότε έμαθα πως βγαίναν τους ληστάς διά να πιάνουν τους ξένους ανθρώπους, κι’ αναντίον αυτεινών έπιασα εγώ της θέσες και δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτας.
Μίαν ημέρα ήταν ως περιηγητής ο Γκόρδον κι’ άλλοι ξένοι, κι’ ο αρχηγός Κολοκοτρώνης κι’ οι άλλοι στείλαν μπροστά, εκεί οπού θα περάσουνε από τ’ Άστρος, να τους βαρέσουνε. Φίλους είχα πολλούς, ότι τόσον καιρόν οπού ’χαμεν εις την ’πηρεσίαν δεν ακολούθησε τίποτας. Μου λένε αυτό, στέλνω εις τον αξιωματικόν του Άστρους να στείλη ανθρώπους, ή να πάγη μόνος του στο Άστρος οπού ’ναι ένα μοναστήρι – είναι κλέφτες, ή να τους πιάσουνε ή να τους σκοτώσουνε. Ο Κυβερνήτης είχε τον σκοτωμόν περιορισμένον· εγώ τους έγραφα να τους σκοτώσουνε και να βαστούν την διαταγή μου δι’ ασφάλειά τους. Ο αξιωματικός έδειξε τη διαταγή μου του διοικητή· κι’ αυτός ο διοικητής – ήταν ορκισμένος της συντροφιάς – λέγει του αξιωματικού να μην τους βαρέση, αλλά να πάγη με τρόπον να τους ειπή να φύγουν. Πήγε τους ηύρε οπού ’ταν μεθυσμένοι, τους ξύπνησε και τους είπε κι’ έφυγαν και πήγαν εις τ’ Ανάπλι εις τον αρχηγόν. Τότε στέλνω του αξιωματικού να ’ρθή εδώ, εις τ’ Άργος. Ήρθε· του λέγω· «Διατί δεν εκτέλεσες όσα σου έγραψα; Μου είπε τι του είπε ο διοικητής· «Εγώ, λέγει, χωρίς την άδεια του διοικητή δεν μπορούσα να πάγω, ότ’ είμαι εις την οδηγίαν του». (Είχε δίκιο εις αυτό). «Τον ρώτησα, μου είπε να πάγω να τους διώξω». Του λέγω· «Δο’ μου το ενγράφως». Μου το ’δωσε, αυτός και οι άνθρωποι υπογραμμένοι. Τότε το παίρνω, πάγω εις τον Κυβερνήτη, του λέγω· «Οι διοικηταί σου είναι γιατάκι των κλεφτών κι’ οι αρχηγοί· κι’ αυτείνοι οπού κάνουν τον κλέφτη είναι εδώ, εις τ’ Ανάπλι κι’ Άργος, και θα τους πιάσω (τότε δίνω το γράμμα). Τοιούτως δεν ’περετώ αυτείνη την Κυβέρνησιν· θέλω την απαραίτησίν μου. – Δεν κάνει να παραιτηθής, μου λέγει· εγώ σ’ αγαπώ». Κι’ άλλα τοιούτα. Να παραιτηθώ δεν το ’δινε χέρι, ότι θα κατηγοριώνταν. Μου βάσταξε το γράμμα να ’ρευνήση.
Σε ολίγες ημέρες μο ’ρχεται μία διαταγή ότι άλλαξε τον Βιάρον από το υπουργείον κι’ έβαλε τον Ρόδιον – κι’ αυτός σύντροφός τους. Μου λέγει εις την διαταγή ότι «έγινε νέα μεταρρύθμεψη της εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος κι’ αρχηγός μπήκε ο Νικήτας και να ’ρθής μέσα». Πήγα εκεί. Μου είπαν να πάγω στα νησιά τ’ Αιγιοπελάγου αρχηγός. Σ’ αυτά τα νησιά ήταν αγωνισταί οπού τρώγαν ψωμί, Νυδραίοι, Ψαργιανοί, Σπετζώτες κι’ άλλοι – να βγάλω αυτούς να έμπωμεν εμείς· και τότε από αυτό ν’ ανοίξη ενφύλιος πόλεμος. Του είπα μ’ αναφορά μου ότ’ είμαι αστενής και δεν μου σώνουν και τα έξοδα. Εμένα μο ’δινε τρακόσια γρόσια πλερωμή, του Νικήτα χίλια. Μου είπε· «Σου δίνω τον μιστόν οπού θα πάρη κι’ ο Νικήτας. – Δεν μου το συχωρεί η υγεία μου». Του ζήτησα να στείλη παντού να ιδή το σώμα αν είναι σύνφωνο με την πλερωμή του και να μου δώση τοιούτο αποδειχτικόν και τότε τραβάγω. Και σύσταινα και το σώμα ως τίμιος άνθρωπος. Δεν ήθελε να στείλη να ιδή αν είναι σωστοί οι άνθρωποι. Του ζήτησα επιμόνως κι’ έστειλε και το επιθεώρησαν κι’ έλαβα τ’ αποδειχτικόν του.
Β
Είκοσι έξι μήνες έκαμα σ’ αυτείνη την ’πηρεσίαν. Αν ιδήτε κατάχρησιν παραμικρή, ή ληστεία, ή αδικίαν εις τους πολίτες, τότε εσείς αναγνώστες να με λέτε άτιμον άνθρωπον. Κι’ απ’ όταν πάψαμεν ύστερα, τηράτε τι ληστείες έγιναν και τι αρπαγές και τι σκοτωμοί. Ο Κυβερνήτης μο ’δωσε τον βαθμό μου, χιλίαρχο, καθώς και οι άλλοι, και μ’ έβαλε και εις το στρατιωτικόν δικαστήριον. Δεν θέλησα να κρίνω κανέναν. Ο Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολύ του Πετρόμπεγη το σπίτι. Ψωμί δεν είχαν να φάνε. Σήκωσε ντουφέκι η Σπάρτη, η Πελοπόννησο, η Ρούμελη και γύρευαν Συνέλεψη, να κυβερνιώνται με νόμους. Τότε άρχισε ντουφέκι και εις τον Πόρο. Έστειλε στρατέματα, ήταν και καράβια Ρούσσικα με τον Ρικόρδον. Έκαψε ο Μιαούλης την φεργάδα και παπόρι κι’ άλλα. Υποπτεύονταν η Αγγλία να μην γένωμεν κι’ εμείς θαλασσοδύναμη και με την ευκαρίστησιν του Εκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου και συντροφιάς τα ’καψαν· και τελειώσαμεν κι’ από αυτά. Και γυμνώθη κι’ ο Πόρος και σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι. Ο Πετρόμπεγης είχε φύγη κρυφά πρωτύτερα από τ’ Ανάπλι. Στον δρόμο τον έπιασαν αυτόν, έπιασαν τ’ αδέλφια του τον Κατζή και τον Κωσταντήμπεγη, τον υιγιό του τον Μπεζαντέ και τους χάψωσαν εις το Παλαμήδι όλους.
Και τότε το κακό άξαινε παντού· κι’ ο Κολοκοτρώνης κι’ ο Μεταξάς και η συντροφιά όλη και τ’ αδέλφια του Κυβερνήτη βάναν φωτιά εις το μπαρούτι. Τότε ο δυστυχής Κυβερνήτης είδε πού τον κατήντησε αυτείνη η λοιμική. Όμως δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Έκρινε του Κυβερνήτη ο Κοντάκης καμπόσα, ότι τον αγαπούσε ο Κυβερνήτης. Του είπε να βγάλη τον Πετρόμπεγη και τους άλλους από την χάψη· και στρέχτη ο Κυβερνήτης να τους βγάλη, ν’ αγαπηθούν. Το ’μαθε αυτό ο Κολοκοτρώνης και η συντροφιά του και του είπαν, αν γένη αυτό, αυτείνοι τραβούνε χέρι από τον Κυβερνήτη. Τότε άντεσε ο δυστυχής σαν τ’ αυγό στα δυο λιθάρια. Δεν θέλησαν, κι’ έμεινε η ομιλία διά τον Πετρόμπεγη. Κι’ ο δυστυχής Κυβερνήτης βρέθηκε σε μιαν δεινή περίστασιν και καταλυπέταν, ότι απατήθη από την συντροφιά του.
Ο Κοντάκης μου είπε αυτά. Είχα πάγη εις τον Κυβερνήτη, ότ’ ήταν κι’ όντως αξιολύπητος. Του είπα· «Κυβερνήτη μου, εγώ σου τα είπα όταν μ’ έστειλες εις την περιοδεία· σου είπα την αλήθεια ο δυστυχής. Δεν θέλησες να με πιστέψης ποτέ. Εγώ σου είπα, πατρίδα δοξάζω, θρησκεία και την Εξοχότη σου, οπού είσαι ο Κυβερνήτης της πατρίδας μου και μπορείς να την σώσης και μπορείς να την χάσης. Τώρα κυβέρνα τα πράματα με φρόνησιν κι’ αγροικήσου μ’ όλους τους σημαντικούς κι’ ενώσου μ’ αυτούς». Μπήκε ένας μέσα κι’ αναχώρησα. Και ήταν πολύ λυπημένος. Όλοι οι ανθρωποφάγοι ήταν αναντίον του. Αφού ο Κοντάκης είδε την στεναχώρια του Κυβερνήτη, και το ντουφέκι δούλευε, του είπε του Κυβερνήτη, αν είναι με την άδειά του, να ξαναπάγη εις τον Κολοκοτρώνη, εις τον Μεταξά, εις τον Τζαβέλα, εις τους αδελφούς του, εις τον Σπηλιάδη, ότ’ ήταν Γραμματέας του Εσωτερκού, και τους άλλους. Τους μαζώνει σ’ ένα μέρος, λέγει την περίστασιν και τον κίντυνο της πατρίδος κι’ ότι μίλησε και με τους αναντίους και θέλουν να πάψη η διχόνοια, όμως τους Μαυρομιχαλαίγους να βγάλουν από την φυλακή. Όλοι σύνφωνοι, και η κακή ψυχή ο Μεταξάς σκύλιασε τον Κολοκοτρώνη κι’ αυτούς τους άλλους και δεν έκαμαν τίποτας.
Το ντουφέκι άναψε πολύ εις την Σπάρτη. Σηκώθη ο καϊμένος ο Κυβερνήτης και πήγε μόνος του να το σβέση. Πίσου αυτείνοι οπού μείναν θέλουν να κάμουν εξορίαν όσους δεν ήταν με το πνεύμα τους, ορκισμένοι. Έκαμαν κατάλογον εις τ’ Ανάπλι. Εδώ εις τ’ Άργος ο Τζόκρης, ο Καλλέργης, οι άλλοι όλοι ήταν ένα· είπαν κι’ έκαμαν μίαν μυστική συνέλεψη οι Αργίτες να διώξουν από τ’ Ανάπλι κι’ από δω όλους τους αναντίους κι’ εμένα. Τότε μαθαίνω εγώ αυτό κι’ αρμάτωσα καμπόσους. Έρχονται από τ’ Ανάπλι βλέπουν αυτό, βαστιώνται σε κουράγιο κι’ εκείνοι. Μαλλώσαμεν με λόγια. Δεν άφησα να πιάσουν κανέναν. Γράφουν αυτά του Κυβερνήτη, γυρίζει οπίσου. Πήγα εγώ να παρουσιαστώ εις τον Κυβερνήτη, μου λέγει· «Τι είναι αυτά οπού ’καμες; – Μυστικές συνέλεψες κάμαν· θέλουν να διώξουν τους ξένους κι’ εμένα. – Σαν δεν σας θέλουν, δεν μπορείτε να καθίσετε στανικώς, μου λέγει ο Κυβερνήτης. –Δεν είμαστε ξένοι, Κυβερνήτη. Όταν ήρθε ο Αράπης, αυτείνοι όλοι ήταν πηγιωμένοι άλλοι στα νησιά κι’ άλλοι στης σπηλιές και ήταν ασφαλισμένοι, κι’ εγώ μ’ εκείνους οπού θέλουν να διώξουν σκοτωνόμαστε. Και την έχομεν την πατρίδα αντάμα. Πιθαμή, πιθαμή θα την μεράσουμεν κι’ όχι να μας διώξουν! Δεν μας είχαν σκλάβους φερμένους. – Λέγει η Εξοχότη του, όλοι εσείς σύνταμα γυρεύετε, και σας κυβερνώ όλους εσάς. – Είσαι νοικοκύρης, Εξοχώτατε, και κάμε ό,τι αγαπάς. (Όσους ήταν να διώξουνε ’νεργούσαν ολοένα). Με λύπη μου σου λέγω, αν πειράξουν κανέναν, θα πεθάνωμεν· κι’ ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν. Κι’ από μέρος μου σιχάθηκα τέτοια λευτεριά!» Και σηκώθηκα κι’ έφυγα χωρίς να του κρίνω άλλο.
Σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος, ποτέ δεν θέλησα να είμαι αναντίον του, ότι μπεζερίσαμεν από της ακαταστασίες. Αλλά οι Κολοκοτρωναίγοι και η συντροφιά τους με κατάτρεχαν διά μέσον του Κυβερνήτη κι’ αδελφών του. Τότε στέλνουν έναν λοχαγόν με καμπόσους ανθρώπους εδώ εις τ’ Άργος να με πιάσουνε, ή αν αντισταθώ, να με βαρέσουνε. Τότε μο ’στειλαν από τ’ Ανάπλι χαμπέρι κι’ έφυγα κρυφίως και πήγα εις τ’ Ανάπλι και κρύφτηκα. Την αυγή, ήταν Κυργιακή, πήγε ο Κυβερνήτης εις την εκκλησιά, κι’ εγώ πήγα και το ’πιασα το σπίτι. Ήρθε, μ’ είδε. «Τι θέλεις;» μου λέγει. – Τον Κυβερνήτη της πατρίδας μου. – Δεν έχω καιρό, μου λέγει. – Δεν έχω κι’ εγώ καιρό να σε ιδώ άλλη βολά (ότι ψάχναν να με βρούνε να με πάνε εις το Παλαμήδι). – Φεύγα, μου λέγει· δεν αδειάζω. – Πουθενά δεν πάγω!» Άρχισαν οι άνθρωποί του να με κακομεταχειρίζωνται. Τότε μαλλώσαμεν. Έστειλε και πήγα μέσα. «Τι θέλεις;» μου λέγει. Να μ’ ακούσης· την κατάστασή μου την ξόδιασα, τα υποστατικά μου και σπίτι μου τα ’χασα. Εικοσιέξι ανθρώπους πήγαν να μας κρεμάσουνε, μόνος μου γλύτωσα. Εβδομήντα πέντε ημέρες με τυραγνούσαν με σίδερα εις τα ποδάρια κι’ άλλους παιδεμούς να μαρτυρήσω το μυστικόν της Εταιρίας, τρόμαξα να γλυτώσω. Πέντε πληγές πήρα εις τον αγώνα της πατρίδας. Τούτα τ’ άρματα δεν μου τα ντρόπιασε ο Θεός, οπού τα ’χω από δέκα πέντε χρονών παιδί –θέλει να μου τα ντροπιάση ο Κυβερνήτης της πατρίδας μου. Λάβε τα. (Έβγαλα το σπαθί, της πιστιόλες τα ’βαλα στο τραπέζι). Κάμε ό,τι αγαπάς τώρα· στείλε με εκεί οπού θέλεις (Παίρνει και ματαβαίνει οπίσου τ’ άρματα εις το ζουνάρι μου). Δεν τα θέλω, του λέγω. Κάμε μου όρκον ότι δεν με ντροπιάζεις, κι’ έτζι τα βαίνω απάνου μου». Τότε μο ’καμεν όρκο και τα πήρα κι’ έφυγα. Και δεν έκαμεν εξορία και τους άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς ούτε από τ’ Άργος, ούτε από τ’ Ανάπλι.
Σε ολίγες ημέρες βγάζουν ότι ξεσκέπασαν μίαν εταιρία και θέλουν να μας ορκίσουν, να ’μαστε πιστοί εις τον Κυβερνήτη. Εγώ αν ήξερα αυτό, να ’χω την κατάρα της πατρίδας. Έβγαλε εγκύκλιον παντού ο Κυβερνήτης κι’ έλεγε ότι «μία εταιρία γίνεται του «Γερακλέους» και δι’ αυτό να ορκιστήτε πως δεν ενέχεστε εις αυτό και να είστε πιστοί». Ορκίστηκαν όλοι. Εγώ έφκειασα όρκον δικό μου. Μου κόβουν τον μιστόν μου, σ’ έναν ξένον τόπον με τόση φαμελιά. Τότε φκειάνω μίαν αναφορά εις τους Αντιπρέσβες των Δυνάμεων. Μαθαίνει αυτό ο Κυβερνήτης, με προσκαλεί και μου δίνει τον μιστόν μου. Και με τήραγε σαν η γάτα το ποντίκι. Ήθελαν να μας ορκίζουν σαν γομάρια διά το κέφι τους και ύστερα να μας λένε επίορκους.
Όταν σκοτώθη ο Αλήπασσας οι Τούρκοι πήραν μίαν γυναίκα του οπού ’χε Ρωμαία, την έλεγαν Κυρά Βασιλική, κι’ έναν αγαπημένον του Αλήπασσα, τον έλεγαν Θανάση Βάγια, και τους πήγαν εις την Κωσταντινόπολη. Αυτόν τον καλόν άνθρωπον τον είχε ο Αλήπασσας, οπού ’τρωγε τους ανθρώπους καλύτερα από ψωμί. Όταν έφκειανε το κάστρο των Γιαννίνων, επιστατούσε αυτός ο καλός άνθρωπος. Πόσους ανθρώπους έρριξε εις τον ασβέστη και κάηκαν κι’ άλλους τους τρύπαγε εις τ’ αυτιά και τους κάρφωνε! Αυτός ο καλός άνθρωπος λάδι την Τετράδη και Παρασκευή δεν έτρωγε, τους ανθρώπους τους ροκάναγε. Αναχώρησε από την Κωσταντινόπολη και ήρθε εδώ. Τον αντάμωσε ο Κυβερνήτης μας και τον ρώταγε, πώς εκείνος ο μέγας άντρας ο Αλήπασσας διοικούσε τους ανθρώπους κι’ έγινε τοιούτος. Του λέγει εκείνος ότι αυτός σκότωσε όλους τους παλιούς, τα οτζάκια, κι’ έφκειασε δικούς του ανθρώπους. Του λέγει· «Να σου δώσω ανθρώπους πιστούς, μπορείς να το κάμης αυτό; – Είμαι έτοιμος να σε δουλέψω». Το ’δωσε ανθρώπους. Είδαμεν εμείς αυτό – ξέραμεν την διαγωή του – μαθεύτηκε, φοβήθη ο Κυβερνήτης μας. Τότε τον έβαλε εις τ’ Αγροκήπιον επιστάτη και το’δινε εξακόσια γρόσια τον μήνα, οπού δεν παίρνει η πρώτη τάξη των αγωνιστών αυτόν τον μιστόν. Του είπε να ησυχάση εκεί κι’ όταν είναι καιρός να βάλη την ενέργειάν του σε δρόμον, να κυβερνήση όλους τους αγωνιστάς – να τους σκοτώση, καθώς έκαμεν ο Κιτάγιας τους Αρβανίτες εις τα Μπιτόλια. Κι’ όταν πιτύχαινε αυτό ο Κυβερνήτης μας και οι συντρόφοι του, τότε όσα είχε η φαντασία του θα τα ’κανε εις την Ελλάδα.
Ήταν έναν καιρόν ένα λιβάδι πολλά αξιόλογον. Είχε πολλά αγαθά μέσα διά τους ανθρώπους και καλή τροφή διά τα ζώα. Σε αυτό το λιβάδι ήταν ένα θερίον οπού το εξουσίαζε. Ούτε οι άνθρωποι μπορούσαν να λάβουν τ’ αγαθά του, ούτε τα ζώα την καλή χλόγη. Τότε ένας κακός άνθρωπος ηύρε το καϊμένο τ’ άλογο και του λέγει του λιβαδιού τ’ αγαθά. Και του λέγει· «Να σκύψης να σε καβαλλικέψω εσένα κι’ εγώ με τ’ άρματά μου να σκοτώσωμεν το θερίον, να γοδέρωμεν αυτόν τον καλόν τόπον. Μπιστεύτηκε το καϊμένο τ’ άλογον διά την καλή την τροφή κι’ έκλινε τον αυχένα του. Κι’ ο κακοροίζικος ο άνθρωπος το ’βαλε την σέλλα, και την έσφιξε καλά, και το χαλινό. Καβαλλίκεψε ο άνθρωπος αρματωμένος, σκότωσαν το θερίον. Του λέγει το δυστυχισμένο τ’ άλογον· «Το θερίον το σκοτώσαμεν, εσύ παίρνεις τ’ αγαθά του τόπου – βγάλε τον χαλινό και την σέλλα οπού μο ’βαλες και κατέβα τώρα από πάνου μου να βοσκήσω κι’ εγώ. – Ο χαλινός και η σέλλα δεν βγαίνει από πάνου σου, ούτε εγώ θα κατέβω πλέον». Αφού του βόηθησε τ’ άλογον και με τη δύναμή του σκότωσε το θερίον κι’ έλαβεν εις την εξουσίαν του εκείνον τον λαμπρόν τόπον και γοδέρει τ’ αγαθά του, το δυστυχισμένο τ’ άλογον όχι που δεν ωφελήθη, αλλά του μπήκε κι’ ο χαλινός και η σέλλα – κι’ ο διαβολάνθρωπος καβάλλα και τ’ άφινε νηστικόν και φορτωμένο.
Ο μύθος σα να μοιάζη με την αρετή του Κυβερνήτη μας. Όταν το θερίον είχε την πατρίδα, θυσιάστηκαν, σκοτώθηκαν, αφανίστηκαν οι Έλληνες και του το κάμαμεν χαζίρι, τον φέραμεν να μας κυβερνήση, να μας αναστήση, να μας βγάλη κι’ εμάς εις την κοινωνίαν του κόσμου και να τον λέμεν ευεργέτη μας και σωτήρα μας – κι’ εμείς να ζήσουμε ως άνθρωποι κι’ αυτός να δοξαστή. Ο Κυβερνήτης μας φέρνει οπαδούς των τύραγνων να τον οδηγήσουνε πώς τυραγνούνε εκείνοι οι τύραγνοι, να τυραγνήση κι’ αυτός. Και ποιους θέλει να βλάψη; Εκείνους οπού ’λικρινώς αγωνίστηκαν και υπάρχει η πατρίδα, οπού θυσιάσαν κατάσταση και ζωή. Δεν στοχάστης, Κυβερνήτη μου, όταν ο Αλήπασσας σκότωνε τους μεγάλους και τους μικρούς τούς έβαινε εις τον τόπο τους, καθώς σου είπε ο Βάγιας, αυτός τους κυρίεψε με το σπαθί του, κι’ εσένα σε φέραν όχι διά τζελάτη και τύραγνον, σε φέραν να κυβερνήσης ανθρώπους οπού αφανίστηκαν διά την πατρίδα και να τους αποκαταστήσης έθνος μ’ αρετή.
Του Κυβερνήτη φάνηκαν τα αιστήματά του, ότ’ είναι κυβερνήτης φατρίας κι’ όχι πατρίδας, και δεν θέλει λευτερίαν, αλλά δόλον και απάτη. Διά να μη γένη νέον δυστύχημα κι’ αυτός έμπη εις τον δρόμον (όταν γένη η Συνέλεψη πατριωτική, τότε όλα θαραπεύονται) τότε βρίσκω έναν ανιψιόν του Δεσπότη Ησαΐα. Αυτός ήταν φρούραρχος εις το Παλαμήδι. Τον Κυβερνήτη τον φοβέριζαν πολλοί να τον σκοτώσουνε, ότι έκαμεν εξορίαν όλους τους σημαντικούς της πατρίδας άλλους εις τη Νύδρα κι’ άλλους αλλού, κι’ ο καθείς από αυτούς είχε το κόμμα του και συγγενείς του, και κιντύνευε. Εγώ εις τον Κυβερνήτη είχα μίαν συμπάθεια, ότι έλπιζα να μετανοήση και να ’ρθη εις τον καλόν δρόμον. Και τον ’παινούσα κι’ ας με πείραζε αδίκως – δεν μου κακοφαίνεταν. Τότε διά να μην του γένη κάνα δυστύχημα αυτεινού και κιντυνέψη η πατρίδα, μίλησα μ’ εκείνον οπού ήταν φρούραρχος του Παλαμηδιού να μας δώση το Παλαμήδι και να του δώσουμεν δυο χιλιάδες τάλλαρα. Συνφωνήσαμεν σ’ αυτό και πούθε να μας μπάση και να λάβωμεν της αναγκαίες τάμπιες. Με πήρε πήγαμεν οι δυο μας εις το Παλαμήδι· είδα της θέσες, τα πολεμοφόδια, όλα. Τότε ορκίζομαι και με τον Μήτρο Ντεληγιώργη, στενό μου φίλον, τίμιον αγωνιστή, συνάζομεν ανθρώπους μυστικά· τους είχαμεν εις την Νεόπολη, τους δώσαμε και χαρτζιλίκι, ξοδιάσαμε καμμιά τετρακοσιαριά τάλλαρα· και τους λέγαμεν των ανθρώπων ότι θα πάμεν κλέφτες. Τότε είχαμεν χαζίρι αυτούς κι’ ανθρώπους πιστούς να στείλωμεν συνχρόνως εις Ρούμελην, εις Πελοπόννησο και νησιά να γένουν οι πληρεξούσιοι – θα ’ρχονταν οι ίδιγοι οπού ’ταν εις την Τετάρτη Συνέλεψη. Δεν θέλαμεν εκείνους, ότ’ ήταν αγορασμένοι – και να ’ρθούν πατριώτες. Τα χρήματα δεν τα ’χαμεν, της δυο χιλιάδες τα τάλλαρα· ανταμώνομεν με τον Μιαούλη – ήταν πρωτύτερα αυτό από τα καράβια οπού κάηκαν· του λέγω του Μιαούλη να πάγη εις τη Νύδρα και ειπή του Μαυροκορδάτου, των Κουντουργιωταίων και του Ζαΐμη να του δώσουνε της δυο χιλιάδες τα τάλλαρα κι’ ύστερα τα ρίχνομεν εις την πατρίδα και πλερώνονται, ή μόνοι μας ο καθείς τα δίνομεν, καθώς εμείς πλερώνομεν και τους ανθρώπους. Του είπα να πάρη και καμπόσους Νυδραίγους να γνωρίζουν από κανόνια – και εις την Πρόνοια ανταμωνόμαστε. Πήγε ο Μιαούλης το λέγει αυτεινών. «Πες του Μακρυγιάννη, λένε του Μιαούλη, να τραβήξη χέρι από αυτό και θα γένη διαφορετικό το πράμα». Τότε διαλύσαμεν τους ανθρώπους· χάσαμεν και τα χρήματά μας. Του λέγω του Μιαούλη· «Πώς θα γένη διαφορετικόν; Θα συβιβαστούν; Αυτό είναι, του λέγω, το καλύτερον, να σωθούμεν». Ύστερα άρχισε ο εφύλιος πόλεμος παντού και σκοτώνονταν οι άνθρωποι. Τότε άρχισε ο Πόρος και κάηκαν τα καράβια κι’ έγινε παντού άνου κάτου.
Από τη φυλακή έβγαλε ο Κυβερνήτης μόνον τον αδελφόν του Πετρόμπεγη τον Κωσταντήμπεγη και τον Γιωργάκη Μπεζαντέ, το παιδί του. Βγαίνοντας από την φυλακή, δεν τους έλεγε να πάνε όθεν αλλού ήθελε ο Κυβερνήτης, να μην είναι μέσα εις τ’ Ανάπλι· τους άφησε εκεί. Τους πλάκωσαν οι δανεισταί τους, τους γύρευαν το δικόν τους. Δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε. Εγώ είχα δανείση τρακόσια γρόσια τον Γιωργάκη Μπεζαντέ μέσα εις την χάψη να φάνε ψωμί. Τότε αυτούς τους καταφρόνεψε πολύ ο Κυβερνήτης και τ’ αδέλφια του, ανθρώπους με μεγάλους αγώνες και θυσίες στην πατρίδα. Αποφάσισαν να σκοτώσουνε τον Κυβερνήτη και να πεθάνουν. Κι’ αυτό το έλεγαν πολλών οπού θα το κάμουν· το είπαν του Κυβερνήτη κι’ αδελφών του και υπουργού Ρόδιου. Αυτείνοι αμελούσαν από μωρομάρα θεοτική. Μίαν Κυργιακή πήγε εις την εκκλησίαν ο Κυβερνήτης. Πήγαν κι’ αυτείνοι οι δυο – εκεί οπού θα ’μπαινε εις την εκκλησίαν, τον σκότωσαν τον Κυβερνήτη. Τότε σκότωσαν και τον Κωσταντήμπεγη. Ο Γιωργάκης πήγε εις τον Ρουάν τον Αντιπρέσβυ της Γαλλίας και τον έδωσε και τον φυλάκωσαν. Και σε ολίγον καιρόν σκότωσαν κι’ αυτόν – τον έκριναν δικοί τους και τον σκότωσαν.
Γ
Σκοτώνοντας ο Κυβερνήτης, κανένας εις τ’ Ανάπλι δεν ανακατώθη ούτε πολίτης, ούτε στρατιωτικός. Τον πήραν με παράταξη μεγάλη, (τον μπαλσάμωσαν) και τον είχαν εις την εκκλησίαν εις τον Αγιώργη. Οι μεγάλοι άνθρωποι κάνουν μεγάλα λάθη· κι’ ο Κυβερνήτης εχάθη από τα μεγάλη λάθη του. Και η καϊμένη πατρίδα, η αθώα, θα συντριφτή, ότι πίσου οι λύκοι θα φάνε τα πρόβατα. Έχει αμαρτίες ακόμα αυτείνη, η δυστυχισμένη, και οι τίμιοι αγωνισταί και οι χήρες των σκοτωμένων και τ’ αρφανά τους παιδιά, κι’ όσοι θυσιάσαν το εδικόν τους, οπού ήταν νοικοκυραίγοι και μείναν διακονιαραίγοι και ψωμοζητούν, όλοι οι τοιούτοι θα πάθουν· κι’ ο Θεός συχωρέση τους αίτιους και σ’ αυτόν να δώσουνε λόγο. Ότι από τα λάθη του Κυβερνήτη μας κι’ αυτός σκοτώθη και την πατρίδα την αφάνισε· ότι μάτα μάς έρριξε εις την κυβέρνηση και δικαιοσύνη του Κολοκοτρώνη, του Κωλέτη, του Μεταξά, του Μαυροκορδάτου, του Ζαΐμη, των Ντεληγιανναίων, των Λονταίων, του Κουντουργιώτη. Με δάκρυα πικρά σημειώνω αυτά, ότι όλο στο σκοτάδι θα τρέξωμεν και φοβούμαι μην τζακιστούμεν. Ο Θεός ας κάμη την εσπλαχνίαν του και το έλεός του, να λυπηθή τους αθώους. Αν έδιναν του Μιαούλη της δυο χιλιάδες τα τάλλαρα, να παίρναμεν το Παλαμήδι, τίποτα δεν θα γένεταν –ούτε ο Κυβερνήτης να χαθή, ούτε τόσοι άνθρωποι να σκοτωθούν, ούτε τα καράβια να καγούν, ότι τότε συνάζονταν οι πληρεξούσιοι και τελείωναν όλα. Αλλά μου παραγγέλνουν με τον Μιαούλη «θα γένη διαφορετικά». Εύγε σας, καλοί πατριώτες, οπού θα λευτερώσετε πατρίδα και θα γενούμε κι’ εμείς έθνος κατά τους αγώνες μας.
Έγινε η νέα Κυβέρνηση ο Αγουστίνος πρόεδρος, ο Κολοκοτρώνης, ο Κωλέτης. Έστειλε σε όλο το κράτος εις τους διοικητάς να γένουν οι πληρεξούσιοι με το μέρος τους· κι’ ο Αγουστίνος έστελνε παντού επίτηδες ανθρώπους να εκλέξουνε αυτόν κυβερνήτη της Ελλάδος, κι’ όποιος θα τον συντρέξη θα τον κάμη μεγάλον άνθρωπον. Ετάξανε και λαγούς με πετραχήλια του Κωλέτη και ήταν με το πνεύμα τους και σύνφωνος να μην έρθουν οι πληρεξούσιοι οπού ’ταν εις τη Νύδρα. Συνάχτηκαν εις τ’ Άργος αρκετοί από Ρούμελην και Πελοπόννησον· γίνονταν μερικές συνεδρίασες. Πήγαινε ο καθείς εις τους εδικούς του. Ο Κολοκοτρώνης πήγαινε με τους συντρόφους του· ο Κωλέτης δεν έρχεταν σ’ εμάς· πήγαινε μυστικά με τον Μεταξά και με τους άλλους. Εγώ είχα ανθρώπους και μου τα ’λεγαν. Του είπα· «Πώς δεν έρχεσαι εις την ’διαίτερη συνέλεψή μας; Εσύ είσαι πληρεξούσιος των αρμάτων της Ρούμελης – πώς ο Κολοκοτρώνης πηγαίνει εις τους συντρόφους του; Κύριε Κωλέτη· ξέρω τι κάνεις, ότι έχω ανθρώπους και μου τα λένε. Τα κεφάλια μας δεν τα δίνομεν να τα φάνε απλώς κι’ έτυχε. Μάθαμεν να πεθαίνωμεν!» Τότε ήρθε ο Κριτζώτης, ο Βάγιας κι’ άλλοι και τους παραπονεύτηκε ο Κωλέτης όλα αυτά. Θέλησαν να μου μιλήσουνε αυτείνοι. Τους είπα· «Εγώ ξέρω τι του λέγω κι’ αν θέλετε να είμαστε συντρόφοι, δεν θέλω ούτε του ενού μέρους την συντροφιά, ούτε τ’ αλλουνού». Μας αγάπησαν.
Ο Αγουστίνος – ήταν πρώτα πληρεξούσιος των αρμάτων, οπού τον είχε ο Κυβερνήτης – σύνφωνος κι’ ο Κολοκοτρώνης στέλνουν κι’ έρχονται στρατέματα εις Άργος, τα τάματα του ταχτικού. Από τ’ Ανάπλι, οπού το είχαν δικοί τους, κρυφά διά νυχτός κουβαλούσαν κανόνια, πολεμοφόδια και τα ’βαναν εις την καζάρμα οπού ήταν το ιππικό. Αρχηγός του ιππικού ήταν ο Καλλέργης. Κι’ όλο ετοιμάζονταν. Κι’ εμείς κοιμώμαστε. Τα μάθαινα εγώ, τους τα ’λεγα των δικώνε μας, δεν παίρναν χαμπέρι. Οι Ρουμελιώτες οι αρχηγοί οπού ’ρθαν ήταν ποιος με δυο ανθρώπους και ποιος με τρεις· και οι άλλοι όλοι, οι αναντίοι, σταφνίζονταν. Τότε κι’ εγώ φκειάνω ένα γράμμα κι’ αποφασίζω να δικαιώσω τους αδικημένους. Είχε ως τρακόσους πενήντα ο Αγουστίνος φρουρά του αξιωματικούς, εικοσιπεντάρχους και κάτου κι’ άλλους πολλούς στρατιωτικούς απλούς ως χίλιους – και τους ορκίζω και τους τραβούσα όλους με το πνεύμα μας. Πολεμοφόδια δεν είχαμεν· τρόμαξα ν’ αγοράσω πεντέξι κασσέλες. Έλεγα του Κωλέτη κι’ αλλουνών, δεν ήθελαν να το πιστέψουνε. «Δεν γένεται τίποτας», έλεγαν. Πήρα και καμπόσους πληρεξούσιους της Ρούμελης και τους τράβηξα με το μέρος το πατριωτικόν· και ήταν καμμιά εικοσιπενταργιά. Μίαν ημέρα φάγαμεν εις το σπίτι μου κι’ ομιλήσαμεν αυτό. Το μαθαίνει ο Αγουστίνος, στέλνει άνθρωπον μου τάζει δυο χιλιάδες τάλλαρα να είμαι με του λόγου του. «Πενήντα δυο να μου δώση δεν πηγαίνω αναντίον της πατρίδος μου!» Τότε κρυφίως πιάσαν ένα σπίτι και το τρύπησαν, και την νύχτα οπού θα διαβώ, οπού ήμουν εις τους φίλους, να ρίξουν να με σκοτώσουν. Από τους ανθρώπους οπού διόρισαν ήταν κι’ ένας ορκισμένος από αυτούς οπού ’χα, της φρουράς του Αγουστίνου, ο Μιχάλης ο Δράμαλης. Πήγε και είπε της γυναικός μου· «Να στείλης να βρης τον Μακρυγιάννη, ούθεν είναι να μην περάση από εκείνο το σοκάκι, θα τον σκοτώσουνε. Ήρθαν και μ’ ηύραν και πήγα από άλλο μέρος. Και την αυγή πήγα και είδα το σπίτι με τα μασγάλια. Τότε σύναξα ανθρώπους και το βήκα φόρα. Τότε άρχισε και σύναζε πληρεξούσιους ο Αγουστίνος μυστικώς και είχε ένα χαρτί γραμμένο να τον διορίσουνε Κυβερνήτη – και σύναζε υπογραφές χωρίς ν’ αρχίση η Συνέλεψη. Τότε ο Πετρόπουλος από το Σάλωνα κι’ ο Κωσταντίνος Παπαγιωργόπουλος κι’ ο Λογοθετόπουλος από το Γαλαξείδι κι’ άλλοι πληρεξούσιοι του Ζειτουνιού, Ταλαντιού, Μπουντουνίτζας, Λιδορικιού, Επάχτου κι’ από άλλες επαρχίες της Ρούμελης μιλήσαμεν μαζί, όταν φάγαμε ψωμί, κι’ ορκιστήκαμεν. Αυτείνοι οι αγαθοί άνθρωποι δεν θέλησαν να υπογράψουν τον Αγουστίνο Κυβερνήτη, αλλά μάλλωσαν με τους άλλους εις τ’ ανόητά τους και μπερμπάντικα πράματα οπού κάνουν. Τότε πάτησαν ποδάρι όλοι αυτείνοι και οι πληρεξούσιοι των Μεγάρων και Ντερβενοχωριών να βάλουν από τους ίδιους ’πιτροπή κι’ από τους άλλους να ιδούνε τα ένγραφα των πληρεξουσίων. Δεν τους έδινε χέρι των φίλων του Αγουστίνου, ότ’ ήταν πολλοί παράνομοι. Εκείνοι γύρευαν την επιτροπή και να ξεκληστή και το μπερμπάντικό τους ένγραφον οπού ’χαν διά την εκλογή του Αγουστίνου κυβερνήτη. Όμως κι’ αυτό δεν τους έδινε χέρι, να το ξεκλήσουνε, ότι και ξόδιασε πολλά ο αφέντης ο Αγουστίνος και είχε κι’ ελπίδες να μάση κι’ άλλες τοιούτες υπογραφές. Τότε διαιρεθήκαμεν. Αυτείνοι μυστικώς κάναν άνομους πληρεξούσιους με ψεύτικες υπογραφές – κι’ ετοίμαζαν και τα στρατέματα και κανόνια. Τότε εγώ άξηνα τους δυσαρεστημένους· έκαμα ενγράφως περίτου από χίλιους και πήρα κι’ όλη την φρουρά του Αγουστίνου. Τότε οι ψεύτικοι πληρεξούσιοι τον κάμαν μυστικώς Κυβερνήτη τον Αγουστίνο. Τότε διατάττει αρχηγόν των αρμάτων τον Κίτζο Τζαβέλα. Πήρε και τους αξιωματικούς, τους είπε να είναι όλοι μ’ αυτόν – θα τους κάμη μεγάλους ανθρώπους· και θα βαρέση ντουφέκι ο νέος Κυβερνήτης ο Αγουστίνος με τον γενναίον αρχηγόν Κίτζο, με τον αρχηγόν της καβαλλαρίας Καλλέργη. Τους είπε να είναι έτοιμοι μυστικώς με τον αρχιστράτηγον Κολοκοτρώνη, με τον μηνύτορά του τον κόντε Μεταξά κι’ όλη την συντροφιά. Ετοιμάστηκαν μυστικώς να βάλουν σ’ ενέργεια το σκέδιον του Θανάση Βάγια, οπού τον ρώταγε ο Κυβερνήτης μας να του ειπή πώς μεγάλωσε εκείνος ο μέγας άντρας ο Αλήπασσας. Γκιντί, σεντζαφέδες, επίγιορκοι της πατρίδος και της θρησκείας!
Ο νέος Κυβερνήτης, του παλιού Κυβερνήτη ο αδελφός, ο μπεκρής, ο παραλυμένος Αγουστίνος και οι ορκισμένοι του όλοι, οπού τον σύστησαν Κυβερνήτη να προκόψη την πατρίδα, καθώς την πρόκοψε κι’ ο αδελφός του, ο νέος Κυβερνήτης ορκίζει αυτούς να του είναι πιστοί και να βαρέσουνε όλους εμάς – και τους βαθμούς τους δικούς μας να τους δώση εκεινών. Όσο δεν ήταν Κυβερνήτης καμωμένος, ήταν σύνφωνος μ’ αυτόν κι’ ο Κωλέτης. Ύστερα οπού ’μαθε ότι έγινε ο Αγουστίνος Κυβερνήτης, τότε γύρισε μ’ εμάς. Ή θα τον έπιαναν ζωντανόν, όμως πήγαμεν και τον πήραμεν.
Ο νέος Κυβερνήτης ετοιμάζεταν κ’ έλεγε των συντρόφωνέ του να βαρέσουν ντουφέκι αναντίον μας. Από καλωσύνη τους ήταν μετ’ εμένα όλοι ως αδελφοί και θέλησαν να μ’ έχουν μεγαλύτερόν τους οι τίμιοι κι’ αγαθοί πατριώτες οι αξιωματικοί Μήτρο Ντεληγιώργης, Δανήλ Πανάς, Ηλίας Πανάς, Φαρμάκης, Πηνειός, Βασίλης Αθανασίου, Αναστάση Γούργαρης, Μπούσγος, Μήτρο Τρανταφυλλίνας, Γιώργο Καλατζής, Δράμαλης, αυτείνοι όλοι οι αξιωματικοί έλκυσαν και πολλούς άλλους αξιωματικούς από την φρουρά κι’ από τα τάματα, τράβησε κι’ ο Κριτζώτης πολλούς από αυτά κι’ ο Βάσιος και οι Στραταίοι και οι Γριβαίοι. Ήμαστε μίαν ημέρα εις του Κριτζώτη, οπού κουβεντιάζαμεν. Διατάζει ο νέος Κυβερνήτης τον αρχηγόν της καβαλλαρίας μ’ όλο το σώμα του και πεζικόν της γραμμής και κανόνια κι’ άταχτον και ρίχνονται άξαφνα εις το σπίτι μου. Έκαμεν ο Θεός και ήταν καμπόσοι αξιωματικοί εκεί γύρα την γειτονιά και είχαν ανθρώπους. Πιάστη το ντουφέκι· βαρούγαν το σπίτι μου με κανόνια. Συνχρόνως βάρεσε κι’ ο γενναίος Τζαβέλας εις το παζάρι οπού ήμαστε· πληγώσαμεν τον Μήλιο και τον Τζουρά. Εκεί οπού πολεμούσαμεν εις το παζάρι, οπού μας βάρεσαν άξαφνα, ήρθαν και μου είπαν βαρούνε το σπίτι μου. Τότε πήγα εκεί. Αρχίσαμεν και πολεμούσαμεν – και βαρούσαν με τα κανόνια. Τους χαλάσαμεν εναδυό φορές. Πολέμησαν ως το βράδυ. Σαν είδαν οπού δεν μπόρεσαν να κάμουν τον σκοπόν τους (ότι τους είχε διαταμένους ο νέος Κυβερνήτης εμένα να βαρέσουνε διατί γύρισα τους πληρεξούσιους και την φρουρά του), αφού δεν έκαμαν τίποτας εις το σπίτι μου, τζακίστηκαν να πάνε ’στην κατάρα του Θεού. Μεγάλη χάρη χρωστούμεν και στρατιωτικοί και πολιτικοί εις τους αγαθούς Έλληνες οπού ήταν με τα τάματα και τους είπαν να βαρέσουνε και δεν θέλησαν. Τους είπανε· «Δεν βαρούμεν τους πληρεξούσιους της πατρίδος μας κι’ αρχηγούς μας». Τότε γύρισαν μετ’ εμάς οπού δεν είχαμεν τελείως δύναμιν. Από το μισό παζάρι κι’ απάνου, όλο το μέρος το βαστούσαν εκείνοι ως το κάστρο. Από το παζάρι το μισό και κάτου το βαστούσαμεν εμείς. Αυτείνοι γύμνωσαν όλο το μέρος οπού ’ταν μ’ αυτούς και φεύγαν οι φαμελιές με το βιον τους κ’ έρχονταν ’σ εμάς· μίαν τρίχα δεν έχασαν. Τέτοια ευλογία ήταν.
Το ντουφέκι δούλεψε τόσα ’μερόνυχτα. Σκοτώθηκαν από το ’να το μέρος κι’ από τ’ άλλο περίτου από τρακόσοι πενήντα, όλο τ’ άνθος. Αυτεινών τους έρχονταν καθεμερινώς μιντάτι. Τότε συνομιλήσαμεν κ’ έπαψε το ντουφέκι, να πάρωμεν τους πληρεξούσιους οπού ήταν με το μέρος μας να πάμε εις την Κόρθον. Έπιασα δυο άλογα κ’ έβαλα τη φαμελιά μου και την έστειλα εις του Ντεληγιώργη το σπίτι εις τ’ Ανάπλι, κι’ όλο μου το πράμα τ’ άφησα, ότι φύγαμεν άξαφνα. Πήραμεν τους πληρεξούσιους κι’ όσους άλλους ήταν με το μέρος μας και πήγαμεν εις την Κόρθον. Εκεί βαστούσαν το κάστρο αυτείνοι. Φκειάσαμεν δική μας κυβέρνησιν εκεί τον Κωλέτη, τον Κουντουργιώτη, τον Ζαΐμη – να κυβερνάγη ο Κωλέτης όσο να ’ρθουν και εκείνοι, οπού ’ταν εις τη Νύδρα. Τότε με διατάζουν εμένα μ’ όλους τους αξιωματικούς οπού ’ταν μαζί μου και πήγαμεν εις την Περαχώρα να πληροφορέσουμε τους κατοίκους να μας δεχτούνε· ήταν κ’ ένα κρύγιον και χιόνι καλό. Πήγαμεν εις της Χώρες, τους μίλησα και μείναν ευκαριστημένοι να πάγη εκεί όλη η διοίκηση με τους πληρεξούσιους. Τους στείλαμεν και ήρθαν όλοι. Οι Γριβαίοι κι’ ο Κριτζώτης κι’ ο Βάσιος πήγαν εις τα Μέγαρα. Το είχαν πιασμένο οι αναντίοι εκεί και τους πολέμησαν και κυρίεψαν οι δικοί μας την θέσιν.
Η διοίκηση, οπού ήταν ο Κωλέτης και γραμματέας ο Χρηστίδης – όσο να ’ρθη ο Κουντουργιώτης κι’ο Ζαΐμης – ’νεργούσαν αυτείνοι εις Περαχώρα. Μας δέχτηκαν οι κάτοικοι με της αγκάλες ανοιχτές. Ήταν βαρύς χειμώνας· εβήκαν από τη φωτιά τους και συγύρια τους και ζωοτροφή τους και μας περιποιώνταν όλους κ’ έλεγαν· «Καθόμαστε εμείς νηστικοί και φάτε εσείς οπού προσπαθάτε διά να γίνουν νόμοι. Ύστερα η διοίκηση και οι πληρεξούσιοι πήγαν εις τα Μέγαρα ως κεντρικώτερον μέρος. Ο Νότης, ο Ίσκος, ο Τζόγκας, οι Στραταίγοι και οι άλλοι καπεταναίγοι πέρασε ο καθείς εις την πατρίδα του. Ο Κριτζώτης διορίστη αρχηγός της Ανατολικής Ελλάδος· και παντού άνοιξε το ντουφέκι και κάηκε ο τόπος και ρήμαξε· και σκοτώθηκαν τα καλύτερα παληκάρια. Είχαμεν τον Στάθη Κατζικογιάννη διορίση εις του Σαλώνου τον κόρφο να είναι μέσα εις τα μίστικα με καμπόσους στεργιανούς. Πήγαν εις την Σκάλα του Σαλώνου καμπόσοι στρατιώτες του Κατζικοστάθη, τους κλείσαν οι αναντίοι. Το μάθαμεν· τότε διατάχτηκα με τους συντρόφους μου να πάμεν προς βοήθειά τους. ’Στον δρόμον μάθαμεν ότι παραδόθηκαν εις τους αναντίους. Τότε πήγαμεν εις τ’ Άσπρα Σπίτια· ήταν τα μαγαζειά εκεί με τα γεννήματα – ήταν δικά μας, ότ’ είχαμεν τον μουκατά της Λιβαδειάς ο Ντεληγιώργης, ο Μάκος, ο Χατζηπέτρος, ο Βάγιας κ’ εγώ. Τα γεννήματα τα είχαν οι αναντίοι κυργέψη και πήγαμεν και πολεμήσαμεν και τα πήραμεν και τα φέραμεν εις Μέγαρα και Χώρες· και πορέψαμεν όλη η συντροφιά, οπού ζούγαμεν με λάχανα της περισσότερες φορές.
Οι αναντίοι ήταν εις Λεψίνα, εις Κούλουρη, εις Μετόχι των Μεγάρων. Μάθαμεν ότι οι άλλοι από την Κόρθον, πεζούρα και καβαλλαρία, αγροικήθηκαν με τούτους κ’ έρχονταν αναντίον μας. Τότε με διατάττουνε και πάγω με το σώμα μου και με καμπόσους Μεγαρίτες και πιάσαμεν τον Αγέρα, το Ντερβένι. Κι’ αφού μάθαν οι αναντίοι ότι το πιάσαμεν, νέκρωσε το σκέδιόν τους και δεν κάμαν κάνα κίνημα. Καθίσαμεν χωμένοι εις το χιόνι έντεκα ’μερόνυχτα και δεν εμείναμεν ούτε ένα τρίτο γεροί· οι άλλοι όλοι αρρωστήσαμεν κ’ εγώ κόντεψα να πεθάνω· ότι μ’ έπιασε ένας πόνος κι’ όταν πήγαμεν εις τ’ Ανάπλι μαζώχτηκαν οι γιατροί κ’ έκαμα τέσσερες μήνες με πανιά και μαλαχτικά. Θύμωσε η μέση μου, οπού ήμουν λαβωμένος από το κάστρο της Αθήνας, και τρόμαξα να γλυτώσω. Ο Θεός συχωρέση τον Καποδίστρια, οπού μας έβαλε εις αυτόν τον αγώνα. Μεγάλη ’λικρίνειαν και πατριωτισμόν είδαμεν από τους Περαχωρίτες και από τους Μεγαρίτες. Έδειξαν αιστήματα πατριωτικά και φιλάνθρωπα κ’ έλεγαν· «Να πουληθούμεν όλοι, νόμους να κάμετε διά την πατρίδα». Πήγαιναν νηστικοί και ξυπόλυτοι αυτείνοι και οι καϊμένοι αγωνισταί τους με γράμματα, οπού χρειάζονταν παντού να στέλνωμεν, κ’ έτρεχαν με μεγάλη προθυμίαν.
Σας είπα την αγαθότη αυτεινών των ανθρώπων. Θα σας ειπώ και τ’ απάνθρωπα κινήματα αλλουνών. Όμως δεν πρέπει ο άνθρωπος να πειράζεται, ότι τέτοια είναι η ανθρωπότη – ο Θεός ας τους συχωρέση εκείνους οπού αδίκησαν· και να μας φωτίζη εις το καλό. Όταν ήμαστε ακόμα εις Άργος, ένας προκομμένος άνθρωπος και πλούσιος, με πολλές αντίκες, ήρθε από την Ευρώπη εις Άργος, Έλληνας· εγνωρίστη συγγενής με τους Γριβαίους και κάθεταν μ’ αυτούς. Άντεσε ’σ αυτείνη την εποχή και τον πήραν μαζί τους εις τα Μέγαρα και τον είχαν εις το κονάκι τους. Μίαν νύχτα τον πήραν και τον πήγαν ’σ ένα μέρος και του κόψαν το λαιμό του σαν πρόβατο· και του πήραν το βιον του και το μέρασαν τ’ αδέλφια. Άλλους τρεις τέσσερους σκότωσαν εκεί· γυναίκες και παιδιά διατιμούσαν και χιλιάδες κατάχρησες έκαναν. Κι’ από αυτό δεν θα κάμωμεν ποτέ προκοπή, μήτε θα ιδούμεν Θεού πρόσωπον, ότι είμαστε θερία, ανθρωποφάγοι, άτιμοι άνθρωποι. Είμαστε τοιούτοι όλοι, ανάξιοι της λευτεριάς.
Σε ολίγες ημέρες ήρθαν αποστελμένοι από τους Αντιπρέσβες, από ένας του κάθε ενού, και μας είπαν ότι τον Αγουστίνο τον αναγνωρίσανε Κυβερνήτη της Ελλάδος και να πάμε να τον αναγνωρίσωμεν κ’ εμείς, ειδέ θα μας χτυπήσουνε. Τους είπαμεν· «Βαρείτε όσο θέλετε! Είναι το μόνον αδύνατον πλέον από αυτείνη την φάρα να ιδούμε εις την πατρίδα μας· και κοπιάστε και βαρείτε· κι’ αν δεν κοπιάσετε εσείς με τον νέον Κυβερνήτη οπού αναγνωρίσετε, τότε θα ’ρθούμεν εμείς να πεθάνωμεν εκεί. Ο βρεμένος την βροχή δεν την φοβάται – και κοπιάστε εις την δουλειάν σας. Δεν έχομεν άλλη ομιλία». Και σηκώθηκαν και φύγαν κ’ οι τρεις ο Ρούσσος, ο Άγγλος, ο Γάλλος. Αφού πήγαν εις τους ανωτέρους τους και τους ανάφεραν τι τους είπαμεν, ότι θέλαν με φοβέρες να μας γυρίσουν ’στα θελήματά τους, αφού τους είπαν αυτό οι αποστελμένοι τους, μας καταδίκασαν εις θάνατο ο Αγουστίνος, ο Κολοκοτρώνης, ο Τζαβέλας κι’ ο Μεταξάς. Τότε μας στέλνουν έναν δάσκαλον από την Μπαυαρία, Θίρσιον τον λένε· ήρθε κι’ αυτός και μας λέγει· «Ήρθα αποστελμένος να σας ειπώ να υποταχτήτε, αλλά σας λέγω να μην υποταχτήτε, ότι τ’ Αγουστίνου το μέρος είναι όλοι κλέφτες κι’ άρπαγοι. Όσοι κάτοικοι είναι μ’ αυτούς τους γύμνωσαν όλους. ’Στο δικό σας το μέρος όλους τους ρώτησα και είναι πολλά ευκαριστημένοι· κάνουν τα ζευγάρια τους και βόσκουν τα ζωντανά τους έξω και δεν τους πείραξε κανένας. Ρώτησα όλους κ’ είναι ευκαριστημένοι. Κι’ όσοι είναι με την Κυβέρνησιν γυμνώθηκαν όλοι. Εγώ φεύγω σήμερα και πάγω να ειπώ αυτά των Αντιπρέσβεων, μας λέγει ο Θίρσιος· και θα μιλήσω κι’ όλου εκεινού του λαού να έρθουν μετ’ εσάς και να φύγουν από αυτούς. Και σε δυο ημέρες ή τρεις να κινήσετε δι’ Ανάπλι και να πάρετε από μια ελιά εις το χέρι σας». Σηκώθη κ’ έφυγε. Κατά την παραγγελίαν του αφήσαμεν τον Βάσιον εις την θέσιν των Μεγάρων και πήραμεν από μίαν ελιά εις το ’να χέρι, καθώς μας είπε ο Θίρσιος, και ’στ’ άλλο βαστούσαμεν το ντουφέκι και το σπαθί και πήγαμεν εις το Λουτράκι. Εκεί κατέβηκαν κι’ από της Περαχώρες ο Κωλέτης και οι άλλοι. Το όλο ήμασταν ως χίλιοι άνθρωποι. Μείναμεν το βράδυ εις το Λουτράκι και κοιμηθήκαμεν· απάνου οπού θα κοιμηθούμεν μαθαίνομε εις τα τείχη του Ισθμού το ’πιασαν από τους αναντίους η καβαλλαρία, ο Καλλέργης κεφαλή, το ταχτικόν όλο το πεζικόν, ο αδελφός μου Νικήτας του άταχτου αρχηγός. Ρίξαν καμπόσους ντουφεκισμούς να μας σκιάξουν. Εμείς ενθουσιασμένοι σαν τον Λεωνίδα με τους Πέρσας, θέλαμεν την λευτεριά μας από τους αδελφούς μας, τους συναγωνιστάς μας. Από ποιους; Από τον Νικήτα τον Τουρκοφάγο – κ’ έγινε λευτεροφάγος, από τον Κολοκοτρώνη, τον Καλλέργη – ποιος μέτραγε της ακαθαρσίες της Ευρώπης; Αυτείνοι ήρθαν διά τύχη κι’ όχι διά λευτεριά. Κοιμηθήκαμεν το βράδυ. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα· μπονόρα μάς ήρθαν – οπού είχαν μείνη εις τα Μέγαρα και τότε έρχονταν – ο Δυοβουνιώτης κι’ ο Βάγιας με καμμιά εκατόν πενηνταριά ανθρώπους. Αυτεινών των ολίγων τους ρίχτηκαν πεζούρα και καβαλλαρία, το ταχτικόν και άταχτον, απάνου από πέντε χιλιάδες. Τότε βλέποντας εμείς πετάξαμεν της ελιές, οπού βαστούσαμεν κατά την παραγγελίαν του Θίρσιου, και πιάσαμεν το σπαθί και ’σ ένα κάρτο τους πιάσαμεν τους περισσότερους ζωντανούς – και ήταν ντυμένοι και βρέθηκαν γυμνοί καθώς τους έκαμεν η μάννα τους. Καμμίαν πενηνταριά είχα τριγύρω τ’ άλογό μου και τους απαντούσα με μεγάλα κλάματα από τους ανθρώπους οπού γύρευαν να τους γυμνώσουνε. Ότι γνωριζόμουν με τους περισσότερους και λυπέταν η ψυχή μου. Τους πήραμεν και πήγαμεν ’σ ένα χωριόν και μείναμεν· και μιλήσαμεν των ανθρώπων και τους δώσαν τα σκουτιά τους οπίσου και τα χερότερα άρματα του πεζικού του ταχτικού και τ’ αρχηγών τους. Τότε ο Καλλέργης κι’ ο Νικήτας πήραν το φύσημά τους εις τ’ Άργος και είπαν αυτά τ’ αρχηγού Κολοκοτρώνη και Τζαβέλα. Και πήραν το φύσημά τους όλοι εις την Καρύταινα.
Τότε προχωρέσαμεν. Κοιμηθήκαμεν εις τον Αϊβασίλη – κι’ από ’κει εις Άργος. Βήκαν οι κάτοικοι και μας καρτέρεσαν με δάφνες κι’ άλλα. Βαστήσαμεν κ’ εμείς μίαν ευταξίαν, πάγει εις τα Μέγαρα και γύρισμα δεν ματαγένεταν – όσοι είχαμεν συνείδησιν· οι ασυνείδητοι ήταν ολίγοι. Αφού μάθαν την διάλυσίν τους όλως διόλου ο νέος Κυβερνήτης και οι αρχηγοί του, πάνε να πεθάνουν. Τότε οι Αναπλιώτες λένε του νέου Κυβερνήτη να ξεκυβερνήση, ν’ απαρατηθή. Τον έβγιασαν κι’ απαρατήθη. Και διόρισαν κυβερνήτες Κολοκοτρώνη, Κωλέτη, Μπουντούρη, Ζαΐμη, Μεταξά. Εμείς δεν θέλαμεν Κολοκοτρώνη, Ζαΐμη, Μπουντούρη, ότι ήταν διπρόσωποι. Τότε κινήσαμεν διά τ’ Ανάπλι. Ήταν γιομάτη η Πρόνοια από εκείνους. Αφού πλησιάσαμεν κοντά εις την Πρόνοια – και ήταν φιλονεικίες γυναικίσες, άναντρες – μπήκαμεν μέσα και κυργέψαμεν κ’ εκεί χωρίς ντουφέκι. Εις το σπίτι του Καλλέργη ήταν η καβαλλαρία και χρήματα εθνικά. Τότε με περικαλεί ο Θίρσιος και οι Αντιπρέσβες να το προφυλάξω. Το ’πιασα και το βάσταζα δεκάξι ημέρες και το παράδωσα χωρίς να λείψη μία τρίχα. Δεν ήθελα χρήματα και βιο, ήθελα σύνταμα διά την πατρίδα μου, να κυβερνηθή με νόμους κι’ όχι με το «έτζι θέλω». Όμως ο Καλλέργης εις τ’ Άργος και οι συντρόφοι του δεν μ’ άφησαν ούτε στάχτη εις το σπίτι μου. Και μας καταδίκασαν όλους εις θάνατο, διατί δεν σταθήκαμεν εις τ’ Άργος να μας σκοτώση ο Αγουστίνος Καποδίστριας.
Τότε οπού είμαστε εις την Άργεια, ζήτησαν οι Αντιπρέσβες να μπη ο Κωλέτης μέσα εις τ’ Ανάπλι με δέκα πολιτικούς και με μίαν στρατιωτική επιτροπή. Διόρισαν το Ντεληγιώργη, τον Βάγια κ’ εμένα και μπήκαμεν. Μας καρτέρεσαν οι πολίτες με το «ζήτω». Ο νέος και πεσμένος Κυβερνήτης τήραγε από το παλεθύρι. Πήγαμεν ’στου Ντώκινς του Αντιπρέσβυ της Αγγλίας κι’από εκεί εις της Γαλλίας, τον Ρουάν. Κ’ εκεί φιλονικήσαμεν καμπόσες ημέρες διά τ’ άτομα της Κυβερνήσεως, ή θα φύγωμεν έξω πίσου. Τότε συνφωνήσαμεν Κουντουργιώτη, Κωλέτη, Ζαΐμη, Μεταξά, Υψηλάντη, Κολιόπουλο, Μπότζαρη. Μ’ έστειλαν εμένα και τον Γρίβα και πήγαμεν εις τη Νύδρα και φέραμεν τον Κουντουργιώτη εις τ’ Ανάπλι. Ο Αγουστίνος πήρε το λείψανο του αδερφού του και μπήκε ’σ ένα Ρούσσικον καράβι και κάθεταν· και πρόσμενε να ’περισκύση το μέρος του, να κοπιάση οπίσου. Τότε οι συντρόφοι του οι δολεροί μπάζαν ανθρώπους κρυφίως από τα Πέντε Αδέρφια κι’ από αλλού και γιόμοζαν τα σπίτια του Ζαΐμη, των Κολοκοτρωναίων, του Μεταξά, ολουνών αυτεινών. Ο Ζαχαρόπουλος κι’ άλλοι φίλοι μου μου το είπαν. Της αρχές της πολιτικές και στρατιωτικές δεν της αλλάξαμεν, ήταν εκεινών. Πιαστήκαμεν με τον Ζαΐμη, οπού πήγαμεν εις το σπίτι του με τον Κουντουργιώτη. Είπε· «Αυτά όλα τα κάνει ο Μακρυγιάννης. – Του είπα, εγώ τα κάνω! Δεν μου τρως το κεφάλι μου με τους μπακάληδες τ’ Αναπλιού. Αύριον βγαίνω εις την Πρόνοια, κι’ αυτείνοι εδώ ας πιστεύουν εσένα». Γγίχτηκα και με τον Κουντουργιώτη. Την αυγή μαζώχτηκαν εις το παλάτι όλοι οι κυβερνήται. Έρχονται οι φίλοι και πιάνουν όλα τα τρογυρινά σπίτια· και σύναζαν άρματα και πολεμοφόδια· και ήταν και οι καβαλλαραίοι εκεί πεζοί, ότι τ’ άλογά τους τα πήρε όλα ο Γρίβας κι’ άλλοι. Οι καβαλλαραίοι με τον αρχηγό τους Καλλέργη πήγαν κρυφίως κι’ άνοιξαν την οπλοθήκη (κι’ ο φρούραρχος ήταν δικός τους) και κουβαλούσαν κρυφίως καραμπίνες. Εγώ είχα φίλους καλούς, οπού ήμαστε από πρωτύτερα μαζί, μου το είπαν και καταξοχή ο αγαθός πατριώτης και τίμιος άνθρωπος ο Σελαϊδής Σελαϊδόπουλος – τον έστειλα και τους είδε και μο ’φερε χαμπέρι. Τότε εκεί οπού διάβαιναν με της καραμπίνες κρυμμένες εις της καπότες τους από κάτου τους πιάσαμεν. Πήγα κ’ έβγαλα τους κυβερνήτες έξω και τους είδαν· και τότε ξεβρακώθηκαν όλοι· και κατάλαβαν την αλήθεια. Και τότε αλλάξαμεν τον φρούραρχον, διοικητή, αστυνόμο κι’ άλλους. Και γλυτώσαμεν τα κεφάλια μας – θα μας σκότωναν όλους μ’ απιστιά. Τότε τους βγάλαμεν όλους έξω. Και μ’ αυτά ’περίσκυσε ο Κωλέτης. Και στείλαν και ήρθαν Γαλλικά στρατέματα εις τ’ Ανάπλι, οπού ήταν εις τα κάστρα. Τ’ Ανάπλι πρέπει να ευγνωμονή εις τον Κωλέτη, ότι θα πάθαιναν ό,τι έπαθαν και τ’ άλλα τα μέρη της πατρίδας. Αυτείνοι οι γενναίγοι άντρες οι Γάλλοι βάσταξαν την ησυχίαν. Χάριτες τους χρωστάγει η πατρίδα αυτεινών των γενναίων αντρών, και γκενεραλαίων κι’ αξιωματικών, γκενεράλ Γκενώ και γκενεράλ Κορβέ κι’ αλλουνών.
Λέγω εις τους αναγνώστες, αρχή οπού πήγαμεν εις τα Μέγαρα και ούθεν πέρασαν συνταματικοί άνθρωποι δεν πείραξαν μίαν τρίχα, αλλά νηστικοί, ξυπόλυτοι νόμους έλεγαν να γένουν. Και οι καϊμένοι οι κάτοικοι την ίδια αρετή είχαν και πατριωτισμόν. Ο ευλοημένος λαός της Ελλάδος περιποιέταν τον συναδελφόν του μ’ ό,τι του βρίσκεταν· και γύρευαν Εθνική Συνέλεψη. Αυτείνη την ευταξίαν και την αρετή την ζήλεψαν οι αναντίοι, ότ’ είχαν κάμη μεγάλες κατάχρησες. Μάθαμεν ότι έρχεται βασιλική επιτροπή διά να τηράγη όσο να ’ρθη ο βασιλέας. Τότε διά να ρίξουν την κατηγόρια γενικώς όσα στρατέματα είχαν αυτείνοι διαλύθηκαν και ήρθαν μετ’ εμάς. Ήταν ο Χατζηπέτρος μ’ εφτά ανθρώπους, τώρα έγινε με πεντακόσους· πήρε γυμνώνοντας από την Κόρθο ως το Γαστούνι. Κι’ αφάνισαν τους κατοίκους. Ο Τζαβέλας έπιασε το μέρος της Πάτρας, οι Γριβαίγοι τ’ Άργος κι’ όλα αυτά τα μέρη – ο καθείς έπιασε το δικό του. Με διόρισαν κ’ εμένα με το Ντεληγιώργη κι’ άλλους και πήγαμεν εις Τροπολιτζά· μ’ έκαμαν αρχηγόν της θέσης. Ήταν κι’ άλλα ασκέρια πλήθος εκεί και εις τα χωριά. Τους μεράζαμεν ταχτικώς την ζωοτροφή τους με τον διοικητή. Έστειλα εις της σπηλιές κ’ ερημιές και σύναξα τους δυστυχείς κατοίκους και πήγε καθένας εις το σπίτι του, χώρα και χωριά, και τήραγαν την δουλειά τους· και ήταν πολύ ευκαριστημένοι.
Σταθήκαμεν καμπόσον καιρόν· η κακή μου τύχη, αρρώστησα βαρέως και ήρθα εδώ εις τ’ Ανάπλι και με πρόφτασαν οι γιατροί με μπάνια κι’ άλλες κούρες. Ότι μου έγινε ένα λιθάρι εις την κοιλιά εξ αιτίας το χιόνι οπού με πλάκωσε εις το Ντερβένι, εις τον Αγέρα, και πρήστηκα εξ αιτίας της πληγής. Άφησα εκεί, εις Τροπολιτζά, το σώμα μου και κατέβηκα εγώ εις Ανάπλι. Αφού ο καθείς γύμνωνε, του Κριτζώτη το σώμα έπιασε την Περαχώρα, εκείνους οπού μας δίναν την φωτιά τους, το ψωμί τους, το κρασί τους – διά την ευκαρίστησιν τους έπιασαν και τους παίδευαν κι’ από το παίδεμα το πολύ τους βγάλαν και τα μάτια.
Πήρε ο καθείς το μέρος του κ’ έτρωγε ανθρώπους. Εγώ με το Ντεληγιώργη είχαμεν ένα σώμα περίτου από πεντακόσους ανθρώπους. Ήρθε ο Επιθεωρητής να μας ’πιθεωρήση. Βάλαμεν τους ανθρώπους εις την λίνια. Τους λέγω· «Να είναι αναθεματισμένος εκείνος ο στρατιώτης οπού δεν θα ειπή την αλήθεια, ποιον καιρόν ήρθε μαζί μας, και αν είναι εδώ εις την λίνια ξένος άνθρωπος οπού μετριέται διά ωφέλεια δική μας». Ορκίστηκαν όλοι. Τους μέτρησε. Κάνει ένα φκαριστήριον ’σ εμάς και μίαν αναφοράν εις την Κυβέρνησιν και λέγει το παράδειμά μας. Διόρισε η Κυβέρνηση όλα τα σώματα να λάβουν ο κάθε άνθρωπος από πενήντα φοίνικες. Μας έρριξαν εμάς να τους λάβωμεν από την Σπάρτη· έστειλαν εκεί κι’ άλλα σώματα. Δεν πήραμεν εμείς ούτε τα μισά. Εγώ ήμουν αστενής. Ήρθε κι’ ο Ντεληγιώργης, πήγαμεν εις την Κυβέρνησιν και είπαμεν αυτό, να γένη κάνας τρόπος, και πήγαμεν εις τον Μεταξά ως μέλος κυβερνητικόν, του είπαμεν αυτό, δείξαμεν και το ένγραφο του Επιθεωρητή και των πολιτών την μεγάλη ευκαρίστησίν τους. Του λέμεν· «Εμείς σταθήκαμεν με την ευταξίαν και δεν κάμαμεν ό,τι έκαμαν οι άλλοι, πολλοί». Μας αποκρίνεται ο Κόντε Μεταξάς· «Ήσταν ανάξιοι και δεν κάμετε». Ορίστε κυβερνήται, ορίστε αρετή! Αυτείνοι κάμαν τους ανθρώπους, στρατιωτικούς και πολιτικούς, με χωρίς αρετή. Μ’ εφτακόσους ανθρώπους δεν γυμνώναμεν όσους θέλαμεν! Αυτείνοι είναι οι κυβερνήται μας, αδελφοί αναγνώστες, και μη σας κακοφαίνεται αν η πατρίδα πάθη. Διά να σημειώνω ’σ τα πενήντα ένα από αυτά έμαθα ’στα γεράματα γράμματα.
Αφού κυβερνήσαμεν οι στρατιωτικοί την Πελοπόννησο, θέλει ο κύριος Κωλέτης να κυβερνήση και την Ρούμελην. Τότε στέλνει εις Μισολόγγι έναν διοικητή προκομμένον σαν αυτόν, Γιάγκο Σούτζο τον λένε· ρωτάτε ποιος είναι και τον μαθαίνετε. Αφού πήγε αυτός εις το Μισολόγγι κ’ ετοίμασε μπερμπάντες εκεί πολλούς, ύστερα ο Κωλέτης έστειλε και τον Γαρδικιώτη Γρίβα και μπαίνει με προδοσά μέσα εις την χώρα με το σώμα του και δίνουν ένα γύμνωμα από πράμα και τιμή των δυστυχισμένων Μισολογγίτων, οπού ζητούσαν τους Τούρκους· ότι δεν έπαθαν περισσότερα από εκείνους.
’Σ την ίδια στιμή στέλνει και τον άλλον Γρίβα Θοδωράκη εις την Τροπολιτζά· μ’ όλον οπού του διαλύσαμεν το περισσότερό του σώμα και μείναν ως τρακόσοι άνθρωποι μαζί του, διά να γλυτώσουμεν τους κατοίκους από το γύμνωμα, μ’ όλον τούτο έπαθαν οι δυστυχείς Τροπολιτζώτες ό,τι έπαθαν και οι Αργίτες (οπού ’χε ο Γρίβας της προσόδους τ’ Άργους)· και γάτες βάλθηκαν εις των γυναικών τα κορμιά κι’ ανθρώπων δολοφονίες έγιναν. Μαζώχτηκαν οι Πελοποννήσιοι αναντίον τους, πολέμησαν καμπόσο, σκοτώθηκαν από το ’να μέρος κι’ από τ’ άλλο εις Τροπολιτζά και ήρθε πίσου εις τ’ Άργος ο Γρίβας.
Οι κυβερνήται μας ήταν γιομάτοι δόλο και απάτη. Την Συνέλεψη την πήγαιναν όλο ’σ το μάκρος. Τότε είδαν οι πληρεξούσιοι αυτείνη την απάτη οπού κάναν εις την πατρίδα το ’να το μέρος και τ’ άλλο κ’ ενώθηκαν και τα δυο μέρη και ζήτησαν επιμόνως και συνεδριάσαν. Άρχισε η Συνέλεψη τα 1832 Ιουλίου 14. Ορκίστηκαν και μίλησαν διά την γενική ένωση της πατρίδος κ’ έγραψαν παντού να ησυχάσουνε τα πάθη. Έγινε πρόταση να ’ρθη και βασιλέας εις την πατρίδα. Και διά την ένωσιν και βασιλέα εχάρηκαν όλοι. Διόρισαν και τον Ζέρβα το Νικολό φρουρά της Συνέλεψης με τετρακόσιους ανθρώπους. Και ήταν αυτό η θέληση του Κωλέτη. Οι πληρεξούσιοι είναι όλοι με ’λικρίνειαν και μιλούν πατριωτικώς διά τα δίκια των αγωνιστών και χηρών κι’ αρφανών – και τα δίκια του βασιλέως να είναι γερά, καθώς και το Έθνος και οι βουλές να επιστηρίξουν αυτά. Ήταν καμπόσοι πληρεξούσιοι οπού ήταν μέλη της Κυβερνήσεως, κι’ αυτείνοι δεν θέλουν ποτές ησυχίαν και δικαιοσύνη. Γύρισαν και καμπόσους όμοιους τους και πάσκιζαν να μείνη η Συνέλεψη ατελείωτη όσο να ’ρθη ο βασιλέας. Αυτό μου το είπε και ο Θίρσιος· και με περικάλεσε να μιλήσω και ν’ αντενεργήσω κ’ εγώ. Τότε του είπα, ούτε μιλώ παρόμοιον, ούτε θέλω και την φιλίαν του άλλη φορά· ότι βλέπω κι’ αυτός είναι δολερός. Το είπα καμποσουνών αυτό· όμως ήταν μαγειρεμένο από πολλούς και δεν άκουγαν. Ήταν σύνφωνοι ο Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Μπότζαρης, Ζαΐμης, Μεταξάς, Ζωγράφος, Μπουντούρης, Κλωνάρης, Κωλέτης. Ο Κολιόπουλος, αφού ήταν σύνφωνος κι’ αυτός, ερέθιζε και τους στρατιωτικούς – αυτός, ο Καλλέργης, ο Τζόκρης ρέθιζαν τους στρατιωτικούς και τους φέρναν κ’ έκοβαν το νερό του Αναπλιού και πέθαιναν οι άνθρωποι της δίψας· και πλερώνονταν ό,τι ζητούγαν. Τότε τ’ άφιναν αυτείνοι, έρχονταν άλλοι. Και το νερό κατάντησε πραμάτεια. ’Σ το άλλου υστερνό πλέρωσαν τον φρούραρχον της Συνελέψεως, τον Ζέρβα – το ’δωσαν τρεις χιλιάδες ’κοσιάρια, κι’ αφάνισε την πατρίδα. Αυτό ο κύριος Κωλέτης πολιτικώς το περίθαλπτε και μυστικώς. Αφού πήγαν οι πληρεξούσιοι και συνεδρίασαν, άπλωσαν άνθρωποι του αρχηγού Ζέρβα και του Κριτζώτη, κάποιος Κοντούλης και Καζάνης κι’ άλλοι αξιωματικοί του, πιάσαν τους πληρεξούσιους και τους δέσαν – και τους ξαγόρασαν από αυτούς. Εγώ ήμουνε άρρωστος – το σώμα μου το είχα εις την Τροπολιτζά· αφού το ’’μαθα, πάγω ανταμώνω τον Κριτζώτη και Ζέρβα και τους λέγω· «Τ’ είναι αυτό οπού γίνηκε ‘στην ημέρα μας; Ποια ιστορία το λέγει; Και τι καθόμαστε και δεν πάμεν να πεθάνωμεν;» Τότε μου λένε· «’Σύχασε σε μίαν μεριά· είναι συντρόφοι μας». Θερμάθηκα κ’ ήρθα μέσα· και ξανακύλισα. Έγινε αυτό τα 1832 Αυγούστου δέκα, Τετράδη ημέρα, θανάτωσαν την πατρίδα, οπού τα αίματα οπού χύθηκαν δι’ αυτείνη κι’ όσες χήρες κι’ αρφανά μείναν να τους έχουν εις τον λαιμό τους οι αίτιοι αυτεινού του μεγάλου κακού, οι νεκροθάφτες της πατρίδας.
Αφού η αρετή μας ήταν τοιαύτη και θα τρωγόμαστε αναμεταξύ μας, συνάχτηκαν όλοι και διόρισαν μίαν επιτροπή τον Μιαούλη, τον Κολιόπουλον και Μπότζαρη, αυτούς οπού κάναν εκείνη την δούλεψη, να πάνε να φέρουνε τον βασιλέα. Τότε τα στρατέματα μαζωχτήκαμεν ’σ ένα μέρος και διόρισα μίαν άλλη επιτροπή τον Κανέλλο Ντεληγιάννη κ’ εμένα να τους μιλήσωμεν. Δεν ήμαστε ευκαριστημένοι να πάνε αυτείνοι διά τον βασιλέα. Ηθέλαμεν καθένας το κέφι του να κάμωμεν. Τότε, διά να σωθούνε τα δεινά μας, πήγαμεν και μιλήσαμεν με τους φρόνιμους ανθρώπους και μείναμεν σύνφωνοι να πάνε οι ίδιγοι, να τελειώσουνε τα δεινά της πατρίδος. Και πήγαν οι τρεις. Τότε γγιχτήκαμεν με τους δικούς μας, ότι δεν διαμαρτυρηθήκαμε – ν’ ανοίξωμεν νέα δεινά διά την πατρίδα! Ζητούσαμεν ο καθένας να πάμεν επιτροπή από ’μας και διά κείνο γυρεύαμεν της διαμαρτύρησες.
Αφού φύγαν οι στελμένοι διά τον βασιλέα, μιλήσαμεν πίσου οι στρατιωτικοί να πάγη μία επιτροπή να μιλήση με τον Κολοκοτρώνη, με τον Τζαβέλα κι’ όλη τους την συντροφιά, οπού ήταν ’στο Κυβέρι και ’σ αυτά τα μέρη, να ενωθούμε και τα δυο μέρη και να κάμωμεν μίαν επιτροπή να διατάξη τ’ ασκέρια να σταθούνε ’σ ένα μέρος, να ’ρθη ο βασιλέας να μην εύρη τους κατοίκους γυμνωμένους και καταπλακωμένους, αλλά να παίρνωμεν κομμάτι ψωμί και να μη βιάζωμεν τους ανθρώπους. Τότε διορίσανε τον Νότη, τον Βαλτηνό κ’ εμένα και πήγαμεν εις το Κυβέρι κι’ ανταμωθήκαμε όλοι και συνφωνήσαμεν· και πήγαμεν εις Άργος και συστήσαμεν μίαν στρατιωτική επιτροπή διά να ’κονομήση τ’ αναγκαία των ανθρώπων και να βάλη τα σώματα εις χωριά. Διορίσαμεν τον Κολοκοτρώνη, τον Νότη, τον Κριτζώτη, τον Τζόκρη, τον Στράτον, τον Τζαβέλα, τον Χατζηχρήστον και μέρασαν το κάθε σώμα εις τα χωριά. Διόρισαν κ’ εμένα εις τα χωριά της Κόρθος.
Όταν ζούσε ο Κυβερνήτης οι λησταί είχαν γυμνώση κάτι Γάλλους κ’ έναν αξιωματικόν τον σκότωσαν εις το ξύλον κάτου εις την Μεσσηνίαν, όταν ήταν οι Γάλλοι εις τα κάστρα– τότε τους λήστεψαν κιόλα. Γύρευαν ’κανοποίηση οι Γάλλοι από την Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση για τα μάτια παίδεψε τον δοικητή – κ’ οι ένοχοι ήταν ελεύτεροι. Μαθεύτηκε αυτό τότε κι’ ακολούθησαν καμπόσα. Κι’ όταν συνάχτηκαν εις τ’ Άργος οι Κολοκοτρωναίγοι και οι εδικοί μας, αυτό γύρευαν να το ρίξουνε γενικώς εις το έθνος.
Τον Γρίβα ο Κωλέτης σαν τον έστειλε εις την Τροπολιτζά και δεν έκαμε την επιθυμίαν του, τον έστειλε εις την Ρούμελη και μ’ απάτη μπήκε εις τ’ Αντελικόν, αφού τον πολέμησαν οι έξω. ’Στ’ Αντελικόν ήταν ένας δικός του Αλέξη Νούτζου και σούντιτος Ρούσσος· και είχε και μεγάλη κατάστασιν. Ήταν καλός κι’ άξιος αγωνιστής· τον είχε μαζί του ο Νούτζος εις το στρατόπεδον· τον λέγαν Πράσινον. Τότε διά την κατάστασίν του κι’ άλλα αίτια τον σκότωσε ο Γρίβας και του πήρε το βιον του. Και κυβέρνησε και τους κατοίκους του Αντελικού, καθώς κι’ ο Γαρδικιώτης το Μισολόγγι. Ο Αντιπρέσβυς της Ρουσσίας θέλει τον Πράσινον από τον Γρίβα και Κυβέρνησιν – καθώς είμαστε εμείς τώρα, δεν φοβώμαστε κανέναν!
Αφού έγιναν αυτά εις Ρούμελην, από τ’ Άργος, οπού ήταν όλοι συνασμένοι οι στρατιωτικοί και βρίσκονταν και πολλά στρατέματα, στείλαν μίαν ημέρα τον Τζόκρη και τον Στράτον να ’ρθούνε εδώ εις τ’ Ανάπλι να μιλήσουνε κάτι εις την Κυβέρνησιν. Ο Τζόκρης είχε το σπαθί εκεινού του Φρατζέζου οπού γύμνωσαν εις την Μεσσηνίαν. Τότε αλκόντησαν τον Τζόκρη να τον ρωτήσουνε διά το σπαθί, πού το ηύρε. Το μαθαίνει αυτό ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Τζαβέλας και η συντροφιά τους όλη, βάνουν εις το παιγνίδι και τον Νότη, Χατζή Χρήστον, Κριτζώτη κι’ άλλους δικούς μας και γίνονται ένα να πάνε εις την Πρόνοιαν κι’ αλλού και εις τ’ Αγροκήπιον και Κιόσκι πλησίον εις τ’ Ανάπλι να πολεμήσουνε τους Φρατζέζους. Οι Φρατζέζοι, της συμμαχίας άνθρωποι κ’ εφοδιασμένοι με κανόνια, με καβαλλαρία και μ’ όλα του πολέμου, και οι Έλληνες χωρίς τα μέσα – να πάνε να τους σκοτώσουνε. Εις την ώρα εκείνη πήγα κι εγώ εις τ’ Άργος, οπού ήμουνε εις Κόρθο, μου λένε το κίνημά τους. Τους λέγω· «Διατί θα πάτε να χαθήτε αδίκως; Τ’ είναι το αίτιον; – Πιάσαν τους αξιωματικούς Τζόκρη και Στράτο εις τ’ Ανάπλι. – Στείλετε να ιδήτε πώς τρέχει. –Λέγει ο Τζαβέλας, δεν έχομεν ανάγκη να στείλωμεν· κι’ ό,τι θα κάμωμεν όλοι θα κάμης κ’ εσύ», μου λένε. Ανθρώπους δεν είχα· μπορούν να με σκοτώσουν, είπα. Και φκειάναν ένα ένγραφον να το υπογράψουμε, ότ’ είμαστε όλοι σύνφωνοι. «Ας γένη, τους λέγω κ’ εγώ, υπογράφομαι». Εκεί οπού φκειάναν το γράμμα, κρυφά έφυγα, πήγα εις το κονάκι μου και κλείστηκα μέσα, αν με γυρέψουν ν’ αντισταθώ. Έφκειασαν το γράμμα και ήταν όλοι σύνφωνοι να κινηθούν. Έστειλα κι’ ανταμώθηκα με τον Χατζή Χρήστο και Κριτζώτη. Έβαλα και συνάχτηκαν κι’ όλοι οι αξιωματικοί και τους λέγω· «Τ’ είναι αυτά τα λάθη οπού κάνετε, αδελφοί; Της Συμμαχίας τα στρατέματα θα βαρέσετε; Και θα ματαϋπάρξη πατρίδα ελεύτερη; Κι’ αυτείνοι έχουν τον καυγά ’διαίτερον, και να τον πάρουμεν απάνου μας εμείς και να τον φορτώσουμεν της πατρίδος; Λέγω των αξιωματικών, εμείς, αδελφοί, τρελλαθήκαμεν από τα πάθη μας –εσείς τι μας τηράτε; Πού θα ζήσετε; Σε ποια πατρίδα θα ’στε αξιωματικοί αύριον; Εγώ δεν είμαι με τη γνώμη σας, είμαι με τους Φρατζέζους». Τότε τους ρίχτηκαν οι αξιωματικοί απάνου τους και στείλαν εις τους Κολοκοτρωναίους ότι δεν είναι σύνφωνοι. Και τραβήχτηκαν όλοι οι εδικοί μας. Αυτείνοι οληνύχτα πιάσαν τ’ Αγροκήπιον και Κιόσκι. Εγώ πήγα ευτύς εις το κονάκι μου· και πήρα τους ανθρώπους και ήρθα εις Ανάπλι. Τα είπα των Φρατζέζων. Αυτείνοι το ’ξεραν κ’ ετοιμάζονταν. Τους είπα ότι οι εδικοί μας δεν είναι σύνφωνοι. Τότε γύρισαν τ’ ασκέρια τους πίσου και οι Κολοκοτρωναίγοι, ότι τράβησαν χέρι οι εδικοί μας.
Σε ολίγες ημέρες ανταίνει ο Κριτζώτης κι’ ο Τζόκρης εις τ’ Άργος· και είχαν ένα σώμα μεγάλο – και οι Φρατζέζοι ολίγοι. Και τους δίνουν αιτίαν των Φρατζέζων – και βάνουν τα κανόνια και ντουφέκια και σκοτώνονται άντρες και γυναικόπαιδα περίτου από τρακόσιοι. Τότε μου είπε η Διοίκηση και πήρα τον Ντεληγιώργη και Δανήλη Πανά και πήγαμεν κι’ ανταμώσαμεν τους γκενεραλαίους κι’ άλλους αξιωματικούς και τους μιλήσαμεν την μεγάλη λύπη οπού δοκίμασαν όλα τα μέλη της Κυβερνήσεως και οι πληρεξούσιοι κι’ όλοι οι κάτοικοι του Αναπλιού δι’ αυτό το τρελλό κίνημα αυτεινών των ανόητων, οπού πάντοτες ταράττουν την ησυχίαν, και ήμαστε βοηθοί τους όλοι μας. Τότε ησύχασαν· και ήρθαμεν όλοι μαζί εις το Ανάπλι – και αν κάμη χρεία να τους χτυπήσωμεν όλοι. Όμως εκείνοι οι γενναίοι ήρωες διαλύθηκαν κακώς κακού. Τότε και ο ευγενής Ζωγράφος βαλμένος από τους πολιτικούς, τους συντρόφους του, κι’ από τα κακά του σπλάχνα έκαμεν μίαν προκήρυξη και λέγει· «Από τον μικρότερον στρατιωτικόν ως τον μεγαλύτερον είναι όλοι λησταί». Σύσταινε την ευγενείαν του – και οι συντρόφοι του καλοί και παστρικοί τώρα οπού θα ’ρθη ο βασιλέας, κι’ όλοι εμείς θερία. Τέτοιοι αγαθοί άνθρωποι είναι.
Τότε μπαίνοντας όλοι αυτείνοι εις τ’ Ανάπλι, είχαν και την προστασίαν των Γάλλων, αρμάτωσαν όλους τους μπακάληδες με σπαθιά και πιστιόλες και τους είχαν ουρά τους, οπού τους φύλαγαν. Και ξαρμάτωσαν όλους εμάς οι Φρατζέζοι· κι’ αυτείνοι γκιζερούσαν μ’ εκατό, με πενήντα ο καθείς. Μίαν ημέρα εβήκα έξω, και είχε το παιδί παρμένο το σπαθί μου από κοντά. Το πήρε η βάρδια η Γαλλική το σπαθί· το παιδί δεν το ’δινε. Το πήρα και το ’δωσα μόνος μου. Τότε παίρνω τον Κωσταντίνο Κλωνάρη, οπού ’ξερε τα Γαλλικά, και πήγαμεν εις τον κομαντάντη της πιάτζας, και του λέγω του Κλωνάρη· «Όσα θα ειπώ εγώ είναι εις βάρος μου, και τα καλά και τα κακά – πες του κομαντάντη· Ποίον βάρβαρον έθνος έκαμε όσα κάνει το Γαλλικόν έθνος ’σ εμάς τους Έλληνες; Δεν σεβάστη τα αίματά μας εδώ μέσα οπού πατούνε, οπού αχνίζουν ακόμα; Όλους μας έκαμαν άτιμους κι’ άναντρους και μας ξαρματώνουν με την δύναμή τους και μας κάνουν γυναίκες. Και της γυναίκες άντρες και φρουρά της Κυβέρνησής μας. Τα σπαθιά των μπακάληδων φυλάνε την Κυβέρνησίν μας, το σπαθί του Νότη Μπότζαρη, του Φωτομάρα, του Κριτζώτη κι’ αλλουνών πολλών αγωνιστών τα ’χετε πεταμένα μέσα εις τα υπόγεια των Βενετζάνων – σπαθιά μας και ντουφέκια μας και πιστιόλες μας. Σήμερα πάμεν να πεθάνωμεν μ’ εκείνους οπού μας κυβερνούνε, (μ’ αυτούς τους ευγενείς), και να χαθούμεν όλοι εμείς (οι λησταί του Ζωγράφου)· κι’ όταν πάμεν να πεθάνωμεν μ’ εκείνους, κοπιάστε και η αφεντειά σας να μας τελειώσετε μίαν ώρα αρχύτερα». Σηκώνεται να με βαστήξη, έφυγα. Του λέγει τα αίτια ο Κλωνάρης. Σηκώνεται και πάγει ο κομαντάντης εις τον Ρουάν τον Αντιπρέσβυ της Γαλλίας, του λέγει αυτά, στέλνουν τον Κλωνάρη και μου μίλησαν να ησυχάσω. ’Σ ένα κάρτο βλέπω τους δυο γκενεραλαίους κι’ όλους τους αξιωματικούς – και το σπαθί μου το είχαν ’στη μέση, κ’ έρχονται εις το σπίτι μου και μου λένε το «παρντόν» και μου δίνουν το σπαθί. «Δεν το θέλω, τους λέγω· αυτό το σπαθί είναι πολύ κατώτερον από του Νότη, από του Φωτομάρα, από του Κριτζώτη κι’ αλλουνών. Αν δώσετε και των άλλων Ελλήνων τα σπαθιά, πιστιόλες τους και ντουφέκια – και να τα φορούμεν ελεύτερα, να μη μας πειράζη η βάρδια, αλλά να μας φέρνη κι’ όπλο όταν διαβαίνωμεν, ότ’ είμαστε αξιωματικοί – κι’ αφού γένουν αυτά, να ξαρματώσετε και τους μπακάληδες, οπού σέρνουν ουρές κοντά τους οι πολιτικοί μας». Τότε όλα αυτά τα ’καμαν ευτύς, τους ξαρμάτωσαν όλους και μου είπαν όσοι έρχονταν νέγοι, τους έδινα ένα μπουλέτο και πήγαιναν εις τον κομαντάντη και φορούσαν τ’ άρματά τους. Τότε πήρα το σπαθί μου, τους τρατάρησα και με πήραν και πήγαμεν εις το τραπέζι τους και φάγαμεν.
Χάριτες μεγάλες χρωστάγει η πατρίδα ’σ όλους τους ευεργέτες και κατεξοχή ’σ αυτούς τους γενναίους κι’ αγαθούς άντρες. Ότι αυτείνοι, αφού οι συνεισφορές τους ήταν κι’ όντως μεγάλες και μας ανάστησαν εις τα δεινά μας, δεν θυσιάσαν ποτές δόλο κι’ απάτη, να κατατρέχουν πεθαμένους ανθρώπους οι ζωντανοί και οι αντρείγοι· δεν θέλουν την γης και την θάλασσα να την ρουφήσουν αυτείνοι, να μην ζήσουν άλλοι δυστυχείς και κατασκλαβωμένοι και καταφρονεμένοι τόσους αιώνες. Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να τους αναστήση, οι άνθρωποι τους καταπολεμούν να τους φάνε, να τους χάσουνε, να τους σβύσουνε να μην ξαναειπωθούν Έλληνες. Και τι σας έκαμεν αυτό τ’ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’ αρετή, με ’λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να ’χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Άδη ’σ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται διά τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ’ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή· και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς – γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μάς δίνουν. Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ’χε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο ‘Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν – με της αντενέργεις σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ’φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. Ύστερα μας γιομώσετε και φατρίες – ο Ντώκινς μάς θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους· και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του· και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας· και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση· οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους δυστυχείς.
Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχει ’σ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μάς έσωσε και θέλει μας σώση· ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια – και τα δικά σας ψέματα δολερά. Κι’ όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλανθρώπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ’ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και ’περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους· και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία.
Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι’ από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος – ο Χάρος τον σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Άδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί τού έφτασε και του περίσσεψε. Εις τον Άδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι’ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος· και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς· «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ’ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ’ αυτό το φόρεμα; Πού ’ναι τα παράσημά σου; Πού ’ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς; Κ’ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι’ από τους ανθρώπους κι’ αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις ’σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ’ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. – Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ’ εγώ κι’ όλοι οι όμοιοι μας. Όσοι πιστεύουν τους κόλακες κι’ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ’ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ’ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ’βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν της χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ’περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι’ όχι δόλον κι’ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά· κι’ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ’στορικά του κόσμου. Δι’ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Διά τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι’ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και διά να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε· ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν· οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ’ αναγκαία· οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι· οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι’ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις της πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων· τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι’ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς – κι’ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι’ από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι’ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος. Διά να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκαιος και παντοτινός βασιλέας. Αυτός, ο δίκιος Θεός – όποιος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον· αυτός είναι ο ’περασπιστής των αθώων και των αδυνάτων».
Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή. Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους· και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού ’περασπίζονται το δίκιον· και οι ανθρωποφάγοι – ο Άδης θα τους ρουφήση· και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα τους· και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι – κακόν μπελά να τους δώσης και συντρόφους του Κάγη να τους κάμης.
Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ’ έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με της μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τα πήραν με οπού ’ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους ζαϊρέδες κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, της ακαθαρσίες της δικές τους, κ’ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών. Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά τους κι’ όσους θυσιάσαν το δικόν τους διά την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι’ ο ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τους αγωνιστάς. Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ’ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος – δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας· οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σάς βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ’ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, σεις γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι’ αυτό δοξαστήκετε. Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαΐμη, τον Μεταξά κι’ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι’ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι’ όσους θέλαν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με της αντενέργειες τους· και τους σκότωσαν· και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους.
http://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1_%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%85%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου