Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία. Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονός του Αυτοκράτορα Βασίλειου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Πρόσωπα και τόποι που αναφέρονται στο έπος μπορούν να ταυτιστούν με ιστορικά στοιχεία του 9ου και του 10ου αι., όπως οι πρόγονοι του εμίρη, πατέρα του Διγενή, που ενδέχεται να ταυτίζονται με προσωπικότητες του παυλικιανισμού, αλλά αυτά τα ιστορικά στοιχεία μέσα στο έπος δεν συνδέονται μεταξύ τους με αλληλουχία που να συμβαδίζει με τα ιστορικά γεγονότα, και επιπλέον το ιστορικό υπόβαθρο του 9-10ου αι. έχει εμπλουτιστεί με στοιχεία των επόμενων αιώνων (11ου και 12ου), επομένως δεν είναι εύκολο να εξαχθούν συγκεκριμένες πληροφορίες για το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η ζωή και η δράση του Διγενή.
Το «Έπος του Διγενή Ακρίτη»
Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτη είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του.
Υπόθεση του έργου
Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος.
Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν. Εκτός από τα πολεμικά του κατορθώματα ο Διγενής εξιστορεί και δύο περιπτώσεις στις οποίες απάτησε την γυναίκα του: με μια άγνωστη κοπέλα από την Αραβία, την οποία συνάντησε σε κάποια περιπλάνησή του, και με την Αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στην μονομαχία. Σε μία παραλλαγή του ποιήματος ο Διγενής στην συνέχεια σκότωσε την Μαξιμώ από τύψεις. Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.
Χειρόγραφα
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:
το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (βρέθηκε στην βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης και αποτελείται από 1867 στίχους)
της Τραπεζούντας (βρέθηκε στην μονή Σουμελά του Πόντου και αποτελείται από 3182 στίχους)
το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης 1074), με 4778 στίχους
της Κρυπτοφέρρης (από την μονή της Grottaferrata στην Ιταλία, με 3709 στίχους
της Οξφόρδης, που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση
της Άνδρου (τώρα Θεσσαλονίκης αρ. 2) που είναι πεζή διασκευή από την χρονιά 1632.
Τα χειρόγραφα ανακαλύφθηκαν σχετικά αργά, μετά την δεκαετία του 1870. Πρώτο εκδόθηκε από τους Κ. Σάθα και Εμίλ Λεγκράν το 1875 το χειρόγραφο Τραπεζούντας, ενώ μέσα στα επόμενα χρόνια ανακαλύφθηκαν και εκδόθηκαν και τα υπόλοιπα χειρόγραφα: το 1878 βρέθηκε το Άνδρου-Αθηνών που εκδόθηκε το 1881, το 1880 της Οξφόρδης, που εκδόθηκε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο, στην ίδια δεκαετία και το χειρόγραφο Κρυπτοφέρης, που εκδόθηκε το 1892 από τον Εμίλ Λεγκράν, το 1898 η πεζή διασκευή και στις αρχές του 20ου αι. το χειρόγραφο Εσκοριάλ, που εκδόθηκε το 1911 από τον D.C. Hesseling. Σύμφωνα με μαρτυρίες όμως, πρέπει να υπήρχαν και άλλα χειρόγραφα: ο Καισάριος Δαπόντες ανέφερε στο ποίημά του Βίβλος Βασιλειών ένα χειρόγραφο του Διγενή διακοσμημένο με μικρογραφίες, περιγραφή που δεν αντιστοιχεί σε κανένα από τα γνωστά έως τώρα χειρόγραφα.
Πρόσληψη και απηχήσεις
Η αφήγηση της ιστορίας του Διγενή πρέπει να ήταν πολύ δημοφιλής και τα κατορθώματα του Ακρίτη να είχαν μυθοποιηθεί ήδη από την εποχή της συγγραφής της, όπως μαρτυρεί η απήχησή τους σε ένα λίγο μεταγενέστερο κείμενο, από τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα,
Ὦ τίς Ἀκρίτης ἕτερος ἐκεῖ νὰ εὑρέθη τότε
καί τὰς ποδέας του νὰ ἔμπηξεν, νὰ ἐπῆρεν τὸ ραβδίν του
καὶ νὰ τους ἐσυνέτριψε τοὺς παλαιμναίους μίσους.
στο οποίο εμφανίζονται και λεκτικές αντιστοιχίες με το έπος. Επιδράσεις από τον Ακρίτη διαφαίνονται και σε μεταγενέστερα βυζαντινά μυθιστορήματα, την Αχιλληίδα και το Λίβιστρος και Ροδάμνη, και παρωδία του επικού ύφους παρατηρείται σε ένα σατιρικό κείμενο του κρητικού ποιητή Στέφανου Σαχλίκη, στο οποίο οι «πολιτικές» (πόρνες) καυχώνται για τα κατορθώματά τους, με ύφος που θυμίζει αντίστοιχο χωρίο από τον Ακρίτη, με πρωταγωνιστές τους απελάτες.
Η παράδοση του έργου σε χειρόγραφα που απέχουν χρονικά μεταξύ τους, αλλά και η επιθυμία των διασκευαστών ή των αντιγραφέων να επεξεργάζονται το έπος σε νέες μορφές, όπως η ομοιοκατάληκτη διασκευή της Οξφόρδης, είναι άλλη μια ένδειξη της επιβίωσής του στους επόμενους αιώνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μαρτυρία του πολυγραφότατου ποιητή του 18ου αι. Καισάριου Δαπόντε, ο οποίος σκόπευε, σύμφωνα με τους στίχους του, να το διασκευάσει και να το τυπώσει:
Τύπωσαν ερωτόκριτον, Σωσσάναν, ερωφίλη
καί άλλα, καί δεν τύπωσαν, κρίμα, καν τον Βασίλη
Ζωήν αν έχω εκ θεού, θέλω με στιχουργίαν
να τον συνθέσω και αυτόν, κ' ευθύς στην Βενετίαν.
Αποσπάσματα της ιστορίας του Διγενή σώζονται και σε χειρόγραφα σε παλαιορωσική γλώσσα, το κείμενο των οποίων μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά στον 13ο αι. Ο ήρωας ονομάζεται Devgenij και η πλοκή ακολουθείται αρκετά πιστά, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις. Το όνομα του Διγενή διασώζεται και σε ένα ολλανδικό ποίημα του 1271 που αφηγείται την ζωή του Χριστού. Εκεί ο Διγενής αναφέρεται ως ένας ήρωας που υπέφερε για την αγάπη.
Φιλολογικά προβλήματα
Με τον Διγενή Ακρίτη συνδέονται πολλά φιλολογικά προβλήματα για αρκετά από τα οποία δεν έχουν δοθεί ακόμα οριστικές απαντήσεις από την έρευνα. Τα προβλήματα αυτά έχουν σχέση κατ’ αρχάς με τον γραμματολογικό προσδιορισμό του έργου, αν δηλαδή είναι έπος ή μυθιστόρημα, με την μορφή του πρωτότυπου κειμένου και την σχέση των παραλλαγών με αυτήν, την χρονολόγηση του πρωτοτύπου και την ταυτότητα του συγγραφέα του, την χρονολόγηση των παραλλαγών και την μεταξύ τους σχέση και τέλος την σχέση του κειμένου με την προφορική παράδοση και τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου .
Γραμματολογικός χαρακτήρας
Όταν ο Διγενής ανακαλύφθηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά, χαρακτηρίστηκε έπος, και από πολλούς μάλιστα «έπος των νεωτέρων Ελλήνων». Ο επικός χαρακτήρας του έργου είναι φανερός από τις σκηνές μαχών και τις αφηγήσεις των ανδραγαθημάτων του ήρωα και δικαιολογείται από την σχέση του κειμένου με την ηρωικού χαρακτήρα ακριτική ποίηση. Σύντομα όμως επισημάνθηκαν και χαρακτηριστικά του έργου που το καθιστούν συγγενές με το είδος του μυθιστορήματος (ή ακριβέστερα της μυθιστορίας), κυρίως φανερές επιδράσεις της ρητορικής επεξεργασίας του λόγου (όπως οι ρητορικές «εκφράσεις»), αλλά και εικόνες ειρηνικής ζωής, όπως οι περιγραφές της ερωτικής έλξης του Διγενή και της μέλλουσας γυναίκας του όταν πρωτογνωρίστηκαν. Οι απόψεις των μελετητών πάνω στο θέμα παραμένουν ακόμα διχασμένες: ο Κ.Θ. Δημαράς συνέδεε τον Διγενή περισσότερο με τα ερωτικά μυθιστορήματα.[6] Ο Λίνος Πολίτης αντίθετα ονόμαζε το έργο έπος. Από τους νεότερους φιλολόγους, ο τελευταίος εκδότης της παραλλαγής του Εσκοριάλ Στ. Αλεξίου υποστηρίζει τον επικό χαρακτήρα, ο H. G. Beck ερμηνεύει τον χαρακτήρα του Διγενή ως αποτέλεσμα σύνθεσης δύο κειμένων, του «τραγουδιού του εμίρη» και του «μυθιστορήματος του Διγενή», ενώ μελετητές όπως ο H. Tonnet και ο R. Beaton, που εντάσσουν το κείμενο στην ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, δεν παραλείπουν να τονίσουν τον μεικτό ηρωικό-μυθιστορηματικό χαρακτήρα του.
Σχέσεις μεταξύ των παραλλαγών
Από τις έξι σωζόμενες παραλλαγές, βασικές είναι οι παραλλαγές Εσκοριάλ (στο εξής Ε) και Κρυπτοφέρρης (στο εξής Κ). Η παραλλαγή Κ, που διασώζεται στο αρχαιότερο χειρόγραφο και το κείμενό της ανάγεται στις αρχές του 12ου αι. εθεωρείτο για μεγάλο διάστημα ότι ήταν το κείμενο που είχε στενότερη σχέση με την χαμένη αρχική μορφή του Διγενή, παρά την αρχική επισημάνση του K. Krumbacher, όταν παρουσίασε το χειρόγραφο Ε, ότι η παραλλαγή Κ ήταν λόγια διασκευή ενός δημώδους κειμένου. Το φθαρμένο χειρόγραφο Ε, που παρέδιδε ένα αρκετά δυσνόητο κείμενο, είχε θεωρηθεί ως όψιμη καταγραφή ενός κειμένου που διαδιδόταν προφορικά, το οποίο περιείχε λάθη που οφείλονταν στην παρανόηση του αρχικού λογιοτέρου, όπως πιστευόταν, κειμένου. Η σύγχρονη έρευνα απέδειξε όμως ότι το κείμενο που παραδίδεται στο Ε είναι πολύ αξιόπιστο ως προς αρκετά πραγματολογικά στοιχεία που είναι αδύνατον να επιβίωσαν προφορικά τόσους αιώνες, επομένως το σωζόμενο χειρόγραφο του 15ου αι. δεν είναι καταγραφή σύγχρονης με αυτό διασκευής αλλά αντιγραφή παλαιότερου κειμένου, το οποίο σύμφωνα με τον τελευταίο εκδότη του μπορεί να αναχθεί στον 12ο αι. και είναι πολύ κοντινό σε προφορικές πηγές. Επιπλέον, το κείμενο Κ περιέχει αρκετά πραγματολογικά λάθη (όπως για παράδειγμα σε τοπωνύμια), στα οποία το Ε αποδεικνύεται εγκυρότερο. Γι' αυτόν τον λόγο αρκετοί μελετητές αποδέχονται σήμερα την άποψη ότι ότι το κείμενο Ε διασώζει μια μορφή αρκετά κοντινή στην αρχική και ότι το Κ είναι μεταγενέστερη λογιότερη επεξεργασία του δημώδους κειμένου.
Τα μεταγενέστερα χειρόγραφα Τραπεζούντας, Άνδρου-Αθηνών, Οξφόρδης και η πεζή διασκευή Άνδρου-Θεσσαλονίκης προέρχοναι από μια τρίτη, χαμένη παραλλαγή του 15ου αι., που στην βιβλιογραφία ονομάζεται παραλλαγή Ζ. Ο συντάκτης αυτής της παραλλαγής είχε στόχο να καταγράψει ό,τι ήταν γνωστό για τον Διγενή· προσέθεσε υλικό, μια εισαγωγή, η οποία όπως αποδεικνύεται δεν έχει κάποια σχέση με το πρωτότυπο, αλλά επεξεργάζεται υλικό που ήδη υπήρχε στην συνέχεια του ποιήματος με επιδράσεις από τα μυθιστορήματα της εποχής, καθώς και τα ονόματα της μητέρας και της γυναίκας του Διγενή, τα οποία δεν παραδίδονται στις παλαιότερες παραλλαγές. Πηγή της παραλλαγής αυτής είναι, όπως αποδεικνύεται από την σύγχρονη έρευνα, η παραλλαγή Ε (ενδεχομένως και το ίδιο χειρόγραφο που σώζεται ώς σήμερα) και ένα κείμενο συγγενικό προς την παραλλαγή Κ. Γι' αυτό και σήμερα θεωρείται ότι ο συντάκτης της παραλλαγής Ζ δεν γνώριζε για το χαμένο πρωτότυπο τίποτα παραπάνω από ότι αποκαλύπτεται από τις παραλλαγές Κ και Ε.
Η παραλλαγή Ε
Η παραλλαγή Ε είναι η μικρότερη από όλες και η μόνη στην οποία το κείμενο δεν διαιρείται σε «λόγους» (κεφάλαια). Από το χειρόγραφο απουσιάζει η αρχή του κειμένου (ξεκινά από την μονομαχία του εμίρη με τον αδερφό της κοπέλας) και το κείμενο είναι πολύ φθαρμένο. Η γλώσσα του είναι απλούστερη, με λιγότερα λόγια στοιχεία και στο κείμενο εντοπίζονται πολλά χαρακτηριστικά προφορικής σύνθεσης, όπως οι λογότυποι (στερεότυπες εκφράσεις) και η παρατακτική σύνταξη. Από την παραλλαγή Ε απουσιάζουν κάποιες λεπτομέρειες που βρίσκονται στην παραλλαγή Κ και οι περιγραφές είναι συντομότερες. Η γλώσσα της παραλλαγής Ε είναι η μεικτή ελληνική μεσαιωνική γλώσσα που απαντάται και σε άλλα κείμενα της ίδιας περιόδου, όπως τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα και ο Σπανέας. Το μέτρο είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ανομοιοκατάληκτος στίχος (ο επονομαζόμενος και «πολιτικός στίχος»), υπάρχουν όμως και αρκετοί φθαρμένοι στίχοι στους οποίους το μέτρο διαταράσσεται (ελλιπείς ή υπέρμετροι στίχοι).
Η παραλλαγή Κ
Η παραλλαγή Κ είναι εκτενέστερη από την Ε· περιέχει περισσότερα επεισόδια (αναφέρει δύο μοιχείες του Διγενή, τον φόνο της αμαζόνας Μαξιμώς και την συνάντησή του με τον αυτοκράτορα), αλλά και εκτενέστερες αφηγήσεις και περιγραφές, καθώς και αρκετά ηθικοδιδακτικά σχόλια. Το ύφος είναι πιο περίτεχνο και λογιότερο και έχει στοιχεία ρητορικής επεξεργασίας, όπως οι εκτενείς ρητορικές «εκφράσεις» (αναλυτικές περιγραφές ανθρώπων, τόπων ή κτισμάτων). Όμως, παρά την συνειδητή προσπάθεια του συντάκτη να ακολουθήσει ένα λόγιο ύφος, το κείμενο περιέχει αρκετά συντακτικά λάθη. Βασική στιχουργική μορφή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, όμως μεγάλο ποσοστό των στίχων έχει αναπαιστικό ρυθμό.
Αποσπάσματα από τις δύο παραλλαγές
Τα αποσπάσματα προέρχονται από το επεισόδιο της μονομαχίας του Διγενή με την αμαζόνα Μαξιμώ, η οποία έχει συμμαχήσει με τους απελάτες εναντίον του Διγενή. Η Μαξιμώ προκαλεί σε μάχη τον Διγενή που στέκεται στην απέναντι όχθη:
Παραλλαγή Κρυπτοφέρης
Ταυτα ειπουσα εν θυμώ, όρμησε του περάσαι
εγώ δε λέγω προς αυτήν: «Μαξιμού, μην περάσης,
ανδράσι και γαρ πέφυκεν έρχεσθαι προς γυναίκας,
έλθω λοιπόν εγώ προς σέ, ως το δίκαιον έχει.»
Και αυτίκα τον ιππον μου κεντήσας ταις περόναις,
προς το ύδωρ εξώρμησα, αποτυχών του πόρου·
ην δε πολυς ο ποταμος και επλευσεν ο ιππος·
υδατος τούτου εκχυσις αποθεν δε υπηρχεν
βραχύτατην εμφαίνουσα λίμνην, συχνήν τε πόαν
εν ηπερ στασα ασφαλώς λίαν ευτρεπισμένη
η Μαξιμου την προσβολην την έμην επετήρει·
οι δε συνόντες αλλοι μεν ετρεχον προς τον πόρον,
έτεροι δε ενήδρευον εγκρύμματα ποιούντες.
εγώ δέ,όταν έγνωκα είς γήν πατείν τόν ίππον,
τρανά αυτ'ον ηρέθιζον, και το σπαθίν ελκύσας
ολοψύχως προς Μαξιμούν ευτέχνως απηρχόμην.
η δέ, ως προηυτρέπιστο, προσαπανταν δραμούσα,
κονταρέαν μοι δέδωκεν ξυστήν είς το λουρίκιν·
και μηδαμώς αδικηθείς έκοψα το κοντάριν,
τινάξας δ' αύθις το σπαθίν, ταύτης ενεφεισάμην,
του δε βούλχα απέτεμον την κεφαλήν ευθέως·
Παραλλαγή Εσκοριάλ
Και σύντομα επιλάλησεν, τον ποταμόν περάση
και εγώ δε τον ελάλησα φωνήν απο μακρόθεν:
«αυτόθε στέκου, Μαξιμού, ωδε μηδέν περάσης!
Τους άνδρας πρέπει να περνούν, αμή όχι τις γυναίκας.
Περάσειν έχω, Μαξιμού, ώς δια σέναν το ποτάμιν
και να σου αντιμέψωμεν, ώς και το δίκαιον έχεις».
Τον γρίβαν μου επιλάλησα, τον ποταμόν περάση,
και είχεν νερόν ο ποταμός πολύν και βουρκωμένον
και εξέπεσεν ο γρίβας μου και εχώθην εως τραχήλου·
και δένδρον έπεψεν ο Θεός απέσω εώς το ποτάμιν
και αν είχεν λείπειν το δενδρόν, επνίγετον ο Ακρίτης.
Και ως είδεν τούτο η Μαξιμού, απάνω μου εκατέβη·
κοντάριν εμαλάκιζεν, την κονταρέαν με δώση
και ταύτα το κοντάριν της εριψα παρα μίαν
και σύντομα έριψα ραβδίν, την Μαξιμούν ελάλουν:
«ελεω τα κάλλη σου, κυρά, βλέπε μη κινδυνεύσης·
αλλά ας δώσω, Μαξιμού, την φάραν σου ραβδέαν
και εκ την ραβδέαν, Μαξιμού, νόησε με τίναν έχεις».
Και εγώ ραβδέαν έδωσα τάν φάραν 'ς τὰς κουτάλας
και ανάσκελα εξήπλωσεν η θαυμαστή η φάρα.
Σχέση του έπους με τα ακριτικά τραγούδια
Παράλληλα με την ανακάλυψη των χειρογράφων του Διγενή, είχε αναπτυχθεί και το ενδιαφέρον για καταγραφή και μελέτη των δημοτικών τραγουδιών και οι μελετητές παρατήρησαν ομοιότητα μεταξύ του αφηγήματος του Διγενή και των λαϊκών τραγουδιών που αφηγούνταν κατορθώματα ηρώων, τα οποία απηχούσαν μνήμες του βυζαντινού παρελθόντος, όπως η αναφορά σε Σαρακηνούς. Αυτά τα τραγούδια τα κατέταξαν σε μια ιδιαίτερη ομάδα και τα ονομάσαν ακριτικά. Η ομοιότητα των τραγουδιών αυτών με το «έπος» προκάλεσε την απορία, εάν τα ακριτικά τραγούδια ήταν προγενέστερα ή μεταγενέστερα του έπους και οι απόψεις των φιλολόγων για το θέμα ήταν διχασμένες. Σήμερα είναι αποδεκτό το γεγονός ότι ηρωική προφορική ποίηση στο Βυζάντιο υπήρχε, όμως φαίνεται από μια μαρτυρία του Αρέθα, επισκόπου Καισαρείας, ότι τον 10ο αι. στην Μικρά Ασία περιπλανώμενοι τραγουδιστές αφηγούνταν κατορθώματα ηρώων, αλλά και από ηρωικά άσματα που καταγράφηκαν αργότερα, όμως το υλικό τους ήταν παλαιότερο, όπως το γνωστό ως «Άσμα του Αρμούρη». Αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακριβή μορφή αυτών των τραγουδιών, αφού τα δημοτικά τραγούδια που γνωρίζουμε σήμερα είναι μεταγενέστερες καταγραφές, η ανάλυση του Διγενή αποδεικνύει ότι υπάρχουν επιδράσεις από προφορικές ηρωικές αφηγήσεις και γι' αυτόν τον λόγο πιστεύεται σήμερα ότι ο ποιητής του «έπους» αξιοποίησε στην σύνθεση του έργου επικό υλικό από προφορικές πηγές αλλά και προφορικούς εκφραστικούς τρόπους και μοτίβα, παρόμοιους με αυτούς του δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι και το κείμενο του «έπους», το οποίο αποδεδειγμένα είχε μεγάλη διάδοση, λειτούργησε και αυτό ως πηγή για την σύνθεση μεταγενέστερων δημοτικών τραγουδιών.
Τα κοινά στοιχεία που απαντώνται μεταξύ του έπους και των τραγουδιών είναι είτε στοιχεία πλοκής, όπως η σκηνή του θανάτου του Διγενή στην οποία ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, θυμάται τα κατορθώματά του και τα αφηγείται στους συντρόφους του, είτε κοινά λεκτικά στοιχεία, τα οποία υπάρχουν κυρίως στην παραλλαγή Ε που είναι πλησιέστερη σε προφορική παράδοση.
Ο Διγενής στα δημοτικά τραγούδια
Ο Διγενής πρωταγωνιστεί σε δύο ομάδες δημοτικών τραγουδιών: αυτά που έχουν θέμα την αρπαγή της νύφης και αυτά που έχουν θέμα τον θάνατό του. Τα τραγούδια της αρπαγής μπορούν να διακριθούν επίσης σε δύο μικρότερες ομάδες: αυτά στα οποία ο Διγενής κλέβει την μέλλουσα γυναίκα του και αυτά στα οποία η γυναίκα του Διγενή αρπάζεται από Σαρακηνούς ή απελάτες. Από την πρώτη ομάδα η γνωστότερη παραλλαγή είναι το κυπριακό τραγούδι Ο Διγενής και η κόρη του βασιλιά Λεβάντη. Σε αυτό το τραγούδι ο Διγενής μαθαίνει ότι ο βασιλιάς Λεβάντης παντρεύει την κόρη του με κάποιον Γιαννακό, τον οποίο εκείνος θεωρεί κατώτερό του και ανάξιο της νύφης. Στέλνει προξενιά στον βασιλιά, αλλά αυτός αρνείται και τότε ο Διγενής εμφανίζεται στο παλάτι παίζοντας μουσική με ένα μαγικό λαούτο. Η κοπέλα τον ερωτεύεται αλλά του αναθέτει πρώτα έναν άθλο για να αποδείξει την αξία του. Ο Διγενής εκπληρώνει τον άθλο και η κοπέλα τον ακολουθεί. Ο βασιλιάς στέλνει στρατό για να τους καταδιώξουν, αλλά ο Διγενής τους κατατροπώνει. Σε ένα άλλο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι τον Διγενή δεν τον προσκαλούσαν σε γάμους από φόβο μήπως κλέψει την νύφη. Στα τραγούδια της αρπαγής της γυναίκας του ήρωα, εκείνος συνήθως απουσιάζει, όταν πληροφορείται, συχνά από ένα πουλί, ότι του έκλεψαν την γυναίκα. Αυτά τα τραγούδια εμφανίζονται σε πολλές παραλλαγές και με άλλους ήρωες στην θέση του Διγενή, όπως το μικρό Βλαχόπουλο.
Τα τραγούδια του θανάτου, σε παραλλαγές που εμφανίζουν την στενότερη σχέση με το «έπος», ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, συγκεντρώνει γύρω του τους συμπολεμιστές του και θυμάται τα κατορθώματά του. Σε κάποιες από αυτές ρωτά την γυναίκα του τι θα κάνει όταν αυτός πεθάνει. Επειδή δεν πιστεύει ότι θα μείνει πιστή, την σφίγγει με τα χέρια του και την πνίγει, για να μην παντρευτεί άλλον. Σε άλλα τραγούδια ο Διγενής δεν πεθαίνει από ασθένεια, όπως στο «έπος», αλλά μετά από μάχη με τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Σε κάποιες παραλλαγές αυτών των τραγουδιών ο Χάρος νικά τον Διγενή σε «χωσιά» (ενέδρα). Στα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια ο Διγενής εμφανίζεται όχι μόνο σαν ήρωας με υπεράνθρωπες δυνάμεις, αλλά και σαν ον με υπερφυσικές διαστάσεις:
Ο Θάνατος του Διγενή
(Κρητική παραλλαγή)
Ο Διγενής ψυχομαχεί* κι η γη* τονε τρομάσσει
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμός*
κι ο κάτω κόσμος* άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα* τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο*.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε*, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε*, βουνού κορφές* επήδα,
χαράκι* αμαδολόγαγε* και ριζιμιά* ξεκούνιε*.
στο βίτσιμα* ΄πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο* και στο πήδημα τα λάφια* και τ' αγρίμια*.
Ζηλεύγει* ο Χάρος με χωσιά* μακρά τόνε βιγλίζει*,
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
(*) Ερμηνευτικά: "ψυχομαχεί": μάχεται με το Χάρο, "γη": όλος ο κόσμος, η υφήλιος, "απάνω κόσμος": αντίληψη των ζωντανών, "κάτω κόσμος": αντίληψη των νεκρών, του Άδη, "πλάκα": ταφόπλακα, "τση γης τον αντρειωμένο": τον αναγνωρισμένο απ΄ όλους ανδρείο - ήρωα, "εσκέπαζε": στέγαζε, χωρούσε, "εδιασκέλιζε" (διά+σκέλος) περνούσε με μια βηματισιά, ένα βήμα, "βουνού κορφές":βουνοκορφές, οροσειρές, "χαράκι": μεγάλος βράχος, "αμαδολόγανε": έπεζε αμάδες, πετούσε πέτρες (σημάδι) όσο πιο μακρυά, "ριζιμιά": βράχος ή πέτρα, στο έδαφος ριζομένη, στέρεη, "ξεκούνιε": ξεκουνούσε, "βίτσιμα": το ύψος από το έδαφος μέχρι τα χέρια τεντωμένα πάνω, "γλάκιο": (εκ του λακίζω, φεύγω) η φευγάλα, το τρέξιμο, "λάφια": ελάφια, "αγρίμια": αγριοκάτσικα, "ζηλεύγει": ζηλεύει, "χώσια": (εκ του χώνομαι) η ενέδρα, (τελείως διάφορο από το "χόσια" = θυμός), "βιγλίζει": παρατηρεί από ψηλά, (Βίγλα = υψηλό παρατηρητήριο).
Γλώσσα: Ελληνική δημοτική με ιδιώματα της Κρήτης.
Μέτρο: Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος χωρίς ομοιοκαταληξία.
Αισθητικά: Έπος, ελεγειακού χαρακτήρα με λυρικό βάθος, στίχοι δωρικοί ογκώδεις σε έκφραση, με φοβερή πυκνότητα υψηλών νοημάτων και τιτάνιας παλικαριάς, που μετατρέπουν το θάνατο σε κατάφαση ζωής.
Σημείωση: Το τραγούδι αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1909 στο περιοδικό "Κρητικός Λαός", από τον Π. Βλαστό, το οποίο και συμπεριέλαβε στη συνέχεια στην "εκλογή" του ο Ν. Πολίτης.
Ο Διγενής στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
Κατά τα τέλη του 19ου αι., με την ανακάλυψη των δημοτικών ακριτικών τραγουδιών και των χειρογράφων του έπους, η μορφή του Διγενή Ακρίτα άρχισε να ερμηνεύεται ως εθνικό σύμβολο: ο Νικόλαος Πολίτης θεωρούσε τον Διγενή σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον». Το σύμβολο του Διγενή πέρασε και στη λογοτεχνία της εποχής, με πρωιμότερο παράδειγμα τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά. Το 1897, στην ποιητική συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, στο ποίημα 18 ο Διγενής εμφανίζεται ως σύμβολο της ελληνικής ψυχής, ζωντανό από την αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου, μέχρι τον νέο Ελληνισμό, να εξέρχεται αθάνατη, ηρωική και ανίκητη μορφή, ως "της λεβεντιάς ο άνεμος, της ομορφιάς η πούλια":
"...Και σα να μη τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κυττάει τον Καβαλλάρη!
- Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα
δεν περνω με τα χρόνια.
Μ΄ άγγιξες και δε μ΄ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια".
Και πράγματι ο θάνατος δεν τον ένιωσε αφού ήδη πέρασε στην αθανασία, από το στόμα του λαού, στη θύμηση και στις παραδόσεις του.
Επίσης, στον Δωδεκάλογο του Γύφτου εμφανίζονται οι Ακρίτες ως σύμβολο της λαϊκής συνείδησης σε αντίθεση με την διεφθαρμένη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Διγενής και το ακριτικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν και σε έργα άλλων λογοτεχνών, ενώ ξεχωρίζουν περιπτώσεις αξιοποίησης του μύθου σε εκτενή συνθετικά έργα: Ο Άγγελος Σικελιανός χρησιμοποίησε το πρόσωπο του Διγενή στην τραγωδία του Χριστός Λυόμενος ή Ο θάνατος του Διγενή, στην οποία ο ήρωας παρουσιαζόταν ως επαναστάτης αλλά και προστάτης των αδικημένων. Ο Παλαμάς επίσης σχεδίαζε τη σύνθεση του δράματος Διγενής Ακρίτας, σχέδιο που τελικά εγκατέλειψε, ο Γιάννης Ψυχάρης είχε αναγγείλει το 1921 ένα ομώνυμο έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες για ένα έπος που σχεδίαζε ο Νίκος Καζαντζάκης, στο οποίο ο Διγενής θα εμφανιζόταν ως μία διαχρονική μορφή από την άλωση της Πόλης ως τη σύγχρονη εποχή, παρούσα σε πολλά σημαντικά ιστορικά γεγονότα.
Το «Έπος του Διγενή Ακρίτη»
Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτη είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του.
Υπόθεση του έργου
Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος.
Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν. Εκτός από τα πολεμικά του κατορθώματα ο Διγενής εξιστορεί και δύο περιπτώσεις στις οποίες απάτησε την γυναίκα του: με μια άγνωστη κοπέλα από την Αραβία, την οποία συνάντησε σε κάποια περιπλάνησή του, και με την Αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στην μονομαχία. Σε μία παραλλαγή του ποιήματος ο Διγενής στην συνέχεια σκότωσε την Μαξιμώ από τύψεις. Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.
Χειρόγραφα
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:
το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (βρέθηκε στην βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης και αποτελείται από 1867 στίχους)
της Τραπεζούντας (βρέθηκε στην μονή Σουμελά του Πόντου και αποτελείται από 3182 στίχους)
το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης 1074), με 4778 στίχους
της Κρυπτοφέρρης (από την μονή της Grottaferrata στην Ιταλία, με 3709 στίχους
της Οξφόρδης, που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση
της Άνδρου (τώρα Θεσσαλονίκης αρ. 2) που είναι πεζή διασκευή από την χρονιά 1632.
Τα χειρόγραφα ανακαλύφθηκαν σχετικά αργά, μετά την δεκαετία του 1870. Πρώτο εκδόθηκε από τους Κ. Σάθα και Εμίλ Λεγκράν το 1875 το χειρόγραφο Τραπεζούντας, ενώ μέσα στα επόμενα χρόνια ανακαλύφθηκαν και εκδόθηκαν και τα υπόλοιπα χειρόγραφα: το 1878 βρέθηκε το Άνδρου-Αθηνών που εκδόθηκε το 1881, το 1880 της Οξφόρδης, που εκδόθηκε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο, στην ίδια δεκαετία και το χειρόγραφο Κρυπτοφέρης, που εκδόθηκε το 1892 από τον Εμίλ Λεγκράν, το 1898 η πεζή διασκευή και στις αρχές του 20ου αι. το χειρόγραφο Εσκοριάλ, που εκδόθηκε το 1911 από τον D.C. Hesseling. Σύμφωνα με μαρτυρίες όμως, πρέπει να υπήρχαν και άλλα χειρόγραφα: ο Καισάριος Δαπόντες ανέφερε στο ποίημά του Βίβλος Βασιλειών ένα χειρόγραφο του Διγενή διακοσμημένο με μικρογραφίες, περιγραφή που δεν αντιστοιχεί σε κανένα από τα γνωστά έως τώρα χειρόγραφα.
Πρόσληψη και απηχήσεις
Η αφήγηση της ιστορίας του Διγενή πρέπει να ήταν πολύ δημοφιλής και τα κατορθώματα του Ακρίτη να είχαν μυθοποιηθεί ήδη από την εποχή της συγγραφής της, όπως μαρτυρεί η απήχησή τους σε ένα λίγο μεταγενέστερο κείμενο, από τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα,
Ὦ τίς Ἀκρίτης ἕτερος ἐκεῖ νὰ εὑρέθη τότε
καί τὰς ποδέας του νὰ ἔμπηξεν, νὰ ἐπῆρεν τὸ ραβδίν του
καὶ νὰ τους ἐσυνέτριψε τοὺς παλαιμναίους μίσους.
στο οποίο εμφανίζονται και λεκτικές αντιστοιχίες με το έπος. Επιδράσεις από τον Ακρίτη διαφαίνονται και σε μεταγενέστερα βυζαντινά μυθιστορήματα, την Αχιλληίδα και το Λίβιστρος και Ροδάμνη, και παρωδία του επικού ύφους παρατηρείται σε ένα σατιρικό κείμενο του κρητικού ποιητή Στέφανου Σαχλίκη, στο οποίο οι «πολιτικές» (πόρνες) καυχώνται για τα κατορθώματά τους, με ύφος που θυμίζει αντίστοιχο χωρίο από τον Ακρίτη, με πρωταγωνιστές τους απελάτες.
Η παράδοση του έργου σε χειρόγραφα που απέχουν χρονικά μεταξύ τους, αλλά και η επιθυμία των διασκευαστών ή των αντιγραφέων να επεξεργάζονται το έπος σε νέες μορφές, όπως η ομοιοκατάληκτη διασκευή της Οξφόρδης, είναι άλλη μια ένδειξη της επιβίωσής του στους επόμενους αιώνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μαρτυρία του πολυγραφότατου ποιητή του 18ου αι. Καισάριου Δαπόντε, ο οποίος σκόπευε, σύμφωνα με τους στίχους του, να το διασκευάσει και να το τυπώσει:
Τύπωσαν ερωτόκριτον, Σωσσάναν, ερωφίλη
καί άλλα, καί δεν τύπωσαν, κρίμα, καν τον Βασίλη
Ζωήν αν έχω εκ θεού, θέλω με στιχουργίαν
να τον συνθέσω και αυτόν, κ' ευθύς στην Βενετίαν.
Αποσπάσματα της ιστορίας του Διγενή σώζονται και σε χειρόγραφα σε παλαιορωσική γλώσσα, το κείμενο των οποίων μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά στον 13ο αι. Ο ήρωας ονομάζεται Devgenij και η πλοκή ακολουθείται αρκετά πιστά, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις. Το όνομα του Διγενή διασώζεται και σε ένα ολλανδικό ποίημα του 1271 που αφηγείται την ζωή του Χριστού. Εκεί ο Διγενής αναφέρεται ως ένας ήρωας που υπέφερε για την αγάπη.
Φιλολογικά προβλήματα
Με τον Διγενή Ακρίτη συνδέονται πολλά φιλολογικά προβλήματα για αρκετά από τα οποία δεν έχουν δοθεί ακόμα οριστικές απαντήσεις από την έρευνα. Τα προβλήματα αυτά έχουν σχέση κατ’ αρχάς με τον γραμματολογικό προσδιορισμό του έργου, αν δηλαδή είναι έπος ή μυθιστόρημα, με την μορφή του πρωτότυπου κειμένου και την σχέση των παραλλαγών με αυτήν, την χρονολόγηση του πρωτοτύπου και την ταυτότητα του συγγραφέα του, την χρονολόγηση των παραλλαγών και την μεταξύ τους σχέση και τέλος την σχέση του κειμένου με την προφορική παράδοση και τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου .
Γραμματολογικός χαρακτήρας
Όταν ο Διγενής ανακαλύφθηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά, χαρακτηρίστηκε έπος, και από πολλούς μάλιστα «έπος των νεωτέρων Ελλήνων». Ο επικός χαρακτήρας του έργου είναι φανερός από τις σκηνές μαχών και τις αφηγήσεις των ανδραγαθημάτων του ήρωα και δικαιολογείται από την σχέση του κειμένου με την ηρωικού χαρακτήρα ακριτική ποίηση. Σύντομα όμως επισημάνθηκαν και χαρακτηριστικά του έργου που το καθιστούν συγγενές με το είδος του μυθιστορήματος (ή ακριβέστερα της μυθιστορίας), κυρίως φανερές επιδράσεις της ρητορικής επεξεργασίας του λόγου (όπως οι ρητορικές «εκφράσεις»), αλλά και εικόνες ειρηνικής ζωής, όπως οι περιγραφές της ερωτικής έλξης του Διγενή και της μέλλουσας γυναίκας του όταν πρωτογνωρίστηκαν. Οι απόψεις των μελετητών πάνω στο θέμα παραμένουν ακόμα διχασμένες: ο Κ.Θ. Δημαράς συνέδεε τον Διγενή περισσότερο με τα ερωτικά μυθιστορήματα.[6] Ο Λίνος Πολίτης αντίθετα ονόμαζε το έργο έπος. Από τους νεότερους φιλολόγους, ο τελευταίος εκδότης της παραλλαγής του Εσκοριάλ Στ. Αλεξίου υποστηρίζει τον επικό χαρακτήρα, ο H. G. Beck ερμηνεύει τον χαρακτήρα του Διγενή ως αποτέλεσμα σύνθεσης δύο κειμένων, του «τραγουδιού του εμίρη» και του «μυθιστορήματος του Διγενή», ενώ μελετητές όπως ο H. Tonnet και ο R. Beaton, που εντάσσουν το κείμενο στην ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, δεν παραλείπουν να τονίσουν τον μεικτό ηρωικό-μυθιστορηματικό χαρακτήρα του.
Σχέσεις μεταξύ των παραλλαγών
Από τις έξι σωζόμενες παραλλαγές, βασικές είναι οι παραλλαγές Εσκοριάλ (στο εξής Ε) και Κρυπτοφέρρης (στο εξής Κ). Η παραλλαγή Κ, που διασώζεται στο αρχαιότερο χειρόγραφο και το κείμενό της ανάγεται στις αρχές του 12ου αι. εθεωρείτο για μεγάλο διάστημα ότι ήταν το κείμενο που είχε στενότερη σχέση με την χαμένη αρχική μορφή του Διγενή, παρά την αρχική επισημάνση του K. Krumbacher, όταν παρουσίασε το χειρόγραφο Ε, ότι η παραλλαγή Κ ήταν λόγια διασκευή ενός δημώδους κειμένου. Το φθαρμένο χειρόγραφο Ε, που παρέδιδε ένα αρκετά δυσνόητο κείμενο, είχε θεωρηθεί ως όψιμη καταγραφή ενός κειμένου που διαδιδόταν προφορικά, το οποίο περιείχε λάθη που οφείλονταν στην παρανόηση του αρχικού λογιοτέρου, όπως πιστευόταν, κειμένου. Η σύγχρονη έρευνα απέδειξε όμως ότι το κείμενο που παραδίδεται στο Ε είναι πολύ αξιόπιστο ως προς αρκετά πραγματολογικά στοιχεία που είναι αδύνατον να επιβίωσαν προφορικά τόσους αιώνες, επομένως το σωζόμενο χειρόγραφο του 15ου αι. δεν είναι καταγραφή σύγχρονης με αυτό διασκευής αλλά αντιγραφή παλαιότερου κειμένου, το οποίο σύμφωνα με τον τελευταίο εκδότη του μπορεί να αναχθεί στον 12ο αι. και είναι πολύ κοντινό σε προφορικές πηγές. Επιπλέον, το κείμενο Κ περιέχει αρκετά πραγματολογικά λάθη (όπως για παράδειγμα σε τοπωνύμια), στα οποία το Ε αποδεικνύεται εγκυρότερο. Γι' αυτόν τον λόγο αρκετοί μελετητές αποδέχονται σήμερα την άποψη ότι ότι το κείμενο Ε διασώζει μια μορφή αρκετά κοντινή στην αρχική και ότι το Κ είναι μεταγενέστερη λογιότερη επεξεργασία του δημώδους κειμένου.
Τα μεταγενέστερα χειρόγραφα Τραπεζούντας, Άνδρου-Αθηνών, Οξφόρδης και η πεζή διασκευή Άνδρου-Θεσσαλονίκης προέρχοναι από μια τρίτη, χαμένη παραλλαγή του 15ου αι., που στην βιβλιογραφία ονομάζεται παραλλαγή Ζ. Ο συντάκτης αυτής της παραλλαγής είχε στόχο να καταγράψει ό,τι ήταν γνωστό για τον Διγενή· προσέθεσε υλικό, μια εισαγωγή, η οποία όπως αποδεικνύεται δεν έχει κάποια σχέση με το πρωτότυπο, αλλά επεξεργάζεται υλικό που ήδη υπήρχε στην συνέχεια του ποιήματος με επιδράσεις από τα μυθιστορήματα της εποχής, καθώς και τα ονόματα της μητέρας και της γυναίκας του Διγενή, τα οποία δεν παραδίδονται στις παλαιότερες παραλλαγές. Πηγή της παραλλαγής αυτής είναι, όπως αποδεικνύεται από την σύγχρονη έρευνα, η παραλλαγή Ε (ενδεχομένως και το ίδιο χειρόγραφο που σώζεται ώς σήμερα) και ένα κείμενο συγγενικό προς την παραλλαγή Κ. Γι' αυτό και σήμερα θεωρείται ότι ο συντάκτης της παραλλαγής Ζ δεν γνώριζε για το χαμένο πρωτότυπο τίποτα παραπάνω από ότι αποκαλύπτεται από τις παραλλαγές Κ και Ε.
Η παραλλαγή Ε
Η παραλλαγή Ε είναι η μικρότερη από όλες και η μόνη στην οποία το κείμενο δεν διαιρείται σε «λόγους» (κεφάλαια). Από το χειρόγραφο απουσιάζει η αρχή του κειμένου (ξεκινά από την μονομαχία του εμίρη με τον αδερφό της κοπέλας) και το κείμενο είναι πολύ φθαρμένο. Η γλώσσα του είναι απλούστερη, με λιγότερα λόγια στοιχεία και στο κείμενο εντοπίζονται πολλά χαρακτηριστικά προφορικής σύνθεσης, όπως οι λογότυποι (στερεότυπες εκφράσεις) και η παρατακτική σύνταξη. Από την παραλλαγή Ε απουσιάζουν κάποιες λεπτομέρειες που βρίσκονται στην παραλλαγή Κ και οι περιγραφές είναι συντομότερες. Η γλώσσα της παραλλαγής Ε είναι η μεικτή ελληνική μεσαιωνική γλώσσα που απαντάται και σε άλλα κείμενα της ίδιας περιόδου, όπως τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα και ο Σπανέας. Το μέτρο είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ανομοιοκατάληκτος στίχος (ο επονομαζόμενος και «πολιτικός στίχος»), υπάρχουν όμως και αρκετοί φθαρμένοι στίχοι στους οποίους το μέτρο διαταράσσεται (ελλιπείς ή υπέρμετροι στίχοι).
Η παραλλαγή Κ
Η παραλλαγή Κ είναι εκτενέστερη από την Ε· περιέχει περισσότερα επεισόδια (αναφέρει δύο μοιχείες του Διγενή, τον φόνο της αμαζόνας Μαξιμώς και την συνάντησή του με τον αυτοκράτορα), αλλά και εκτενέστερες αφηγήσεις και περιγραφές, καθώς και αρκετά ηθικοδιδακτικά σχόλια. Το ύφος είναι πιο περίτεχνο και λογιότερο και έχει στοιχεία ρητορικής επεξεργασίας, όπως οι εκτενείς ρητορικές «εκφράσεις» (αναλυτικές περιγραφές ανθρώπων, τόπων ή κτισμάτων). Όμως, παρά την συνειδητή προσπάθεια του συντάκτη να ακολουθήσει ένα λόγιο ύφος, το κείμενο περιέχει αρκετά συντακτικά λάθη. Βασική στιχουργική μορφή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, όμως μεγάλο ποσοστό των στίχων έχει αναπαιστικό ρυθμό.
Αποσπάσματα από τις δύο παραλλαγές
Τα αποσπάσματα προέρχονται από το επεισόδιο της μονομαχίας του Διγενή με την αμαζόνα Μαξιμώ, η οποία έχει συμμαχήσει με τους απελάτες εναντίον του Διγενή. Η Μαξιμώ προκαλεί σε μάχη τον Διγενή που στέκεται στην απέναντι όχθη:
Παραλλαγή Κρυπτοφέρης
Ταυτα ειπουσα εν θυμώ, όρμησε του περάσαι
εγώ δε λέγω προς αυτήν: «Μαξιμού, μην περάσης,
ανδράσι και γαρ πέφυκεν έρχεσθαι προς γυναίκας,
έλθω λοιπόν εγώ προς σέ, ως το δίκαιον έχει.»
Και αυτίκα τον ιππον μου κεντήσας ταις περόναις,
προς το ύδωρ εξώρμησα, αποτυχών του πόρου·
ην δε πολυς ο ποταμος και επλευσεν ο ιππος·
υδατος τούτου εκχυσις αποθεν δε υπηρχεν
βραχύτατην εμφαίνουσα λίμνην, συχνήν τε πόαν
εν ηπερ στασα ασφαλώς λίαν ευτρεπισμένη
η Μαξιμου την προσβολην την έμην επετήρει·
οι δε συνόντες αλλοι μεν ετρεχον προς τον πόρον,
έτεροι δε ενήδρευον εγκρύμματα ποιούντες.
εγώ δέ,όταν έγνωκα είς γήν πατείν τόν ίππον,
τρανά αυτ'ον ηρέθιζον, και το σπαθίν ελκύσας
ολοψύχως προς Μαξιμούν ευτέχνως απηρχόμην.
η δέ, ως προηυτρέπιστο, προσαπανταν δραμούσα,
κονταρέαν μοι δέδωκεν ξυστήν είς το λουρίκιν·
και μηδαμώς αδικηθείς έκοψα το κοντάριν,
τινάξας δ' αύθις το σπαθίν, ταύτης ενεφεισάμην,
του δε βούλχα απέτεμον την κεφαλήν ευθέως·
Παραλλαγή Εσκοριάλ
Και σύντομα επιλάλησεν, τον ποταμόν περάση
και εγώ δε τον ελάλησα φωνήν απο μακρόθεν:
«αυτόθε στέκου, Μαξιμού, ωδε μηδέν περάσης!
Τους άνδρας πρέπει να περνούν, αμή όχι τις γυναίκας.
Περάσειν έχω, Μαξιμού, ώς δια σέναν το ποτάμιν
και να σου αντιμέψωμεν, ώς και το δίκαιον έχεις».
Τον γρίβαν μου επιλάλησα, τον ποταμόν περάση,
και είχεν νερόν ο ποταμός πολύν και βουρκωμένον
και εξέπεσεν ο γρίβας μου και εχώθην εως τραχήλου·
και δένδρον έπεψεν ο Θεός απέσω εώς το ποτάμιν
και αν είχεν λείπειν το δενδρόν, επνίγετον ο Ακρίτης.
Και ως είδεν τούτο η Μαξιμού, απάνω μου εκατέβη·
κοντάριν εμαλάκιζεν, την κονταρέαν με δώση
και ταύτα το κοντάριν της εριψα παρα μίαν
και σύντομα έριψα ραβδίν, την Μαξιμούν ελάλουν:
«ελεω τα κάλλη σου, κυρά, βλέπε μη κινδυνεύσης·
αλλά ας δώσω, Μαξιμού, την φάραν σου ραβδέαν
και εκ την ραβδέαν, Μαξιμού, νόησε με τίναν έχεις».
Και εγώ ραβδέαν έδωσα τάν φάραν 'ς τὰς κουτάλας
και ανάσκελα εξήπλωσεν η θαυμαστή η φάρα.
Σχέση του έπους με τα ακριτικά τραγούδια
Παράλληλα με την ανακάλυψη των χειρογράφων του Διγενή, είχε αναπτυχθεί και το ενδιαφέρον για καταγραφή και μελέτη των δημοτικών τραγουδιών και οι μελετητές παρατήρησαν ομοιότητα μεταξύ του αφηγήματος του Διγενή και των λαϊκών τραγουδιών που αφηγούνταν κατορθώματα ηρώων, τα οποία απηχούσαν μνήμες του βυζαντινού παρελθόντος, όπως η αναφορά σε Σαρακηνούς. Αυτά τα τραγούδια τα κατέταξαν σε μια ιδιαίτερη ομάδα και τα ονομάσαν ακριτικά. Η ομοιότητα των τραγουδιών αυτών με το «έπος» προκάλεσε την απορία, εάν τα ακριτικά τραγούδια ήταν προγενέστερα ή μεταγενέστερα του έπους και οι απόψεις των φιλολόγων για το θέμα ήταν διχασμένες. Σήμερα είναι αποδεκτό το γεγονός ότι ηρωική προφορική ποίηση στο Βυζάντιο υπήρχε, όμως φαίνεται από μια μαρτυρία του Αρέθα, επισκόπου Καισαρείας, ότι τον 10ο αι. στην Μικρά Ασία περιπλανώμενοι τραγουδιστές αφηγούνταν κατορθώματα ηρώων, αλλά και από ηρωικά άσματα που καταγράφηκαν αργότερα, όμως το υλικό τους ήταν παλαιότερο, όπως το γνωστό ως «Άσμα του Αρμούρη». Αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακριβή μορφή αυτών των τραγουδιών, αφού τα δημοτικά τραγούδια που γνωρίζουμε σήμερα είναι μεταγενέστερες καταγραφές, η ανάλυση του Διγενή αποδεικνύει ότι υπάρχουν επιδράσεις από προφορικές ηρωικές αφηγήσεις και γι' αυτόν τον λόγο πιστεύεται σήμερα ότι ο ποιητής του «έπους» αξιοποίησε στην σύνθεση του έργου επικό υλικό από προφορικές πηγές αλλά και προφορικούς εκφραστικούς τρόπους και μοτίβα, παρόμοιους με αυτούς του δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι και το κείμενο του «έπους», το οποίο αποδεδειγμένα είχε μεγάλη διάδοση, λειτούργησε και αυτό ως πηγή για την σύνθεση μεταγενέστερων δημοτικών τραγουδιών.
Τα κοινά στοιχεία που απαντώνται μεταξύ του έπους και των τραγουδιών είναι είτε στοιχεία πλοκής, όπως η σκηνή του θανάτου του Διγενή στην οποία ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, θυμάται τα κατορθώματά του και τα αφηγείται στους συντρόφους του, είτε κοινά λεκτικά στοιχεία, τα οποία υπάρχουν κυρίως στην παραλλαγή Ε που είναι πλησιέστερη σε προφορική παράδοση.
Ο Διγενής στα δημοτικά τραγούδια
Ο Διγενής πρωταγωνιστεί σε δύο ομάδες δημοτικών τραγουδιών: αυτά που έχουν θέμα την αρπαγή της νύφης και αυτά που έχουν θέμα τον θάνατό του. Τα τραγούδια της αρπαγής μπορούν να διακριθούν επίσης σε δύο μικρότερες ομάδες: αυτά στα οποία ο Διγενής κλέβει την μέλλουσα γυναίκα του και αυτά στα οποία η γυναίκα του Διγενή αρπάζεται από Σαρακηνούς ή απελάτες. Από την πρώτη ομάδα η γνωστότερη παραλλαγή είναι το κυπριακό τραγούδι Ο Διγενής και η κόρη του βασιλιά Λεβάντη. Σε αυτό το τραγούδι ο Διγενής μαθαίνει ότι ο βασιλιάς Λεβάντης παντρεύει την κόρη του με κάποιον Γιαννακό, τον οποίο εκείνος θεωρεί κατώτερό του και ανάξιο της νύφης. Στέλνει προξενιά στον βασιλιά, αλλά αυτός αρνείται και τότε ο Διγενής εμφανίζεται στο παλάτι παίζοντας μουσική με ένα μαγικό λαούτο. Η κοπέλα τον ερωτεύεται αλλά του αναθέτει πρώτα έναν άθλο για να αποδείξει την αξία του. Ο Διγενής εκπληρώνει τον άθλο και η κοπέλα τον ακολουθεί. Ο βασιλιάς στέλνει στρατό για να τους καταδιώξουν, αλλά ο Διγενής τους κατατροπώνει. Σε ένα άλλο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι τον Διγενή δεν τον προσκαλούσαν σε γάμους από φόβο μήπως κλέψει την νύφη. Στα τραγούδια της αρπαγής της γυναίκας του ήρωα, εκείνος συνήθως απουσιάζει, όταν πληροφορείται, συχνά από ένα πουλί, ότι του έκλεψαν την γυναίκα. Αυτά τα τραγούδια εμφανίζονται σε πολλές παραλλαγές και με άλλους ήρωες στην θέση του Διγενή, όπως το μικρό Βλαχόπουλο.
Τα τραγούδια του θανάτου, σε παραλλαγές που εμφανίζουν την στενότερη σχέση με το «έπος», ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, συγκεντρώνει γύρω του τους συμπολεμιστές του και θυμάται τα κατορθώματά του. Σε κάποιες από αυτές ρωτά την γυναίκα του τι θα κάνει όταν αυτός πεθάνει. Επειδή δεν πιστεύει ότι θα μείνει πιστή, την σφίγγει με τα χέρια του και την πνίγει, για να μην παντρευτεί άλλον. Σε άλλα τραγούδια ο Διγενής δεν πεθαίνει από ασθένεια, όπως στο «έπος», αλλά μετά από μάχη με τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Σε κάποιες παραλλαγές αυτών των τραγουδιών ο Χάρος νικά τον Διγενή σε «χωσιά» (ενέδρα). Στα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια ο Διγενής εμφανίζεται όχι μόνο σαν ήρωας με υπεράνθρωπες δυνάμεις, αλλά και σαν ον με υπερφυσικές διαστάσεις:
Ο Θάνατος του Διγενή
(Κρητική παραλλαγή)
Ο Διγενής ψυχομαχεί* κι η γη* τονε τρομάσσει
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμός*
κι ο κάτω κόσμος* άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα* τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο*.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε*, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε*, βουνού κορφές* επήδα,
χαράκι* αμαδολόγαγε* και ριζιμιά* ξεκούνιε*.
στο βίτσιμα* ΄πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο* και στο πήδημα τα λάφια* και τ' αγρίμια*.
Ζηλεύγει* ο Χάρος με χωσιά* μακρά τόνε βιγλίζει*,
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
(*) Ερμηνευτικά: "ψυχομαχεί": μάχεται με το Χάρο, "γη": όλος ο κόσμος, η υφήλιος, "απάνω κόσμος": αντίληψη των ζωντανών, "κάτω κόσμος": αντίληψη των νεκρών, του Άδη, "πλάκα": ταφόπλακα, "τση γης τον αντρειωμένο": τον αναγνωρισμένο απ΄ όλους ανδρείο - ήρωα, "εσκέπαζε": στέγαζε, χωρούσε, "εδιασκέλιζε" (διά+σκέλος) περνούσε με μια βηματισιά, ένα βήμα, "βουνού κορφές":βουνοκορφές, οροσειρές, "χαράκι": μεγάλος βράχος, "αμαδολόγανε": έπεζε αμάδες, πετούσε πέτρες (σημάδι) όσο πιο μακρυά, "ριζιμιά": βράχος ή πέτρα, στο έδαφος ριζομένη, στέρεη, "ξεκούνιε": ξεκουνούσε, "βίτσιμα": το ύψος από το έδαφος μέχρι τα χέρια τεντωμένα πάνω, "γλάκιο": (εκ του λακίζω, φεύγω) η φευγάλα, το τρέξιμο, "λάφια": ελάφια, "αγρίμια": αγριοκάτσικα, "ζηλεύγει": ζηλεύει, "χώσια": (εκ του χώνομαι) η ενέδρα, (τελείως διάφορο από το "χόσια" = θυμός), "βιγλίζει": παρατηρεί από ψηλά, (Βίγλα = υψηλό παρατηρητήριο).
Γλώσσα: Ελληνική δημοτική με ιδιώματα της Κρήτης.
Μέτρο: Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος χωρίς ομοιοκαταληξία.
Αισθητικά: Έπος, ελεγειακού χαρακτήρα με λυρικό βάθος, στίχοι δωρικοί ογκώδεις σε έκφραση, με φοβερή πυκνότητα υψηλών νοημάτων και τιτάνιας παλικαριάς, που μετατρέπουν το θάνατο σε κατάφαση ζωής.
Σημείωση: Το τραγούδι αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1909 στο περιοδικό "Κρητικός Λαός", από τον Π. Βλαστό, το οποίο και συμπεριέλαβε στη συνέχεια στην "εκλογή" του ο Ν. Πολίτης.
Ο Διγενής στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
Κατά τα τέλη του 19ου αι., με την ανακάλυψη των δημοτικών ακριτικών τραγουδιών και των χειρογράφων του έπους, η μορφή του Διγενή Ακρίτα άρχισε να ερμηνεύεται ως εθνικό σύμβολο: ο Νικόλαος Πολίτης θεωρούσε τον Διγενή σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον». Το σύμβολο του Διγενή πέρασε και στη λογοτεχνία της εποχής, με πρωιμότερο παράδειγμα τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά. Το 1897, στην ποιητική συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, στο ποίημα 18 ο Διγενής εμφανίζεται ως σύμβολο της ελληνικής ψυχής, ζωντανό από την αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου, μέχρι τον νέο Ελληνισμό, να εξέρχεται αθάνατη, ηρωική και ανίκητη μορφή, ως "της λεβεντιάς ο άνεμος, της ομορφιάς η πούλια":
"...Και σα να μη τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κυττάει τον Καβαλλάρη!
- Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα
δεν περνω με τα χρόνια.
Μ΄ άγγιξες και δε μ΄ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια".
Και πράγματι ο θάνατος δεν τον ένιωσε αφού ήδη πέρασε στην αθανασία, από το στόμα του λαού, στη θύμηση και στις παραδόσεις του.
Επίσης, στον Δωδεκάλογο του Γύφτου εμφανίζονται οι Ακρίτες ως σύμβολο της λαϊκής συνείδησης σε αντίθεση με την διεφθαρμένη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Διγενής και το ακριτικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν και σε έργα άλλων λογοτεχνών, ενώ ξεχωρίζουν περιπτώσεις αξιοποίησης του μύθου σε εκτενή συνθετικά έργα: Ο Άγγελος Σικελιανός χρησιμοποίησε το πρόσωπο του Διγενή στην τραγωδία του Χριστός Λυόμενος ή Ο θάνατος του Διγενή, στην οποία ο ήρωας παρουσιαζόταν ως επαναστάτης αλλά και προστάτης των αδικημένων. Ο Παλαμάς επίσης σχεδίαζε τη σύνθεση του δράματος Διγενής Ακρίτας, σχέδιο που τελικά εγκατέλειψε, ο Γιάννης Ψυχάρης είχε αναγγείλει το 1921 ένα ομώνυμο έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες για ένα έπος που σχεδίαζε ο Νίκος Καζαντζάκης, στο οποίο ο Διγενής θα εμφανιζόταν ως μία διαχρονική μορφή από την άλωση της Πόλης ως τη σύγχρονη εποχή, παρούσα σε πολλά σημαντικά ιστορικά γεγονότα.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%AE%CF%82_%CE%91%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B1%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου