Α
Άνοιξε η Συνέλεψη κι’ άρχισε της εργασίες της. Όλοι οι Πρέσβες μέσα ο Λάγυνης με τους ανθρώπους της πρεσβείας του, ο Πισκατόρης, ο Πρόκενς της Αούστριας και οι άλλοι με τους οπαδούς τους. ’Ρεθίζουν αυτοί τους πληρεξουσίους και δεν τους αφίνουν ήσυχους· και φεύγοντας από την Συνέλεψη τους έχουν έτοιμον το τραπέζι, το βράδυ, λαμπρό, και σιαμπάνιες κι’ άλλα πιοτά. Είναι αλήθεια, της Ρουσσίας ο πρέσβυς ή άλλος από την ρούσσικη πρεσβεία δεν ζύγωσε εις την Συνέλεψη όσο οπού διαλύθη. Αφού μιλήθηκαν καμπόσα σοβαρά πράματα εις την Συνέλεψη, έλεπες από αυτούς κι’ από τους οπαδούς τους πολλοί φέρναν την Συνέλεψη άνου κάτου. Τότε μιλώ με τον Κριτζώτη, με τον Γρίβα, με τον Ίσκο κι’ άλλους, τους λέγω· «Αδελφοί, αν θέλωμεν να κάμωμεν νόμους στέρεους διά την πατρίδα μας και με ησυχία, πρώτο να ειπούμε του υπουργού του Πολέμου να μην κάμη καμμιά βαθμολογία όσο να τελειώση η Συνέλεψη. Τότε να διοριστή μια επιτροπή να δικιώση τους ανθρώπους, εκείνους οπού τους ανήκει. Τώρα να μείνη, να μην πέσουμε σε διχόνοια και φατριαστούμεν· και δεν θα γένουν κι’ άνθρωποι του Αγώνος· θα βάλη ο καθείς τους κόλακάς του και θα κάμωμεν ό,τι κάμαμεν ως τώρα· και θα διαιρεθούμεν. Πρώτο να κάμωμεν αυτό. Δεύτερον, να σας ειπώ· ο Καλλέργης τον διόρισε η Κυβέρνηση αρχηγόν όλων των στρατεμάτων της πρωτεύουσας. Εμείς να κάμωμεν μίαν φρουρά της Συνελέψεως από την Ρούμελη, από την Πελοπόννησο, από την Σπάρτη, από τα νησιά· να είναι πολίτες και στρατιωτικοί χίλιοι, δυο χιλιάδες, να γένη μια δύναμη εθνική κι’ ανεξάρτητη, να μην ’πηρεάζεται η Συνέλεψη από καμμιά φατρία, ούτε από ντόπιους, ούτε από ξένους. Και μη στοχάζεστε ότι θέλω να μπω αρχηγός· βάλτε όποιον θέλετε. Εγώ είμαι σύνφωνος και τον βοηθάγω και μ’ Αθηναίους, αν θελήση. Όμως αυτό να γένη, ότι είναι πολύ αναγκαίον να είναι δυναμωμένη η Συνέλεψη. Δεν θέλησε κανένας ν’ ακούση τίποτας από αυτά οπού τους είπα. Το ’μαθε ο υπουργός του Πολέμου κ’ έστειλε και με φώναξε και μου είπε αυτά να μη ματά τα ειπώ και ’ρεθίζονται οι πληρεξούσιοι. Άρχισε της βαθμολογίες και δεν άφησε κανέναν παραλυμένον οπού να μην τον βαθμολογήση από τους φίλους του κι’ αυτεινών, οπού τους μιλούσα πατριωτικά. Τότε άρχισαν οι διχόνοιες. Τότες, σαν είδαν οπού τους έλεγα αυτά διά να κάμωμεν πατριωτικά πράματα, καμπόσοι από αυτούς, κι’ ο Καλλεφουρνάς σύνφωνος, ήθελαν να κάμουν ταραχές κι’ αναρχίες εις την πρωτεύουσα. Ο κόσμος όλος μ’ υπολήπτετον, μ’ αγαπούσαν, ότι τους μιλούσα την αλήθεια και ήθελα την ασφάλεια τους και χάλαγα τα σκέδια εκεινών και την κακή τους θέληση. Τότε αυτείνοι, διά να με κατηγορήσουνε εις το κοινό, βάνουν εις τον τύπο ότι ο Μακρυγιάννης πήρε εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές, ο Μακρυγιάννης πήρε ένα κάρρο χρήματα ασημένιες ταμπακέλλες, από τους ξένους. Βλέπω αυτά, μιλώ εις την Συνέλεψη ο ’σαγγελέας να πιάση τον τυπογράφο να ιδούμεν ποιος μο ’δωσε αυτά τα πλούτη. Μίλησαν του ’σαγγελέως – κι’ αυτός σύντροφος αυτεινών. Έβαλαν εις τον τύπο ότ’ ήταν ψέματα όλα. Πήγα εις την Μεγαλειότη του τον Βασιλέα μας. Μου είπε ότι· «Είχες έναν όρκο με υπογραφές; – Είχα, του λέγω. – Να μου τον δώσης να ιδώ τους ανθρώπους. – Τι τους θέλεις να τους ιδής; – Να τους ξέρω, να τους βάλω εις ’πηρεσία. – Δεν τον δίνω τον όρκον. Εκείνοι οπού με μπιστεύτηκαν και μο ’δωσαν την υπογραφή τους ήξεραν ότι δεν θα της δώσω αλλουνού – τότε είμαι άτιμος άνθρωπος». Κ’ έφυγα.
Αφού οι ξένοι κι’ όλοι οι οπαδοί τους μάθαν οπού οργάνιζα τόσα χρόνια το Κράτος κι’ όρκιζα τους ανθρώπους και τους έδενα με υπογραφές, τους κακοφάνη πολύ – διατί δεν βάργα τα τούμπανα να το μάθουν, να με βάλουν εις την τζελατίνα! Έμεινε μυστικόν και το ανασπάστηκαν όλοι οι Έλληνες και δεν έμεινε καμμιά επαρχία, ότι σε όλες ήταν άνθρωποι ορκισμένοι· κι’ έγεινε με την ευλογίαν του Θεού – και δι’ αυτό πικραίνεται τώρα ο Κωλέτης και η συντροφιά του, ότι δεν ήταν σαν το δικό του σύνταμα, να χυθούν τόσα αίματα και ν’ αφανιστούν οι κάτοικοι. Και βαίνουν τώρα εις τον τύπον ότι αγοράστηκα με κάρρα γιομάτα χρήματα, οπού δεν τα ’χει κι’ ο Βασιλέας τόσα χρήματα· και αν ξέρω παρόμοιον, του Θεού ψυχή να μη δώσω. Να γένω προδότης της πατρίδος μου και θρησκείας μου, οπού αφάνισα το σπίτι μου κι’ άφησα δυστυχισμένα τα παιδιά μου τόσα χρόνια – και θα γένω προδότης τώρα και πουλημένος!
Αφού δεν μπόρεσαν να μου κάμουν τίποτας μ’ αυτά, σκεδιάζουν να γένη μια οχλαγωγία την νύχτα και να πάγω εγώ να την σβέσω, να με δολοφονήσουν. Μίαν ημέρα έρχεται ένας άνθρωπος εις το σπίτι μου και μου λέγει· «Θέλω κάτι θα σου ειπώ· ορκίσου να μη με προδώσης και χάνομαι». Ορκίστηκα. Μου λέγει· «Είσαι τίμιος άνθρωπος και δεν επιθυμώ να χαθής. Τούτες της ημέρες θα γένη μια οχλαγωγία, θα γένη την νύχτα· και θα πας να την ησυχάσης· και είμαστε πέντε πλερωμένοι να σε δολοφονήσωμεν. Είμαι κ’ ένας εγώ. Ούτε τους ανθρώπους σού προδίνω, ούτε εκείνους οπού μας βάλαν. Τούτον μόνον σου λέγω· αν γένη νύχτα είτε και ημέρα, να μην πας, ότι θα χαθής, και μου κακοφαίνεται». Εγώ το πήρα ως παραμύθι. Σε έξι ημέρες ’νεργούνε του Ράλλη, του πρωτοϋπουργού περί της μεταβολής, και του κάνουν μπλόκο· μαζώχτη όλος ο λαός και του αφάνισαν το σπίτι απόξω πετάγοντας πέτρες την νύχτα. Τότε μου παραγγέλνουν να πάγω να σβέσω το κακό. Δεν πήγα. Μου παράγγειλαν πολλές φορές, δεν πήγα. Λυπήθηκα τον άνθρωπον κι’ έστειλα τον Γιάννη Κώστα, και τον έσωσε. Και τον έχω φίλο ως σήμερα.
Οι μεγάλοι μας οι πολιτικοί δεν επιθυμούν ποτές την ησυχίαν, κι’ όλο πατριωτισμόν με τα χείλη θυσιάζουν. Θέλουν εις την Συνέλεψη να κομματιάσουνε το Έθνος. Το ’καμαν αυτόχτονας κι’ ετερόχτονας. Και μια διχόνοια, οπού τηράγει ο ένας χριστιανός τον άλλον, οι μέσα με τους έξω, ως Τούρκους όταν τους πολεμούσαμεν. Αυτά ήταν έργα του κυρίου Κωλέτη και των αλλουνών – συνοημένοι και με τον Παλαμήδη και μ’ άλλους. Ήταν αυτά σκέδια των ξένων διά να μας λευτερώσουνε, και καταξοχή των ευεργέτων μας Άγγλων· είχαν τόσα στρατέματα εις τους Κορφούς έτοιμα και γύρευαν όλο τοιούτες διαίρεσες, να πιαστούμεν αναμεταξύ μας, να ’ρθουν να μας λευτερώσουν με τα στρατέματά τους κι’ εμάς και τον Βασιλέα. Κι’ άλλα λένε εκεινού, άλλα εμάς· και με την παραμικρή τρέλλα αναμεταξύ τους να κάμουν απόβαση. Ενήργησαν πρώτα με το κεφάλαιον της θρησκείας – εκόπηκαν όλοι οι οπαδοί των ξένων· του κάκου κοπιάσαν. Ύστερα από μεγάλες συζήτησες λέγει ο Μεταξάς να το βάλωμεν εις την ψηφοφορία. Τότε οι ευλογημένοι πληρεξούσιοι είπαν πανψηφεί. Και φαρμακώθηκαν όλοι. Ο Καλλέργης, οπού ήταν αρχηγός εις τα πάντα με την συντρομή των Πρέσβεων – πήρε και καμμιά ογδοηνταριά χιλιάδες δραχμές από την Κυβέρνηση – γύρισε με τους ξένους κι’ αστόχησε την Τρίτη Σεπτεβρίου. Γύρισε αυτός κι’ ο Λόντος κι’ άλλοι. Συχνές συναστροφές και τραπέζια. Θέλουν να τον βάλουν και φρούραρχον της Συνέλεψης – και διά να ’πιτύχουν αυτό αφανίστηκαν εις τα τραπέζια οι Πρέσβες κάνοντας των πληρεξουσίων. Μίαν ημέρα ο φίλος του Καλλέργη και των Πρέσβεων ο Πετζάλης, πληρεξούσιος από την Χαλκίδα, σύντροφος του Κριτζώτη, κάνει έναν λόγον εις το βήμα και προτείνει ότι όποια συζήτηση είναι εις την Συνέλεψη διά τα πράματα τα γενικά να είναι φανερή η ψηφοφορία· εις τα προσωπικά ζητήματα να είναι μυστική. Παραδεχτήκαμεν όλοι την πρότασή του. Την άλλη ημέρα πάλε κάνει έναν λόγον κι’ εγκωμιάζει τον Καλλέργη διά της αρετές του και της ’πηρεσίες του προς την πατρίδα, και δι’ αυτά όλα να τον διορίσουνε φρούραρχον της Συνελέψεως. Παραδέχτη κι’ έγινε. Ο Γρίβας, ο Κριτζώτης και οι άλλοι στρατιωτικοί κολακεύονταν από τον Καλλέργη και ήταν αναντίοι εμένα. Και διά ’κείνο δεν δέχτη κανένας από αυτούς όσα τους μίλησα διά να κάμωμεν φρουρά εθνική απ’ ούλο το κράτος. Κι’ αυτό έμαθε η Κυβέρνηση κ’ έπεσα εις την οργή της.
Ο γέρο Πανούτζος Νοταράς, αξιοσέβαστος άνθρωπος, ήταν Πρόεδρος της Συνελέψεως· και πάντοτες εις της Συνέλεψες ήταν πρόεδρος. Τότε ήταν νεώτερος κ’ έκανε αυτά τα χρέη· τώρα τον φορτώθηκαν τα γερατειά και δεν μπορεί. Ζητούνε αυτείνη την θέση πολλοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί – κι’ ο Γρίβας κι’ ο Κριτζώτης· και θέλουν και την συντρομή του Καλλέργη, ότι κι’ αυτείνοι βόηθησαν κ’ έγινε φρούραρχος. Την θέλει την θέσιν του προέδρου ο Κωλέτης, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος, ο Μεταξάς, ο Παλαμήδης κι’ άλλοι πολλοί τοιούτοι. Εγώ, όταν πρωτοσυνάχτηκαν οι πληρεξούσιοι εδώ, ήταν και πολλοί από ’κείνους οπού ’χα εις τον όρκον· αυτεινούς κι’ άλλους οπού τους είχα ’μπιστοσύνη, τους σύναζα και τρώγαμεν εις το σπίτι μου· και τους μιλούσα πατριωτικά και φρόνιμα – «τώρα είναι εις το χέρι των αγαθών πατριώτων, να ’μαστε σύνφωνοι, να κάμωμεν πατριωτικά πράματα». Έφκειασα κ’ έναν νέον όρκον και τον υπόγραψαν καμμιά εικοσιπενταριά· και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε διά τον πρόεδρον όσοι είχαν αυτείνη την επιθυμίαν ήρθαν εις το σπίτι μου να τους συντρέξω. Στοχάστηκα, να βγάλωμεν τον Πρόεδρο τον γέρο Νοταρά κι’ ατιμία κι’ άδικον· να μείνη, δεν αξίζει. Να μπη ένας, θα φέρωμεν διχόνοιες – να μπούνε τέσσεροι αντιπρόεδροι και οι καλύτεροι· κι’ έχοντας αυτείνοι την φιλία των ξένων, να μη γένωνται αντενέργειες από αυτούς και διγαίρεσες αναμεταξύ μας. Έκρινα εύλογον να μπη ο Μεταξάς, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος κι’ ο Κωλέτης, δυο Σεπτεβριανοί και οι άλλοι δυο· και να μείνη κι’ ο Πανούτζος εις την θέση του. Μίλησα με καμπόσους από τους φίλους μου, τους άρεσε αυτό. Σηκώθηκα την αυγή πήγα εις τον Πρωτοϋπουργό Μεταξά· τους ηύρα αυτούς όλους καταλυπημένους, ότι έμαθαν αυτεινής της θέσης βήκαν πολλοί μουστερήδες και δεν θα ’πιτύχη κανένας από τους δικούς τους. Τους είπα την γνώμη μου να γένουν οι τέσσεροι και να μείνη κι’ ο Πανούτζος. Κι’ αν το δέχωνται, να μου δώσουνε και τον λόγον της τιμής τους ότι θα ενωθούν και οι τέσσεροι και θα τηράνε τα συνφέροντα της πατρίδος μας κι’ όχι τα ξένα. «Αυτό γένεται, μου είπαν· όμως δεν θα ’πιτύχωμεν, ότι διαίρεσαν τους πληρεξουσίους ο Κριτζώτης κι’ ο Γρίβας και οι άλλοι. – Εγώ το παίρνω απάνου μου, τους είπα, και θα μιλήσω φανερά και θα προτείνω τα ’νόματά σας· κ’ εσείς εις την Συνέλεψη, αφού μιλήσω εγώ πρώτα, να υποσκεθήτε ότ’ είστε κ’ οι τέσσεροι μονοιασμένοι». Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό, και σηκωθήκαμεν και πήγαμεν εις την Συνέλεψη. Ζήτησα ο πρώτος τον λόγον από τον Πρόεδρο και λέγω· «Συναδελφοί κύριοι πληρεξούσιοι! Ο αξιοσέβαστος Πρόεδρος πάντοτες ’στον καιρό της επανάστασής μας διά της αρετές του ετιμήθη από την πατρίδα μ’ αυτείνη την θέση του Προέδρου· αλλά τότε ήταν νεώτερος και υπόφερνε τους κόπους· τώρα είναι πολύ γέρων και η θέση αυτείνη θέλει εργασία. Διά τούτο προτείνω να μείνη εις την θέση του, αλλά να γένουν και τέσσεροι αντιπροέδροι. Κρίνω εύλογον – λέγω την γνώμη μου – να μπουν οι κύριοι Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Μεταξάς και ο Λόντος». Τότε σηκώνεται ο Πετζάλης και μ’ αντιπολεμεί· ότ’ είχε νιτερέσιον με τους άλλους και ’νεργούσαν μυστική την ψηφοφορία. Και είπε ότι αυτά είναι πρόσωπα κι’ αποφασίστη να είναι μυστική η ψηφοφορία. Τότε πήρα τον λόγο πίσου και του αντιμίλησα. Είπα· «Ο κύριος Πετζάλης το έκαμε· «δάσκαλε οπού δίδαχες και νόμον δεν εβάσταγες». Μόνος του έκαμε τον νόμον και μόνος του τον πάτησε. Εχτές με την πρόταση διά τον διορισμό του κυρίου Καλλέργη φρουράρχου της Συνελέψεως, όνομα προσώπου ήταν κι’ εκείνο καθώς ετούτα. Θα τον χτυπούσα εχτές, όμως να μην ειπήτε ότ’ είμαι αντίζηλος του κυρίου Καλλέργη σιώπησα. Έχει ένα προτέρημα ο Κύριος Πετζάλης, ότι είναι διπρόσωπος. Όποτε είναι πατριωτικά ζητήματα βγαίνει έξω και πίνει το τζιγάρο του· κι’ όταν είναι φατριαστικά και συνφέροντά του έρχεται και κάνει νόμους – και τους χαλάγει μόνος του, αλλά θέλει να τους φυλάξουν οι άλλοι». Τότε μίλησαν ο Μεταξάς, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης και Λόντος πολλά διά την ένωσή τους χάριν της πατρίδος. Πήραμεν την πολυψηφία· και διορίστηκαν και οι τέσσεροι· κι’ ο Πανούτζος έμεινε εις την θέση του. Οχτώ ημέρες κάμαν μονοιασμένοι, και ύστερα πήρε καθείς τον δρόμο του και την φατρία του· και κατακομματιάστηκαν. Μαθαίνοντας αυτό λυπήθηκα πολύ. Διά να τους ενώσω πίσου κάνω ένα τραπέζι και τους παίρνω όλους και τους πληρεξούσιους οπού ήταν μαζί μου. Φάγαμεν· εις το τραπέζι απάνου με ήθελε ο καθένας με το μέρος του. Και τους άφησα όλους· και τους έπιασα οχτρούς. Και ηύρα τον διάβολό μου.
Ο Παλαμήδης, ο Κριτζώτης, ο Γρίβας, Πετζάλης κι’ άλλοι προκομμένοι τράβαγαν ένα κόμμα· ήθελαν να γένη μια Βουλή, όχι Γερουσία. Κι’ αυτό δεν το ’καναν με ’λικρίνεια, αλλά να γένη αναρχία. Είχαν και με το μέρος τους ως τριάντα ψήφους απάνου κάτου. Πήγα μίαν ημέρα εις τον Βασιλέα, με ρώτησε τι γνώμη είμαι διά της Βουλές. Του είπα μια να γένη, ότ’ είναι φτωχό το έθνος και δεν υποφέρνει έξοδα. Μου είπε τα αίτια οπού δεν μπορούμεν να κάμωμεν με μία. Είχα ρωτήση και γνωστικούς κι’ αδιάφορους ανθρώπους και μου είπαν κι’ αυτείνοι τα ίδια. Εμείς οι δυστυχισμένοι δεν τα γνωρίζομεν αυτά. Τότε λέγω του Βασιλέα αν γένουν δυο, παραπάνου από δεκαπέντε γερουσιασταί να μην γένουν. Η Μεγαλειότης του έμεινε ως τους εικοσιέναν το πολύ. Ηύρα κι’ άλλους αδιάφορους, μίλησα δι’ αυτό, μου είπαν είναι καλό. Έκαμα μίαν έκθεσιν, την έβαλα εις τον τύπο και είπα την γνώμην μου. Έμεινε διά το παρόν αυτό, ότ’ ήταν άλλα ζητήματα.
Αφού Παλαμήδης, Κριτζώτης, Γρίβας, Καλλεφουρνάς και οι άλλοι είχαν λίγους συντρόφους κ’ εγώ γγίχτηκα και με τους άλλους, μόνον με το Μεταξά μιλούσα και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε μιλώ και με τον Κριτζώτη κι’ άλλους να πηγαίνωμεν σύνφωνοι όλοι πατριωτικώς και να μπορέσουμεν να λάβωμεν την πολυψηφία να τράμεν τα συνφέροντα της πατρίδος. Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Ήταν ένα ζήτημα μια ημέρα, μίλησα. Εκεί πήραμεν εκατόν ογδοήντα ψήφους· πήραμεν την πολυψηφία. Ακολουθήσαμεν αυτό καμπόσες ημέρες, και πάλε αυτείνοι το χάλασαν. Τραβήχτηκα κι’ από αυτούς.
Αφού ο Καλλέργης έλαβε την φρουραρχίαν της Συνέλεψης και οι Αντιπρόεδροι έφυγαν από τον δρόμο τους, καταξοχή Μαυροκορδάτος, Λόντος και Κωλέτης – ήταν παιδιά των ξένων και πολύ κολάκευαν και τον Βασιλέα – παράλυσαν την Συνέλεψη. Μπαίναν άνθρωποι από το ακροατήριον, οδηγούσαν τους πληρεξούσιους και τους κατακομμάτιαζαν. Αφού τους ανακάτωναν αυτείνοι, μπήκαν και οι αξιωματικοί του Καλλέργη κι’ αρχίσανε να βρίζουν τους πληρεξούσιους και να τους κάνουν φοβερισμούς πολλούς. Κάτι θέλησε να κρίνη ο Κριτζώτης κι’ ο Γρίβας κι’ άλλοι, ρίχτη απάνου τους ο φίλος τους ο Καλλέργης κι’ άλλοι αξιωματικοί. Πήγα εκεί, τρόμαξα να τους ξεχωρίσω· όμως πολύ αναμμένοι ο Καλλέργης και οι συντρόφοι του οι αξιωματικοί. Άλλη φορά διάλυσε ο Πρόεδρος την Συνέλεψη και φύγαμεν όλοι αγαναχτισμένοι. Την άλλη ημέρα θα ’χαμεν καυγά. Ελέπετε ένα θόρυβο – ανακατώθηκαν όλοι οι κάτοικοι, άλλοι υπέρ κι’ άλλοι κατά. Το βράδυ έπεσα να κοιμηθώ, περνώντας τα μεσάνυχτα, όσο να φύγουν οι άνθρωποι από το σπίτι μου· κάνα δυο ώρες να φέξη, εκεί οπού κοιμώμουν, ακούω να μου λένε· «Σήκου, τι κοιμάσαι; Ότι δεν είστε καλά· κιντυνεύετε!» Ξύπνησα. Είπα η υποψία μού δίνει αυτές της παραλογίες. Ματακοιμήθηκα· πάλε το ίδιον. Πάλε κοιμήθηκα. ’Στο τρίτο μού δίνει έναν χτύπον, έτζι μου ’ρθε, μου λέγει· «Σήκου!» Τότε σηκώθηκα, φώναξα τα παιδιά, τους στρατιώτες οπού ’χα, τους λέγω· «Εσύ κ’ εσύ να πάτε να ειπήτε των ’πιτρόπων των εκκλησιών να ειπούνε των πολιτών καθείς εις την ενορία του να μην πάνε κανένας εις τα χτήματά τους ή ’σ άλλη τους δουλειά· να κάτζουν εις τα σπίτια τους με τ’ άρματά τους όλοι – να μη βγη κανένας έξω μ’ όπλα όσο να σας μιλήσω εγώ τι να κάμετε». Στέλνω άλλους εις τους πρωτοσιναφιτζήδες να μιλήση καθένας εις το σινάφι του να μην ανοίξουν τ’ αργαστήρια, μόνον της πόρτες· να ’χουν τ’ άρματά τους. Στέλνω άλλους εις τον Γρίβα και ’σ άλλους να συναχτούν ξημερώνοντας εις του Κριτζώτη το κονάκι όσο να πάγω κ’ εγώ. Πήγαν οι άνθρωποι παντού και μίλησαν· κι’ ακολούθησαν ό,τι τους παράγγειλα.
Την αυγή πήγα ’στου Κριτζώτη· συνάχτηκαν όλοι. Άρχισε ο Γρίβας με τον Κριτζώτη να μου μιλούν αναντίον του Καλλέργη κι’ αξιωματικών του. Τότε τους λέγω· «Τι σας είπα εγώ διά να μην πάθωμεν αυτά; Σας είπα να κάμωμεν την φρουρά την εθνική και να βάλετε όποιον θέλετε από σας αρχηγόν. Εσείς υποπτευτήκετε να μην μπω εγώ, το είπετε του Λόντου και Καλλέργη και των αλλουνών και με πήραν ’στην οργή τους. Και γέλασαν κ’ εσάς κ’ έκαμαν τον Καλλέργη παντοδύναμον· το ’δωσαν και του δίνουν τόσα χρήματα καθεμερινώς – κάνει τώρα ό,τι θέλει. –Μου λένε, εμείς σε πήραμεν εις τον λαιμό μας. – Εμένα πήρετε εις τον λαιμό σας; Πήρετε την πατρίδα γενικώς και του λόγου σας· και πού θα καταντήσουμεν ο Θεός το ξέρει». Τότε τους είπα το σκέδιο οπού έκαμα· και παράγγειλα και του Γιάννη Κώστα κι’ άλλων αξιωματικών να συνάξουν όσους στρατιώτες είναι εις την πρωτεύουσα και φερμένοι από τ’ άλλο το κράτος, να ’χουν τα σπαθιά τους και της πιστιόλες τους κρυμμένες, και να μαζωχτούν εις την Συνέλεψη οπού είναι η βάρδια και καμμιά ’κοσαριά να πιάσουν άξαφνα τα σπίτια του Καρατάσιου, του Κολοκοτρώνη, του Μεταξά, του Λόντου, όσα σπίτια είναι κοντά εις την Συνέλεψη. Και να είναι μυστικό αυτό, από ’νας δυο αξιωματικοί να το ξέρουν – ο καθένας το σπίτι οπού θα πιάση. Τους είπα και στέκονταν όλοι καθένας εις το μέρος του. Είπα όλα αυτά αυτεινών και να πάρουν και οι άνθρωποί τους ολουνών τα σπαθιά τους και πιστιόλες τους και να είναι όλοι απόξω· κι’ όταν μπούμεν εις την Συνέλεψη και δώση αιτία ο Καλλέργης με τους συντρόφους του, άξαφνα οι δικοί μας να ριχτούνε εις την βάρδια να τους πάρουν τα όπλα τους και τότε να πιάση κι’ ο καθείς τα διορισμένα σπίτια· τους άρεσε το σκέδιόν μου. Τους είπα να πάμε όλοι εις το Μεταξά και να φωνάξη τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέτη, τον Λόντο, τον Καλλέργη κι’ από καμμιά δεκαριά πληρεξούσιους Ρούμελης, Πελοπόννησος και νησιών και να μιλήσουμε μ’ αυτούς· κι’ αν δεν συναγροικηθούμεν, ο Θεός ας τους το πλερώση. Μείναν σύνφωνοι και εις αυτό. «Ποιος θα κρίνη, τους είπα, αυτά; – να φαίνεται ότ’ έχομεν γνώση, να μη μας παίρνουν διά ζώα». Μου είπαν εγώ να κρίνω. Σηκωθήκαμε όλοι πήγαμε ’στο Μεταξά. Του είπα κ’ έστειλε και σύναξε όλους αυτούς. «Αδελφοί, τους είπα, εμείς συναχτήκαμεν να κάμωμεν ελεύτερη Συνέλεψη και φρόνιμη και πατριωτική, όχι φατριαστική και με ξένες θέλησες. Αν εις το εξής εσείς οι Αντιπρόεδροι βάλετε την Συνέλεψη σε τάξη, και οι ακροαταί να μην μπαίνη κανένας μέσα κι’ ο κύριος Καλλέργης να βγάλη όλους εκείνους τους αξιωματικούς, οπού διατίμησαν τους αντιπροσώπους της πατρίδος και βήκαν από τα χρέη τους τα στρατιωτικά, και να μη ματακολουθήσουν παρόμοια και διατιμιώμαστε από τους ξένους ανθρώπους, οπού ’ναι τόσοι ακροαταί, κι’ απ’ ούλους τους φρόνιμους – και διατιμιώμαστε κι’ εμείς και η πατρίδα μας θα ζημιωθή. Κι’ αν δεν γένουν αυτά, εμείς τραβιώμαστε, και ο αίτιος του κακού ας δώση λόγον εις τον Θεόν κι’ ο αθώος ας προσκαλεστή την βοήθεια του να μπη το δίκιον εις τον τόπο του. Και να δειχτούμεν με γενναιότητα αναμεταξύ μας». Αποκρίνεται ο γενναίος Καλλέργης, ο Σεπτεβριανός, ο σύντροφός μου ο ορκισμένος, και μου λέγει· «Έμαθα ότι όπλισες ανθρώπους και μέρασες και πολεμοφόδια, και θα πάρωμεν μέτρα εις αυτό». Του λέγει ο Γρίβας· «Είναι ψέματα» αυτά και συκοφαντίες αναντίον του Μακρυγιάννη». Του λέγω εγώ· «Είναι αληθινά αυτά οπού μου είπες, κι’ ο Γρίβας δεν σου λέγει την αλήθεια. – Διατί τα ’καμες; μου λέγει. – Τα ’καμα ότι είδα το φέρσιμο το δικό σου και των συντρόφωνέ σου εις την Συνέλεψη και κατάλαβα την θέλησή σας. Την Αθήνα δεν την καίτε και ν’ αλιμουργιαχτή δεν αφίνω εγώ. Ότ’ ήρθα νέος εδώ, εις τα 1822, και είμαι γέροντας τώρα. Και ήμουν μόνος μου όταν ήρθα, και τώρα έχω σπίτια και φαμελιά. Κι’ όλους τους Αθηναίους τους θεωρώ καλύτερα από τα παιδιά μου κι’ από το σπίτι μου· ότι μ’ είχαν αρχηγόν τους εις τον αγώνα της πατρίδος και σκοτωνόμαστε μαζί και πληγωνόμαστε. Αυτό σου είναι γνωστό· το είδες εις Περαία, οπού πλέγαμε εις το νερό και εις τους πάγους μ’ αυτούς. Μέσα τον κάμπο φκειάναμεν ταμπούρια και κολυμπούγαμεν νύχτα και ημέρα ανάμεσα των Τούρκων τα πόστα. Κ’ εσείς οι άλλοι ήσαστε εις τα ψηλώματα. Φαίνονται ως την σήμερον πού είναι τα πόστα μας. Κι’ από αυτά μείναμεν οι μισοί κι’ όσοι μείναμεν όλοι σάπιοι. Δι’ αυτό κι’ ότι και τώρα μ’ έχουν οι Αθηναίγοι πρόεδρο του Συβουλίου και μ’ έκαμαν και τώρα πάλε αρχηγόν τους και πληρεξούσιόν τους, θα φυλάξω αυτούς πρώτα και τα σπίτια τους και γενικώς την πατρίδα μου, όταν βλέπω ’διοτέλεια. Κι’ αν κάμετε όσα μιλήσαμεν· οι Αντιπρόεδροι να βάλουν την τάξη εις την Συνέλεψη κ’ εσύ να βγάλης τους αξιωματικούς προς ’κανοποίησιν των πληρεξουσίων, είμαστε φίλοι κι’ αδελφοί όπως πρώτα· ειδέ κάμετε ό,τι μπορήτε εσείς, κ’ εμείς είμαστε έτοιμοι να κάμωμεν ό,τι μπορέσωμεν». Τότε μίλησαν κ’ οι άλλοι. Και υποσκέθηκαν αυτά. Και τα ’νέργησαν. Και ήταν η καλή αρμονία αναμεταξύ μας. Και ξαναενώσαμεν την φιλία μας.
Είδαν οι ξένοι και οι φίλοι τους ότι απέτυχαν κι’ από αυτό, ότι τους πείραξε πολύ το σαράντα άρθρο διά την θρησκείαν και η βάφτιση του διαδόχου – νιτερέσια μέραζαν ένας του αλλουνού. Εγώ απόταν έγινε η μεταβολή με προσκαλούσαν οι Πρέσβες να φάμεν και να μιλήσωμεν – ούτε ματαπάτησα ως την σήμερον, ούτε θέλω πατήση μ’ όλον οπού τους είχα φίλους και τους έκαμα τόσες φορές τραπέζια. Αν θέλουν αυτείνοι να ’χουν το δικό τους σπίτι, θέλομεν κ’ εμείς να φκειάσωμεν το δικό μας. Τώρα ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Λόντος, ο Καλλέργης και οι συντροφιές τους ενώθηκαν με τους Άγγλους, με τους Γάλλους και τους άλλους κι’ ως δυσαρεστημένοι από αυτείνη την μεταβολή ταμπουρώνονται αναμεταξύ τους και τάζουν και του Βασιλέα λαγούς με πετραχήλια – κι’ ανάθεμα και του θέλη κανένας το καλόν του. Ούτε οι ξένοι του θέλουν το καλό, ούτε οι συντρόφοι τους, αλλά του λένε λόγια της όρεξής του κι’ ελπίζει οπού τους έχει φίλους. Και τον ασκουντούνε ολημέρα εις τον γκρεμνόν. Και κακοσυσταίνουν τους Σεπτεβριανούς, όσοι μείναν και δεν πήγαν εις την βούλλα τους· αυτούς όλους τους κακοσυσταίνουν εις τον Βασιλέα κι’ αυλικούς και τους κάνουν ύποπτους και περισσότερον τον Μεταξά – τον γύμνωσαν κι’ από τους φίλους του πολιτικούς και στρατιωτικούς. Ότι κι’ αυτός από τα δυο του ποδάρια το ’να τ’ άφησε εις την Τρίτη Σεπτεβρίου και το άλλο εις τον Βασιλέα κι’ αδρασκελάγει – ούτε εις την Τρίτη Σεπτεβρίου σώνει με τα σωστά του, ούτε εις τον Βασιλέα. Όταν τραβάγη το ’να του ποδάρι να πάγη εις το ένα μέρος, τ’ άλλο ανεμένει εις τ’ άλλο μέρος· κ’ έτζι πουθενά δεν πηγαίνει να δώση τον λόγον της πίστεως, τι πιστεύει αληθινά. Κανένα μέρος από τα δυο δεν ξέρει ως την σήμερον πού τρέχει. Ο Θεός γνωρίζει των ανθρώπων της καρδιές· και οι άνθρωποι – γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι’ όχι την καρδιά. Όποιος βρίσκει κάνα ηύρεμα και δεν ξέρει τι αξίζει – όποιος τ’ αγοράση αυτό ξέρει την τιμήν του. Δι’ αυτείνη την μεταβολή είκοσι πέντε δραχμές ξόδιασε ο κύριος Μεταξάς. Είχα να στείλω έναν άνθρωπο να πάγη οπού ’ταν ανάγκη και το ’ταξα τρακόσες δραχμές και μο ’λειπαν πενήντα· και μο ’δωσε αυτός της είκοσι πέντε. Αυτείνη την θυσία έκαμεν· και του δώσαμεν έτοιμες και τιμές και δόξες και της μουτζώνει· και της αφίνει και παίρνει άλλον δρόμον. Και κιντυνεύομεν κ’ εμείς οι άλλοι Σεπτεβριανοί από τον χαραχτήρα αυτεινού.
Μίαν ημέρα πήγα εις τον Κωλέτη να τον ιδώ, ότι ήρθε εις το σπίτι μου και δεν είχα πάγη. Εκεί ήταν πολλοί φίλοι του· κι’ ο Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μου είπε ο κύριος Κωλέτης να ενωθούμεν. Του είπα· «Πολλές φορές αυτό το κάμαμεν και δεν τελεσφόρησε. Ξέρω την καρδιά σου διατί θέλεις την ένωσή μας. Τα είπαμεν πολλές φορές. Εγώ θέλω του σπιτιού μας τα κεραμίδια να σάσουμεν, να μην τρέχουν και πέση το σπίτι μας και μας πλακώση. Τα ξένα τα σπίτια τα ’χουν καλά σκεπασμένα οι νοικοκυραίοι τους και δεν παίρνει ο αγέρας τα κεραμίδια τους όσο σφοδρός και να είναι. Του δικού μας του σπιτιού τα κεραμίδια λίγος άνεμος να φυσήξη δεν αφίνει κανένα. Και έχει και κάτι μαστόρους – παίρνουν τα κεραμίδια και σκεπάζουν τα ξένα σπίτια». Ζύγωσε η ώρα να πάμεν εις την Συνέλεψη και μείναμεν σύνφωνοι να κολλήσωμεν εις το δωμάτιον, διαλώντας η Συνέλεψη, να μιλήσωμεν ο Κωλέτης, ο Κουντουργιώτης κι’ εγώ. Εις την Συνέλεψη πήγαν οι ομιλίες τους αυτεινών με τον Μεταξά πολύ ξεμακρυσμένες. Διαλύθη η Συνέλεψη· μου είπαν να πάγω απάνου. Τους είπα· «Σύρτε κ’ έρχομαι». Πήγαν αυτείνοι απάνου. Πήρα εγώ τον Μεταξά και πήγαμεν. Ηύραμεν απάνου και τους Πρέσβες, τον Λάγυνς, τον Πισκατόρη και Πρόκενς. Σα μ’ είδαν με τον Μεταξά δεν μο ’πιασαν ομιλίαν. Αρχινούνε όλοι αυτείνοι – ήρθε κι’ ο Μαυροκορδάτος· την γλώσσα δεν την καταλάβαινα. Βλέπω τον καϊμένον τον Μεταξά εις της ομιλίες του λυπημένον πολύ και θύμωνε. Μετά πολύ του λέγω· «Τι τρέχει; – Δεν τους αρέσουν καμπόσα πράματα. Δεν είναι της αρεσιάς τους και θα παρατηθώ, δεν υποφέρνω πλέον». Και τραβήχτη από ’μέναν και πήγε κ’ έπιασαν οπίσου την φιλονικίαν. Ύστερα τραβγιώνται και πάνε οι μισοί ’στην άλλη κάμαρη με τους Πρέσβες κ’ οι μισοί μείναν εκεί και φιλονικούσαν. Τους λέγω αυτεινών· «Ετούτο το Σύνταμα οπού αποχτήσαμεν δεν είναι ανθρώπινον έργον, είναι του Θεού, οπού αποφάσισε να λευτερώση αυτό το δυστυχισμένον έθνος από της αδικίες των εγωιστών. Εγώ έχω να σας ειπώ ότι πρέπει να κάμωμεν την Συνέλεψή μας ελεύτερη – εκείνο οπού είναι συνφέρον εις την πατρίδα μας. Και ξένες γνώμες πλέον δεν θ’ ακούσωμεν ότι δεν θα ξαναπέσωμεν εις τον χαμόν. Κι’ αν φαντάζεστε οπού ’στε δυνατοί εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί κ’ εμείς αδύνατοι, θα κάμωμεν το χρέος μας κ’ εμείς οι αδύνατοι· κι’ αν χαθούμεν, ας χαθούμεν. Ότι μας έφαγαν πλέον οι ξένοι ως γλάροι. Και καλύτερα βάλτε την θέλησή σας εις ενέργεια μίαν ώρα αρχύτερα να μπούμεν σε καλόν δρόμον». Και σηκώθηκα κι’ έφυγα. Πήγα εις το σπίτι του Μεταξά κ’ έκατζα και τον περίμενα. Ήρθε αυτός θυμωμένος. Σε ολίγες ημέρες απαρατήθη· δεν μπόρεσε ν’ ανθέξη εις της αντενέργειες των αλλουνών.
Το Σύνταμα εις την Συνέλεψη προβόδεψε σε όλα όσα ήταν αναγκαία. Τότε οι καλοθεληταί του Βασιλέως τυπώνουν εις το κεφάλι του να κάμη προσταφαίρεσες εις το Σύνταμα· και του κάνουν και νέον σκέδιον. Του Βασιλέα του πουλούσαν δούλεψη οι ξένοι κι’ αυτείνη η συντροφιά. Όξω εις το Κράτος διαδόθηκε ότι ο Βασιλέας θα χαλάση το Σύνταμα – οπού δεν θα ’μενε ποδάρι ούτε από τον Βασιλέα, ούτε από αυτεινούς τους ανθρώπους. Κι’ εμείς χαμπέρι δεν είχαμεν! Εγώ πρώτος, μα τ’ όνομα του Θεού, δεν είχα μάθη τίποτας από ’δω. Από της επαρχίες μο ’γραφαν ότι· «Αυτού κάτι θα γένη κ’ εσύ δεν μας γράφεις· κι’ αν είναι ανάγκη, να ’ρθωμεν με δύναμη». Εγώ τους έλεγα δεν είναι τίποτας. Κι’ από το μέρος αυτεινών κουβαλιώνταν εις την πρωτεύουσα· και τους έλεγαν οι επίβουλοι· «Μην ειπήτε του Μακρυγιάννη τίποτας, ότι τον αγόρασε ο Βασιλέας και πήρε τόσα χρήματα». Αφού έβαλα περιέργεια έμαθα αυτό, την προσταφαίρεση του Συντάματος και το νέον σκέδιον. Τότε σηκώνομαι και πάγω εις τον Βασιλέα. Του λέγω· « Τ’ είναι αυτό οπού κάνεις, Βασιλέα; Πώς απατήθης; Μία τρίχα να πειραχτή κιντυνεύεις και η Μεγαλειότη σου και το Κράτος κι’ όλοι. Αυτά είναι σκέδια φατριαστικά διά να σε βάλουν εις αυτό το παιγνίδι, να σ’ εκθέσουν. Να το τραβήσης πίσου, του λέγω, και να παρατηθής από αυτείνη την ιδέα. – Δεν μπορώ, μου λέγει, έγινε τώρα· δεν μπορώ να κάμω αλλοιώς». Πάσκισα πολύ, δεν στάθη τρόπος. Αφού είδα ότι επιμένει εις την γνώμη του, του λέγω· «Σαν θα κάμης προσταφαίρεση εις το Σύνταμα, εγώ δεν είμαι με την Μεγαλειότη σου. Ότι μ’ αυτείνη την προσταφαίρεση όσοι άνθρωποι είναι της μεταβολής είναι σε ριζικόν. Είμαι ένας κ’ εγώ από αυτούς. Σου έδωσα τον λόγον της τιμής μου, όταν παρουσιάστηκα και σου μίλησα πώς έγινε αυτείνη η μεταβολή· και σου είπα αυτό οπού υπόγραψες να το βαστάξης κ’ εγώ κι’ όλοι οι τίμιοι υπηκόοι σου πεθαίνομεν εις την πόρτα του παλατιού σου διά το νύχι της Μεγαλειότης σου. Ήταν κι’ ο Γαρδικιώτης παρών τότε οπού σου είπα αυτά. Τώρα δεν είμαι μαζί σου· και σου το λέγω πρωτύτερα να μην λες ότι σ’ απάτησα και να με λες άτιμον κι’ άπιστον». Μου λέγει η Μεγαλειότης του· «Είσαι ορκισμένος στρατιωτικός και δεν μπορείς να είσαι αναντίος μου. – Είμαι ως στρατιώτης ορκισμένος, όμως είμαι κ’ Έλληνας και θέλω να ζήσωμεν εγώ και οι πατριώτες μου με νόμους· και δεν σε απατώ. Η γνώμη μου είναι αυτείνη και να δώσουνε λόγο εις τον Θεόν εκείνοι οπού σε συβούλεψαν να κάμης αυτό – εχάθη και η πατρίδα και η Μεγαλειότη σου!» Τότε αναστέναξε μεγάλως και είπε· «Με πήραν εις τον λαιμό τους!» Εγώ τον λυπήθηκα πολύ, του είπα· «Βασιλέα μου, έχεις καιρό να το χαλάσης αυτό (και δάκρυσαν τα μάτια μου). Μη μας κιντυνεύεις και κιντυνέψης κ’ εσύ». Δεν στάθη τρόπος. Μου είπε να είμαι πιστός της Μεγαλειότης του. Του είπα και πάλε· «Δεν μπορώ να σε γελάσω, δεν είμαι». Κ’ έφυγα.
Ήρθα εις το σπίτι μου και φωνάζω καμπόσους πληρεξούσιους από ’κείνους οπού ’χα ορκισμένους διά να είμαστε σύνφωνοι διά τα συνφέροντα της πατρίδος και θρησκείας μας. Τους λέγω· «Αύριο την αυγήν να συναχτήτε όλοι εδώ εις την σάλλα μου και θα φέρω έναν να του μιλήσω· κι’ όταν φωνάξω εγώ «φέρτε καφφέ», εσείς θα ξέρετε ότ’ είναι αυτός και θ’ αρχίσετε· «Τ’ είναι αυτά οπού θα γένουν προσταφαίρεσες του Συντάματος; Εδώ θα λυώσουμεν όλοι μ’ εκείνους οπού ’νεργούνε αυτά! Έχομεν τόσους ανθρώπους και θα λυώσουμεν όλοι! Και θα βάλωμεν φωτιά να γένη η Αθήνα γης Μαδιάμ». Και να με φωνάξετε κ’ εμένα και μ’ αγανάχτηση, τους είπα, να μου ειπήτε· «Κ’ εσύ συνφώνησες κ’ έγινες ένα μ’ αυτούς – κ’ εσύ θα προκόψης κι’ αυτείνοι οπού θέλουν να κάμουν αυτά!» Έστειλα και ήρθε ο Λάμπρο Νάκος, ότ’ είναι πολύ αγαπημένος του Βασιλέα και τον συβουλεύει πάντοτες και του λέγει και χαμπέρια. Ήρθε κι’ ακούγει αυτά και τρόμαξε. Του λέγω· «Σύρε ’πες της Μεγαλειότης του ότ’ ήρθες να πιούμεν τον καφφέ και ήμαστε οι δυο μας και τι έλεγαν οι πληρεξούσιοι· και τι μου είπαν κ’ εμένα». Και του είπα να πάγη και ’σ άλλες μεριές να διαδώση αυτό, ότ’ είμαστε χαμένοι· και να μιλήσουν κι’ αυτείνοι του Βασιλέα. Αφού πήγε και του τα είπε όλα του Βασιλέγα (και συχρόνως του μίλησαν και οι άλλοι), του λέγει ο Βασιλέας του Νάκου· «Σύρε να ειπής του Μακρυγιάννη –όμως αυτά οπού θα σου ειπώ πρώτα να τα ξέρη ο Θεός κ’ ύστερα εσύ κ’ εγώ κι’ ο Μακρυγιάννης, όχι άλλος· να είναι μυστικόν – να του ειπής να μην αλλάξη γνώμη και να βαστήση την ησυχία εις την πρωτεύουσα και εις την Συνέλεψη – κι’ απαρατιώμαι απ’ ούλα· δεν θα γένη ούτε τρίχα προσταφαίρεση». Τότε βαστάξαμεν την ησυχίαν όλ’ οι τίμιοι άνθρωποι και μέσα εις την Συνέλεψη κι’ έξω εις την πολιτεία. Κι’ όλοι οι πληρεξούσιοι συναχτήκαμεν και κάμαμεν μίαν μυστική συνεδρίαση και φιλονικήσαμεν πολλά. Ήρθε η Μεγαλειότης του εις την Συνέλεψη με μεγάλην παράταξιν και παραδέχτη όλα του Συντάματος κ’ υπόγραψε.[1] Σαν έπεσα εις την οργή και των ξένων και των μεγάλων πολιτικών μας συντρόφων των Πρέσβεων, ότι δεν ήμουν σύνφωνος με της όρεξές τους και φατρίες τους, ενέργησαν όλοι να μη με κάμη κ’ εμένα ο Βασιλέας υποστράτηγον· αλλά ο Βασιλέας επίμενε κ’ είπε ότ’· «Είναι άδικο αυτό και δεν τον αδικώ». Και μ’ έκαμεν. Μαθαίνοντας εγώ την διάθεσίν τους, είπα ότι δεν θέλω προβιβασμό· και στανικώς του υπουργού – μ’ έβγιασε κ’ έφκειασα τα χαραχτηριστικά του υποστράτηγου. Πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και μου είπε ότι θα μ’ έκανε και ’πασπιστή του, όμως διά της πληγές του σώματός μου, οπού είμαι πάντοτες αστενής, να μην πάθω εις την ’πηρεσία, δι’ αυτό μ’ αφίνει. Τον ευκαρίστησα κ’ έφυγα.
Β
Τους συντρόφους μας και παληκάρια τους Σεπτεβριανούς διά συντρομής...[1] τους πήραν όλους ο Μαυροκορδάτος και η γενεά, ο Λάγυνς, Πισκατόρης, Πρόκενς και οι άλλοι. Μιλούν με τον Βασιλέα να κάμη πρωτοϋπουργόν τον Μαυροκορδάτο και να περιλάβη και τον Κωλέτη. Ο Κωλέτης δεν δέχτη – έχει αυτός πατριωτισμόν δι’ άλλη περίσταση· να μπη κι’ ο Μαυροκορδάτος με την συντροφιά του, να τζακιστή καθώς τζακίστη ο Μεταξάς· τότε αυτός απόξω με την συντροφιά του αρχινούν φατρίες αναντίον αυτεινών· τζακίζονται κι’ αυτείνοι και μπαίνει ο Κωλέτης κι’ αποδιορθώνει την πατρίδα. Μπήκε ο Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός, της Οικονομίας και Ναυτικού, ο Α. Λόντος του Εσωτερκού, ο Ρόδιος του Στρατιωτικού, ο Τρικούπης του Εκκλησιαστικού, ο Λοντίδης της Δικαιοσύνης. Αφού εμπήκε η νέα κυβέρνηση από μίαν φατρία, άρχισαν οι άλλοι διά το καλό της πατρίδος και ’ρέθιζαν τους κατοίκους αναντίον της. Ήταν και καλοί πατριώτες οι ίδιοι αυτείνοι οπού μπήκαν, είχαν και τους άλλους αναντίους. Κι’ αφανίστη το Κράτος χερότερα από άλλες φορές.[2]
Μπαίνοντας εις τα πράματα ο Μαυροκορδάτος και οι συντρόφοι του διάταξαν να γένουν οι πρώτες εκλογές των βουλευτών της πατρίδος διά να στερεωθούν νόμοι πατρικοί και να πάγη ομπρός η δυστυχισμένη και ματοκυλισμένη πατρίδα με τον Βασιλέα της, να σωθούν τα δεινά της. Να ’ρθουν αντιπρόσωποι του Έθνους, της μπιστοσύνης του και της εκλογής του, αυτό η Εκλαμπρότης του και η συντροφιά του δεν το θέλουν ούτε αυτείνοι, ούτε ο Λάγυνς, ούτε ο Πισκατόρης, ούτε ο Πρόκενς, αλλά θέλουν κοπέλια της συντροφιάς τους διά να προκόψουν την πατρίδα. Κάνει η Κυβέρνηση επέβασες παντού εις το Κράτος και χύθηκαν αίματα κι’ αφανίστη ο κόσμος – κ’ έδωσε και νέον παράδειγμα νέων εκλογών διά ν’ ακολουθούν και οι άλλες μ’ αυτόν τον πατριωτισμόν κι’ αρετή, διά να λέπη η πατρίδα και οι τίμιοι άνθρωποι τον όλεθρό τους. Και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους και τους διάγειραν· και σκοτώνεται αδελφός με τον αδελφόν και κυτάγεται ένας Έλληνας με τον άλλον όπως κύταγαν τους Τούρκους όταν τους πολεμούσαν. Και παντού θέλει να μπαίνη η Εκλαμπρότης του ο κύριος Μαυροκορδάτος, ν’ ακούγεται εις την Ευρώπη ότ’ είναι μέγας και πολύς· κι’ όλοι οι άνθρωποι όταν πίνουν νερό να ομώνουν εις τ’ όνομά του διά το καλό οπού έκαμεν εις την πατρίδα τους αυτός και οι όμοιοι του αρχή και τέλος – οπού την γύμνωσαν από ηθική, από θρησκεία, από πατριωτισμόν. Κατατρέχουν όσους τα ’χουν όλα αυτά κι’ αδελφώνονται με την κακία, με τον δόλο και με την απάτη.[3]
Ο κύριος Μαυροκορδάτος αν μπόργε να κατορθώση να τον έκλεγε όλο το Κράτος βουλευτή, ήταν η μεγαλύτερή του ευκαρίστηση να μάθουν ο έξω κόσμος τι μεγάλον άντρα απόχτησε η Ελλάς, πόση αρετή θυσιάζει – και πρώτον υπουργό τον βάνουν και γενικόν βουλευτή (κι’ απαρατιώντας αυτός διορίζει να βάνουν οι κάτοικοι τους φίλους της μπιστοσύνης του διά να ’χη τα κλειδιά εις το χέρι και των μέσα σπιτιών και των έξω μεγάλων σπιτιών. Ότι αυτό το παράδειμα το ’δωσε κι’ ο Κυβερνήτης μας εις την Συνέλεψη του Άργους· ενήργησε με τους διοικητάς του και με τους ομόφρονάς του κι’ έγινε από το περισσότερον μέρος του Κράτους πληρεξούσιος. Κι’ ο κύριος Μαυροκορδάτος δεν θέλει ν’ αφήση αυτό το δικαίωμα – δεν θέλει να ξεφορτώση το σαμάρι από τα γαϊδούρια, οπού ’ρθε να τα λευτερώση αυτός και οι όμοιοι του). Τέλος πάντων διατάττει να γένουν οι εκλογές παντού – κι’ όσα θυσιαστούν κι’ όσοι άνθρωποι σκοτωθούν σε όλο το Κράτος, δεν πειράζει· αυτό οπού είπε αυτός και οι συντρόφοι του, αυτό να γένη! Γράφει κι’ ο υπουργός Λοντίδης Πατρινός εις την Πάτρα των ομοφρόνων του, των φίλωνέ του, και του λέγει· «Σκοτώστε, χαψώστε, ό,τι βίγια μπορήτε να κάμετε κάμετε, όμως εμένα να με βγάλετε βουλευτή σας χωρίς άλλο». Ποιους να σκοτώσουν; Τους συνπολίτες οι συνπολίτες! Πιάστη το γράμμα αυτό, το ήφεραν εδώ· τα ’μαθε κι’ ο Βασιλέας όλα αυτά. Και καθεμερινώς έρχονται οι κάτοικοι και σκούζουν και φωνάζουν δι’ αυτείνη την άνομην επέβασιν σε όλο το Κράτος, οπού ανοίχτηκαν κι’ ανοίγονται ολοένα νέοι τάφοι των αθώων Ελλήνων. Και διά να προκόψουν την πατρίδα και να σκοτώνονται οι άνθρωποι σαν τα σκυλιά σε όλο το Κράτος και να τους κομματιάσουνε και να τους βάλουν σε μεγάλη διχόνοιαν κι’ αντιζηλία, έκαμαν πλήθος αξιωματικούς και μέρασαν χιλιάδες αριστεία – και τότε έπεσε η μεγαλύτερη διχόνοια αναμεταξύ των ανθρώπων. Ότι οι καλύτεροι, οπού ’χουν και δικαιώματα, αδικιώνται· εκείνοι οπού δεν έχουν δικαιώματα λαβαίνουν. Και γεννήθη η διχόνοια· και ξέκλησαν τους κατοίκους σε όλο το Κράτος κι’ αφάνισαν και της ’διοχτησίες, κόβοντας τα δέντρα ένας του άλλου και τ’ αμπέλια τους και σκοτώνοντας τα μεγάλα τους ζώα και ρημάζοντας τα γιδοπρόβατα. Εμείς θέλομεν να μας λένε μεγάλους πολιτικούς, μεγάλους στρατιωτικούς – κι’ ας κατακομματιάζωμεν τους συνπολίτες μας κι’ ας τους δίνωμεν ασκιά γιομάτα αγέρα κι’ ας τους κάνωμεν και σκοτώνωνται. Εμείς λέμε· «Έχομεν επιρροή, έχομεν προκοπή, μας αγαπούνε οι άνθρωποι».
Ο Βασιλέας κάνει σίγρι οπού γένονται αυτά τα κακά εις το κράτος του. Φαίνεται και η Μεγαλειότης του αδικήθη από ’μας και δεν αποφασίζει να προφυλάξη αυτό οπού τον μπιστεύτηκε ο Θεός και να κυβερνήση με τον φόβον εκεινού, οπού διορίζει βασιλείς ν’ αναστήνουν τα κράτη τους και να προικίζουν τους υπηκόγους τους ηθική κι’ αρετή και να ’χουν την σέβαση εις την πατρίδα τους και πίστη εις την θρησκεία τους – τότε και οι βασιλείς κι’ ο λαός έχουν την ευλογίαν του Θεού και γένεται κοινωνία ανθρώπινη. Τι του έκαμεν της Μεγαλειότης του αυτό το έθνος; Τι κακό είδε απ’ αυτό το δυστυχισμένο; ’Σοδήματα μόλις πιάνει δέκα έντεκα ’κατομμύρια, ότι τ’ άλλα τα κλέβουν εκείνοι οπού τους μπιστεύεται και βάνει και το κυβερνούν. Παίρνει η Μεγαλειότης του ένα ’κατομμύριον, κι’ όλα τ’ άλλα τα ’χει εις το χέρι του κι’ όπου θέλη κι’ όποιον θέλη του δίνει και τον αναστήνει, ή έχει δικαίωμα ή όχι. Του είπε κανένας τίποτας; Μίλησε κανένας των συμπολίτων του των Μπαυαρέζων, οπού μας γύμνωσαν, κι’ όταν φεύγαν μ’ όλη την ευγένειαν τους μπαρκαρίσαμεν χωρίς να θυμηθούμεν τι μας έκαμαν τόσο καιρόν οπού μας κυβερνούσαν ως είλωτες – το ίδιον κι’ όσους μπιστεύεται η Μεγαλειότης του εις την κυβέρνησή του και εις τ’ άλλα της πατρίδος. Πικράθη διά το άρθρο της θρησκείας; Της Μεγαλειότης του δεν της έβαλε θέλησιν το Έθνος, του είπε να μείνη εις την θρησκείαν του – ο διάδοχός του να βαφτιστή, να οικειωθή μ’ αυτό το έθνος, οπού έχυσε ποταμούς αίματα όσο να βγη από του λιονταργιού το στόμα. Διατί να χύσωμεν το λοιπόν τόσο αίμα; Διατί να γιομώση η Τουρκιά σκλάβους; Διατί να τουρκέψουν τόσοι Χριστιανοί; Κάλλιο να καθόμαστε μ’ εκείνον τον βασιλέα οπού ’χαμεν – και είχαμεν και την τιμή μας και βαστούσαμεν και την θρησκείαν μας, κι’ όχι τοιούτως οπού καταντήσαμεν. Έφκειασε και παλάτι η Μεγαλειότης του, και ναόν του Θεού δεν έχει επιθυμίαν ούτε να φκειάση, ούτε να ιδή με τα μάτια του, αλλά πηγαίνει της επίσημες ημέρες με τους Πρέσβες κι’ άλλους ξένους σε ένα καλύβι. Εις την πρωτεύουσα να μην είναι εκκλησία αναλόγως με την τιμήν των υπηκόγων του, λούσσα και πολυτέλειες –περάσαμεν την Ευρώπη. Όταν ήταν η Ευρώπη εις την δική μας κατάστασιν, είχε αυτή τέτοιες πολυτέλειες, είχε θέατρα; Εμάς μας έκαμαν οι κυβέρνησές του και μας κάνουν ολοένα θέατρο και ήταν περιττό το άλλο. Σαν το θέλετε κι’ αυτό, καλό είναι.[4]
Ο Θεός, οπού μας έδωσε αυτό το μικρό βασίλειον, μπορεί να μας δώση και τρανό. Και τότε αυτός ο ίδιος θα βασιλέψη. Εγώ τόση τύχη έχω – σολντάτος είμαι. Αν δεν με πέθανε το ντουφέκι του Τούρκου, θα με πεθάνη το σκαλιστήρι. Όμως εγώ δεν ξέρω κολακείες και πάντοτες του είπα την αλήθεια. Ό,τι γράφω εδώ του το είπα και στοματικώς πολλάκις, ότι ’σ αυτείνη την πατρίδα, οπού βασιλεύει αυτός, όσο να γένη έτοιμον το βασίλειον έλυωσαν λιοντάρια – εγώ ’μπρος ’σ εκείνους είμ’ ένας ψύλλος. Όμως έκαμα κ’ εγώ ό,τι μπορούσα. Είχα δυο ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δυο χέρια, έχω ένα· την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυο τρύπες. Το λοιπόν, αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν’ αγαπάμε πατρίδα· να ’χωμεν αρετή· τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ’ ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι μου και λέω. Κι’ ο Βασιλέας να ’χη κυβέρνησες πατριωτικές· κι’ ο ίδιος να είναι αλλάργα από τους γλυκόγλωσσους, τους κόλακες, και να μην τους δίνη και πολυτρώνε και σκάσουν από την πολυφαγιά, ενώ οι αγωνισταί μένουν γυμνοί και πεθαίνουν της πείνας. Όποιος δουλεύει θέλει το μεριάτικόν του. Και να είναι δίκια η Μεγαλειότης του ’σ εκείνο οπού του μπιστεύτηκε ο Θεός. Κ’ εκείνο οπού ορκίστη κ’ υπόγραψε τώρα να μη μετανογάη, ότ’ είναι έργον του Θεού. Τώρα, οπού ’ναι έργα του Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του, και χρήματα ξοδιάζομεν άδικα και σταυρούς και χιλιάδες αριστεία μεράζομεν· κι’ ούτε δάση έμειναν ’στο περισσότερόν του κράτος, ούτε ζωντανά· και το αίμα των ανθρώπων, οπού χύνεται, πάγει ποταμός. Κι’ αυτείνοι οπού σκοτώνονται είναι οι καλύτεροι υπήκοοι της Μεγαλειότης του και θα τους χρειαστή μιαν ημέρα κι’ αυτός και η πατρίδα, και πού θα τους εύρουν; Τους Τούρκους τους έχομεν γειτόνους πάντοτες – τότε χάνομεν και το μικρό, όχι να ’βρωμεν και τρανό.
Το Σεπτεβριανόν στοιχείον κι’ ο πολιτικός αρχηγός, ο Μεταξάς, απόστασε· και οι συντρόφοι μας δραπέτεψαν και πάνε γυρεύοντας νέαν τύχη (ότι το σκυλί οπού είναι μαθημένο εις το χασαπλειό δεν φυλάγει ποτέ πρόβατα). Ότι ο αρχηγός μετανόησε δι’ αυτείνη την γενναιότητα και πατριωτισμόν οπού ’δειξε – και τα παληκάρια σκόρπισαν. Η πατρίδα πλέον στερεώθη, αφού έγινε πρωτοϋπουργός ο Μαυροκορδάτος. Και τώρα με την μεγάλη συντρομή των Πρέσβεων και του Βασιλέως όποιος δεν πηγαίνη με την θέληση αυτεινού και της συντροφιάς του πρέπει να τον κατατρέξουν. Αφού όλες αυτές της συντροφιές της δοκίμασα, δεν μ’ άρεσε κι’ αυτείνη· ότ’ ίσως και είναι καλή κ’ εγώ κακός. Πάσκισαν να με γυρίσουνε, δεν θέλησα. Ότι εκείνα οπού ορκίστηκα και κιντύνεψα δι’ αυτά, τώρα βλέπω ότι νεκρώνουν. Τότε άρχισαν να με κακομεταχειρίζωνται όλοι αυτείνοι και καταξοχή ο συναδελφός μου Καλλέργης, ο συχνοβαφτισμένος πότε κόμμα Ρούσσικον – αφού βύζασε τόσες χιλιάδες δραχμές όταν ήταν ο Μεταξάς εις τα πράματα, απαρατιώντας αυτός και μπαίνοντας ο Μαυροκορδάτος, έγινε κόμμα Αγγλικόν και Γαλλικόν και σε όλες της παντιέρες καταγραμμένος. Αφού είναι παντοδύναμος ’στο στρατιωτικό, έβαλε τον συνπολίτη του τον Αντωνιάδη της «Αθηνάς» κι’ ως ψυχραμένη αυτείνη όλη η συντροφιά μ’ εμένα, ότι δεν τους άφησα τότε εις την Συνέλεψη να παίξουν τον άσο τους, (οπού ’βριζαν τους πληρεξούσιους και πιάστη ο Καλλέργης με τον Κριτζώτη και Γρίβα και την άλλη ημέρα θα κάναν θόρυβο εις την Συνέλεψη και σύναξα ανθρώπους και τους χάλασα όλα αυτά τα σκέδια και ματαμπήκε η τάξη. Κ’ ύστερα διά την προσταφαίρεση του Συντάματος, οπού απάτησαν τον Βασιλέα, να χαθή κι’ αυτός και η πατρίδα, και του ξηγήθηκα την αλήθεια τι έτρεχε και το ’νοιωσε κι’ ο ίδιος κ’ υπόγραψε το Σύνταμα κατά την θέληση των πληρεξουσίων), έβαλε τον Αντωνιάδη και τον Ζυγομαλά τον Σεπτεβριανόν με τους τύπους τους και λένε ότι· «Αυτό οπού ’καμε ο Μακρυγιάννης εις την Συνέλεψη, και σύναξε ανθρώπους κ’ είχε ορκίση και τόσους πληρεξούσιους να είναι μια γνώμη, ήταν αναντίον της πατρίδος και Βασιλέως – καθώς κι’ ο πρωτινός όρκος οπού ’καμε ήταν κι’ αυτός αναντίον του». Τότε βιάστηκα κ’ έβαλα τον όρκον εις τον τύπον, χωρίς της υπογραφές, και ξιστορίζω όλα αυτά, πότε όρκισα τον Καλλέργη και τους άλλους όσους είχα ορκισμένους σε όλο το Κράτος, καθώς και τους πληρεξούσιος.[5]
Τότε ’νεργούνε αυτείνοι κι’ ο Καλλεφουρνάς και γένονται αι εκλογές εις την εκκλησία μ’ έναν θόρυβον μεγάλον· και καταπετζοκόπηκαν τόσοι άνθρωποι. Ύστερα κάνουν μια οχλαγωγία τεχνική· πάνε ο κόσμος εις το Παλάτι, πάνε κι’ αυτείνοι με τα φουσσάτα τους και καταφάνισαν τους κατοίκους. Σαν έβλεπα ότ’ ήταν τέτοια μπερμπάντικα κινήματα, δεν ανακατώθηκα ποτέ πουθενά, να μη δώσω αιτία και πάθη η πατρίδα, οπού γύρευαν πρόφαση να γένη ξένη επέβαση, και να μην πάθω κ’ εγώ αδίκως. Αφού όμως είδα ότι χάνονται αδίκως οι άνθρωποι, πήγα εις την Πλάκα· ήταν συνασμένοι πλήθος λαός να πάνε να χτυπηθούν μ’ αυτούς, οπού τους έκαμαν την απιστιά και τους έβαλαν εις αυτό το παιγνίδι και ύστερα τους βαρούσαν οι ίδιγοι. Μαθαίνοντας αυτείνη την ετοιμασίαν, πήγα μίλησα πολλά των ανθρώπων, ότι θα σκοτωθούν αδίκως και θα κιντυνέψουν και την πατρίδα τους· και με πολλά μιλώντας των ανθρώπων, δάκρυσαν τα μάτια μου. Μπήκαν σε συμπάθεια οι άνθρωποι κι’ άφησαν τα όπλα τους κ’ ησυχάσανε. Αυτεινών οπού τους ’ρέθιζαν το σκέδιόν τους ήταν ότι θα πήγαινα κ’ εγώ εκεί, να με κομπρεμετάρουν και να με τελειώση η δικαιοσύνη τους. Και μ’ αυτό όμως οπού έκαμα πάλε τον διάβολόν μου ηύρα. Κινάγει το βράδυ ο αρχηγός Καλλέργης με την καβαλλαρία του κι’ άλλους και με μπλοκάρουν εις το σπίτι μου. Κάθισαν ως τα μεσάνυχτα και φύγαν. Και κάθε νύχτα έρχονταν και με μπλοκάραν διά να δίνουν δούλεψες εις τον Βασιλέα, ότι εγώ είμαι το σκάνταλο της ανησυχίας.
Από τ’ άλλο το κόμμα, της Φιλορθόδοξης Εταιρίας, ένας λεγόμενος Στέφανος Βαλλιάνος είχε κάμη μίαν εταιρίαν διά την μεγάλην ιδέαν, τα έξω, και βάνει όλους τους σουρτούκηδες· και τους γέλαγε και τους έλεγε έχει καράβια, όπλα, τζεπχανέδες πλήθος και στρατέματα και πεντακόσες χιλιάδες τάλλαρα. Γέλαγε τους ανθρώπους, τους έπαιρνε χρήματα, τα ’τρωγε. Ύστερα πήγαινε και τους πρόδινε όλους εις την Κυβέρνηση και τον Βασιλέα. Με τοιούτον άνθρωπον και με τοιούτα μέσα θέλουν να κάμουν κίνημα διά την μεγάλη ιδέα, να πάνε εις την Κωσταντινόπολη. Σύναξαν ανθρώπους – τους ρωτούσαν· «Ποιοι είναι οι αρχηγοί;» Τους έλεγαν πολλούς και το Μακρυγιάννη, εκείνους τους ανθρώπους οπού ήταν με γνώση, με πατριωτισμόν κι’ αγαπούσαν το καλό της πατρίδας. Τους σουρτούκηδες τους γέλαγε ο Βαλλιάνος μ’ ασκιά γιομάτα αγέρα κι’ από το άλλο μέρος έπαιρνε χρήματα όπου εύρισκε κι’ απάταγε πολλούς. Κ’ έλεγε ύστερα εις την Κυβέρνηση και εις τον Βασιλέα αυτά τα μυστήρια. Τον είδα ’θουσιασμένον πριν την Τρίτη Σεπτεβρίου, τον ήφερα εις το σπίτι μου· του είπα ότι όποιος φαντάζεται να κάμη καλό εις την πατρίδα πρέπει να συλλογέται ότι να κιντυνέψη ένα σπίτι το ματαφκειάνομεν – είναι πατρίδα· κ’ έχομεν και δυνατούς οχτρούς κ’ εμείς είμαστε αδύνατοι. Τότε του είπα την δική μου εταιρία, τον όρκισα και του πήρα και την υπογραφή του· και του είπα εις το εξής να με ρωτάγη, να συνβουλευώμαστε· και να μην κάνη τίποτας μόνος του. Αυτός πήγε κι’ έβαλε κι’ άλλους και τους είπε και πήγαν κι’ όρκιζαν εξ ονόματός μου, χωρίς εγώ να ξέρω. Αφού με κατάτρεχε η Κυβέρνηση, ο Χρηστίδης, και μ’ έκριναν εις το κριτήριον, έρχεται μίαν ημέρα ένας άνθρωπος επίτηδες μ’ ένα γράμμα και μου λέγει· «Κατά οπού μου είπε ο Βαλλιάνος διά λόγου σου πήγα εκεί, πήγα εκεί κι όρκισα εν ονόματί σου αυτούς όλους». Τότε ξέσχισα το γράμμα, έδιωξα και τον άνθρωπον. Ανταμώθηκα και με τον Βαλλιάνο και του είπα όσα μπόρεσα και εις το εξής να μην πιάνη τ’ όνομά μου. Έτιμ διαλύθη η Συνέλεψη, χωρίς να συλλογιστή αυτός και η συντροφιά του, να υπομείνωμεν να συναχτούνε οι Βουλές και μίαν περίοδο κι’ άλλη και να ιδούμεν και τα εξωτερκά, και τότε ο Κύριος γένεται οδηγός, αυτός πηγαίνει ολούθε, ’νεργάγει και η συντροφιά του, άνθρωποι με ιδέα, και ’ρεθίζουν τους ανθρώπους – κ’ έτοιμοι να κινηθούν· ξυπόλυτοι και γυμνοί και χωρίς καμμίαν ετοιμασία «σύρτε όξω κ’ εκεί σας προφτάνω» – με πέτρες. Πάλε ξοδιάζει τ’ όνομά μου. Τότε ένας ορκισμένος μου φέρνει έναν όρκον τους. Τον δείχνω του Ζυγομαλά, ως σύντροφός μου Σεπτεβριανός, να συβουλευτούμε να μην γένη αυτό το κίνημα και κιντυνέψη η πατρίδα. Τότε αυτός τον βάνει εις τον τύπον τον όρκον τους. Μίλησα κ’ εγώ των ανθρώπων να νεκρώση αυτό το ανόητο κίνημα. Τότε βάνουν τον άνθρωπον οπού μο ’δωσε τον όρκον ή να με δολοφονήση, ή να με φαρμακώση. Ήρθε αυτός εις το σπίτι μου, δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτας.[6]
Αφού η Κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου δυνάμωσε παντού εις το Κράτος το κόμμα της με χρήματα, άρχισε εις την Σπάρτη ο εφύλιος πόλεμος· και εις την Μεσσηνίαν σκοτώθηκαν περίτου από πεντακόσοι. Άρχισε το ίδιο και εις την Ρούμελη. Τότε ο Μεταξάς και η κουμπανία μιλούν με τον Γρίβα να πάγη εις το Ξερόμερον να κάμη της βουλευτικές εκλογές και ν’ ανοίξη εφύλιον πόλεμον. Το ’δωσαν και τα μέσα κ’ έναν πιστόν τους άνθρωπον, πήγε κάτου, σύναξε καμμίαν πενηνταργιά ανθρώπους· δεν ’μπόρεσε να κάμη άλλους, ότι δεν τον ακολουθούσε ο τόπος. Διάταξε η Κυβέρνηση τον Σωτήρη Στράτο και τον πήρε ομπρός και τον ήφερε εις τ’ Απόκορο εις τον Αβαρίκο και τον έκλεισε· και ήθα τον έπιανε. Ο Βασιλέας έχοντας συμπάθειαν εις αυτό το σπίτι και καταξοχή εις τον Γαρδικιώτη, έστειλε τον Τζαβέλα και τον έσωσε· και μπήκε ’σ ένα Γαλλικόν πλοίον. Τον ζήτησε η Κυβέρνηση, το Γαλλικό δεν τον έδωσε και τον πήγε εις το Μισίρι. Τώρα θυμήθη ο Μεταξάς τι είχε και το ’χασε από την ανοησία του και γυρεύει από τον Γρίβα να ματααναστηθή. Πέταξε το πουλί, το ’πιασαν άλλοι οπού δεν το είχαν!
Αφού είδα τον πατριωτισμόν και του Μεταξά κι’ ολουνών αυτεινών, οπού θέλει καθένας να δοξολογάγη θεούς δικούς του κι’ όχι να ωφελήση την πατρίδα του – γομάρια είναι οι Έλληνες, αυτείνοι τα ’χουν φκειασμένα τα σαμάρια και τους σαμαρώνουν – τότε τραβήχτηκα όλως διόλου. Και δι’ αυτό με αγκυλώνουν. Η επέβαση της Κυβέρνησης ’στης εκλογές σε όλο το Κράτος άναψε παντού φωτιά· και εις το Λιδορίκι την πατρίδα μου έστειλε τόσα ασκέρια· και καταφανίστηκαν οι άνθρωποι από αυτά και τα ζωντανά τους· κ’ έγινε ο τόπος άνου κάτου. Κι’ αν πιάνεταν ντουφέκι, θα γίνεταν θρήνος, ότ’ είναι οι άνθρωποι όλοι του ντουφεκιού. Ο Θεός εφύλαξε και φώτισε τους τίμιους ανθρώπους και καταπράγυναν το ’να μέρος και τ’ άλλο. Στείλαν ανθρώπους μ’ αναφορές εδώ ’σ εμένα, της πήγαινα εις την Κυβέρνησιν, δεν μπορούσα να κάμω τίποτας. Ματαήρθαν άνθρωποι τρίτως· πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και ξιστόρησα όλα αυτά και το πάθος της Κυβέρνησης. Του είπα αυτά όλα της Ρούμελης και της Πελοπόννησος· και του Λοντίδη του υπουργού της προκοπές. Είχα κ’ ένα γράμμα από την Πάτρα οπού μο ’γραφαν αυτά. Το ’ξερε και η Μεγαλειότης του, ότι το ’στειλαν οι αρχές από ’κει.
Άρχισαν και μαζώνονταν όσοι βουλευταί βήκαν από λίγες επαρχίες. Ο Μαυροκορδάτος κι’ ο Καλλέργης ήθελαν να βγουν από την πρωτεύουσα βουλευταί διά ν’ ακουστή εις την Ευρώπη πόση δύναμη κ’ επιρροή έχουν εις την Ελλάδα. Άρχισαν κ’ εδώ να κάνουν ό,τι κάναν και ’στο άλλο το Κράτος· και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους· τους τάγιζαν υπόσκεσες και τους τάζαν πλήθος αγαθά. Εις το σπίτι μου προ ημερών ήρθαν και πολίτες κι’ από τα χωριά και μου είπαν· «Ποιους θέλεις συντρόφους να τραβήσουμεν να βγήτε βουλευταί; – Τους λέγω, όποιος δώση ψήφο ’σ εμένα να είναι αρνητής του Χριστού και να πέση το χέρι του! Δεν ματαμπαίνω εγώ εις τα πολιτικά, να δουλεύω τιμίως και να με θεατρίζουν με της ’φημερίδες ότι αγοράστηκα από τους ξένους». Αυτείνοι θέλαν, εγώ δεν δέχτηκα και φύγαν.
Ο Κωλέτης ήταν γυμνός όλως διόλου από δύναμη· τον άφησαν και οι Γριβαίγοι κι’ ο Κριτζώτης κι’ όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί οπού ήμασταν εις την Συνέλεψη. Τότε ανταμωθήκαμεν οι δυο μας και μιλήσαμεν. Μου λέγει· «Δεν έχω συντρόφους· μ’ αφήσετε από την Συνέλεψη. – Του λέγω, εγώ σου κάνω συντρόφους με την συνφωνίαν να μου ορκιστής να μην είσαι προσκολλημένος σε ξένους. Κι’ αφού σου κάμω τους συντρόφους να έμπης και εις τα πράματα και να ’νεργήσης φρόνιμα διά την πατρίδα σου και να λες την αλήθεια εις τον Βασιλέα. Και να ’τοιμάζωμεν λίγο λίγο τα μέσα· κι’ όταν ιδούμεν αρμόδιον τον καιρόν, να τηράξωμεν την άξηση της πατρίδας φρόνιμα και μυστικά κι’ όχι σαν το Βαλλιάνο κι’ άλλους. Να μου δώσης τον όρκον σου δι’ αυτά κ’ εγώ σάζω τ’ άλλα». Ορκιζόμαστε οι δυο ’σ αυτά. Ήμουν ’γγισμένος με τον Μεταξά – ίσως αυτός ο διάβολος τώρα οπού γέρασε γένη άνθρωπος. Πήγα αντάμωσα τον Γαρδικιώτη, του μίλησα πολλά, τον πήγα κι’ ορκιστήκαμε κ’ οι τρεις. Συνφωνήσαμε τα ίδια. Θέλουν αυτείνοι να ’μπω κ’ εγώ ’πασπιστής του Βασιλέως να μ’ έχουν βοηθόν. Εγώ τους είπα είμαι αστενής, δεν μπορώ να υποφέρω αυτές της ’πηρεσίες. Με βιάσαν να έμπω διά ένα χρόνο. Συνφωνήσαμεν κ’ εις αυτό. Πήγα και τον Κριτζώτη, Μαμούρη κι’ άλλους. Δυναμωθήκαμεν.
Τότε πήγα εις τον Βασιλέα και του είπα διά τους Λιδορικιώτες και διά όλο το Κράτος και «θα κάμουν τα ίδια εις την Αθήνα· και θα πάθη και η Μεγαλειότη σου και η πολιτεία αυτείνη, ότι ο κόσμος είναι αναμμένος και κατακομματιασμένος». Φοβήθη πολύ η Μεγαλειότης του· μου λέγει· «Να πας να μιλήσης με τον Μαυροκορδάτο. –Του λέγω, πήγα πολλάκις και δεν μο ’δωσε ακρόασιν και δεν ματαπάγω». Τότε έφυγα εγώ. Έστειλε και μίλησε του Μαυροκορδάτου και του είπε όλα αυτά οπού του είπα και να με φωνάξη να μου μιλήση να μην γένη κάνα δυστύχημα. Με φώναξε ο Μαυροκορδάτος, του είπα όσα είπα του Βασιλέα αναντίον του κι’ όλης της συντροφιάς του· «κι’ αν κάμετε εις την Αθήνα ό,τι κάματε και κάνετε όξω εις το Κράτος, είν’ ελπίδες από τον Θεόν να υπάρξωμε εμείς πενήντα φορές κ’ εσείς μία· και ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν». Κ’ έφυγα. Όταν πήγα εις τον Βασιλέα του είπα να το γκρεμίση αυτό το υπουργείον, ότι θα τον χάση. Πήγα τα 1844 Αγούστου 2. Μαθαίνει ο Λόντος όλα αυτά οπού μίλησα του Βασιλέα και Μαυροκορδάτου – ήταν εις το σπίτι του κι’ ο Κολιόπουλος, ο Κανέλλος Ντηλιγιάννης κι’ άλλοι πολλοί – λέγει ο Λόντος ο υπουργός· «Ο κερατάς ο Μακρυγιάννης αυτός ανακατώνει όλα αυτά κάθε καιρό. Αύριο θα του κόψω το κεφάλι του. Και την Αθήνα θα την κάμω στάχτη, ότ’ έχω στρατέματα ταχτικά κι’ άταχτα, πεζούρα και καβαλλαρία». Το βράδυ στέλνει και με μπλοκάρει. Την αυγή στέλνει ο Κανέλλος Ντηλιγιάννης, ο Κολιόπουλος κι’ άλλοι πολλοί – ότ’ ήταν συνασμένοι νέοι βουλευταί και γερουσιασταί – και μου λένε τι άκουσαν από τον υπουργόν Λόντο· «κ’ εδώ, καθώς ακούσαμεν, θα γένη θόρυβος και κιντυνεύομεν όλοι· κι’ ως άνθρωπος εδώ του τόπου να πάρης τα μέτρα σου δι’ αυτά, ότι κιντυνεύεις κ’ εσύ ατομικώς από ’κείνο οπού φαίνεται». Τους είπα εγώ μίλησα του Βασιλέως και της Κυβέρνησης· και με βιάσαν όλοι να πάγω πίσου εις τον Βασιλέα να μιλήσω κι’ αυτά. Τους είπα να πάμεν και μαζί μ’ αυτούς δυο τρεις. Εκρίθη εύλογον να πάγω μόνος μου. Πήγα εις το σπίτι μου, συγυρίστηκα. Κατεβαίνοντας από την πόρτα μου πλάκωσαν πολίτες από το παζάρι – τους στείλαν οπού ήταν συνασμένοι όλοι οι κάτοικοι εις την Αγιά Ειρήνη. Άρχισε η ψηφοφορία και η δύναμη της εξουσίας δεν τους άφινε ελεύτερους να κάμουν όποιους θέλαν. Τότε αντάμωσα το παιδί του Μιαούλη, οπού ’ναι εις τον Βασιλέα, και του είπα τι μίλησε ο Λόντος, τι μου είπε ο Κολιόπουλος και οι άλλοι· και ήθα πάγαινα εις την Μεγαλειότη του, αλλά ο λαός έστειλε και με ζητάγει. Και σήμερα θα γένουν όλα όσα είπα του Βασιλέως – κι’ αυτός κιντυνεύει και η πατρίδα. Του παράγγειλα να γκρεμίση αυτό το υπουργείον και να βάλη τον Κωλέτη μ’ όποιους άλλους συβιβαστή· «και να μιλήσης της Μεγαλειότης του και να μου φέρης απάντησιν εις την Αγιά Ειρήνη».
Πήγα εγώ εις την Αγιά Ειρήνη· ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια· Τους λέγω· «Τι με θέλετε, αδελφοί; – Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από ’μας και να σταθής εδώ εις την εκκλησίαν διά την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κ’ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι· «Η αρετή κι’ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ’διοτέλεια χάνουν την πατρίδα· και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι’ ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την Τρίτη Σεπτεβρίου· κ’ επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του ’σ εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρη και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου – αν η αφεντειά σας δεν έχετε αρετή κι’ ομόνοιαν, τι να σας κάμω κ’ εγώ;» Μου λένε γενικώς με μιαν φωνή· «Ό,τι μας ειπής εσύ όλοι θ’ ακολουθήσωμεν! – Κ’ εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν! Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι’ άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήση) μη μου δίνετε». Μείναμεν σύνφωνοι ’σ αυτό. Πήρα πολίτες και τον Γιάννη Κώστα με καμπόσους αξιωματικούς. ’Στην ίδια στιμή μου στέλνει και η Μεγαλειότης του ότι να βαστήξω την ησυχίαν· και το Υπουργείον το γκρέμισα και ήφερα τον Κωλέτη να κάμη υπουργείον.
Άρχισε η ψηφοφορία με την μεγαλύτερη ’λικρίνειαν και φόβον του Θεού, καθώς πηγαίνουν οι άνθρωποι να μεταλάβουν. Το παλιό υπουργείον δεν έπεσε ακόμα, ’νεργούσε όσο ο Κωλέτης να μιλήση μ’ ανθρώπους να κάμη υπουργείον. Ξακολούθησε η ψηφοφορία ως την άλλη ημέρα το μεσημέρι μ’ αυτείνη την ησυχίαν. Τότε στέλνει το παλιό υπουργείον τον μοίραρχο της πρωτεύουσας – σύντροφος αυτεινών – και τον Καλλέργη και κάνουν επέβασιν· κι’ ανακάτωσαν όλους τους ανθρώπους. Οι πολίτες ρίχτηκαν απάνου τους και τους καταδιάλυσαν· και γύρευαν να κομματιάσουν και τον μοίραρχον. Τότε έπεσα εγώ εις τον λαόν και τους πήρα τον μοίραρχον και τον έβαλα εις την εκκλησία και τον έσωσα. Τότε αυτός, ο αφιλότιμος άνθρωπος, βγαίνει από την πίσου πόρτα της εκκλησίας και πάγει εις τον στρατώνα, οπού ’ναι πλησίον της εκκλησίας, και παίρνει δύναμιν κ’ έρχεται άξαφνα και φωνάζει· «Πυρ!» Και ρίχνουν μέσα εις τους ανθρώπους· και σκότωσαν δυο τρεις. Τότε ορμούν ο λαός κι’ ανακατώθηκαν με τους χωροφύλακες. Ρίχνονται και πεντέξι χωροφύλακες απάνου μου με της μπαγυοννέτες. Εγώ τήραγα να ησυχάσω τον λαόν, κι’ αυτείνοι άξαφνα μου ρίχτηκαν να με σκοτώσουνε. Κόντεψαν να με τρυπήσουνε σαν μπακακάκι – ο Θεός με γλύτωσε. Βλέποντας αυτό ο λαός, τους πιάσαν και γύρευαν να τους σκοτώσουν. Έπεσα, αν και χτυπημένος ’στ’ αχαμνά από έναν από τους χωροφύλακες, και περικάλεσα τους ανθρώπους και τους έσωσα. Τότε ματαρρίχτηκαν πίσου οι δήμιοι της Κυβερνήσεως. Μου φεύγει κι’ ο Γιάννη Κώστας· ’σ εκείνον τον θόρυβο τον πήραν οι άνθρωποί του ομπρός να σωθούν από τον κίντυνον. Εγώ ήμουν τυλιμένος με τους ανθρώπους, δεν ήξερα τι γίνεταν. Τότε είδες μίαν ορμή του λαού αναντίον της εξουσίας! Έβγαλαν ξύλα, πέτρες από τ’ αργαστήρια και τους πήραν ομπρός. Τότε έρχονται αναντίον μου με δόλο άνθρωποι αγορασμένοι με τα μαχαίρια, λάζους, κρυφίως μέσα εις τον λαόν, οπού ήμουν τυλιμένος να τους ησυχάζω, να με δολοφονήσουνε. Εκεί οπού θέλησε να με βαρέση ένας, τον είδαν άνθρωποι και τον σκότωσαν. Τότε ο λαός φωνάζει να πάνε να πάρουν τα όπλα τους να σκοτώσουν τους αίτιους, Μαυροκορδάτο και συντροφιά. Με δάκρυα περικαλώ τους ανθρώπους να μην κάνουν αυτό το κίνημα, ότι χάνεται η πατρίδα, θα γένη ξένη επέβαση. Ο λαός αναμμένος δεν κόβει την θέλησίν του. Τους βάvω ένα λόγο και ν’ ακολουθήσουν όλοι μαζί μου. Τράβησα εγώ ομπρός, διά να τους ησυχάσω από την ορμή τους, και τους παίρνω κ’ έρχομαι εις το σπίτι μου κι’ ανοίγω τα βαρέλια με το κρασί και τους λέγω να πιουν. Αφού κάναμεν αυτό, έστειλα εις την Μεγαλειότη του να βγη να ’συχάση τον λαόν.
Αφού ξεθύμαναν οι άνθρωποι, τους πήρα και κατεβήκαμεν πίσου εις την εκκλησία (ότ’ ήταν άνθρωποι μέσα κλεισμένοι, οπού φύλαγαν την ’πιτροπή και της κάλπες). Εκεί ήρθε και η Μεγαλειότης του με τους ’πασπιστάς του. Με ρώτησε πώς έγινε το πράμα και του ξηγήθηκα όλα τα τρέχοντα. Τότε μου είπε να βαστήξω την ευταξία και να διοριστή μια ’πιτροπή να πάγη εις την Μεγαλειότη του να του ειπή την αλήθεια και να παιδευτούνε οι αίτιοι. Του κάμαμεν το «ζήτω» κ’ έφυγε. Είχε κι’ ο Καλλέργης κονάκι εκεί πλησίον, διά να είναι κοντά εις την εκκλησίαν και να ’νεργάγη να γένωνται οι εκλογές υπέρ αυτών. Θέλησε να βγη εις το μπαλκόνι, τον είδε ο κόσμος, ρίχτηκαν να μπούνε μέσα. Τρόμαξα να τους ησυχάσω· και του έκαμαν το...[7] και τόσες αισχρές βρισές. Ότι χτύπησε τους πολίτες μ’ απιστιά, όταν τους ’ρέθισαν οι ίδιοι αυτείνοι και πήγαν εις το Παλάτι, και ύστερα τους χτύπησαν μ’ απιστιά και πάθαν τόσοι άνθρωποι αδίκως.
Νύχτωσε. Έκλεισα της κάλπες, έβαλα κι’ ανθρώπους. Μίλησα των ανθρώπων αύριο την αυγή να συναχτούνε να τηράξωμεν την ψηφοφορία και να κάμωμεν και την ’πιτροπή να πάγη εις τον βασιλέα. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα. Πήγα κάτου εις την εκκλησίαν· άνοιξαν οι κάλπες. Τότε λέγω όλων των ανθρώπων· «Διορίστε την ’πιτροπή όποιους θέλετε κι’ όσους να πάνε εις τον Βασιλέα». Μου λέγει ο λαός· «Να τους διορίσης εσύ όποιους θελήσης· δώδεκα ανθρώπους θέλομεν μ’ εσένα». Διόρισα έξι από το ένα κόμμα κι’ έξι από τ’ άλλο κι’αυτείνοι όλοι θέλησαν συνφώνως εμένα μόνον να πάγω εις την Μεγαλειότη του να πάρω την ευκαρίστησιν απ’ όλον τον λαόν διά την παρουσίαν του, οπού τους τίμησε· και διά όσα έγιναν ας βάλη την δικαιοσύνην του. Πήγα εις την Μεγαλειότη του, του είπα αυτά. Μου είπε της ευκαρίστησες της μεγάλες οπού ’χει από τους υπηκόγους του όλους και να ειπώ ότι διορίστη ο Κωλέτης πρωτοϋπουργός κι’ ο Μεταξάς της Οικονομίας κι’ ο Τζαβέλας του Στρατιωτικού και μπαίνουν και οι άλλοι. Πήγα είπα εις τον λαόν όλα αυτά κ’ ευκαριστήθη. Κι’ ακολούθησε την ψηφοφορία. Τελείωσε η ημέρα αυτείνη της ψηφοφορίας, κλείσαμεν της κάλπες. Πήγα το βράδυ εις τον Κωλέτη, τον νέον μου φίλον, να τον συχαριαστώ οπού άνθισαν οι λόγοι μου διά της δύναμης του Θεού. Αφού τον ευκήθηκα, σηκώθηκα να φύγω ότ’ ήμουν αστενής. Εκεί οπού κατέβαινα, εις τον κάτου πάτο, τήραξα διά τους ανθρώπους μου, οπού ’χα μαζί μου να μ’ ακολουθούνε· τηράγω δι’ αυτούς και βρίσκω μέσα τον Γενοβέλη μοίραρχον, οπού ’φερε όλα αυτά τα δεινά εις την πρωτεύουσα. Δεν του μίλησα τίποτας. Ηύρα τους ανθρώπους έξω ’στην πόρτα και πήγαμεν εις το σπίτι. Τον Γενοβέλη τον ζήταγε ο λαός με το κερί να τον κομματιάση, κι’ ο νέος πρωτοϋπουργός τον φύλαγε εις το σπίτι του. Τότε κάνω τον κουτό και με τον νέον φίλον μου, ότι δεν ξέρω τίποτα – κι’ αν μιλούσα χανόμουν, ότι θα ’λεγαν ότι κι’ όντως εγώ είμαι το σκάνταλο σε όλα αυτά κι’ ανακατώνω τον κόσμον.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου