Όταν στην Ελλάδα θέλουμε να πούμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει κάποιος, του λέμε: «Αυτά είναι Κινεζικά για μένα». Στο εξωτερικό, όμως, η πιο συνηθισμένη η φράση για αυτή την περίπτωση είναι: «Αυτά είναι Ελληνικά για μένα».
Με αυτό τον τρόπο καταδεικνύεται η δυσκολία εκμάθησης των Ελληνικών. Δυσκολία που αμβλύνεται με την ανάπτυξη των κέντρων, όπου διδάσκεται η ελληνική γλώσσα σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της μακρινής Κίνας, όπου υπάρχει έδρα και διδάσκονται τα Ελληνικά.
Η Ελλάδα, ωστόσο, ζει - ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια - την «εισβολή» ξένων λέξεων, κυρίως της Αγγλικής, που είτε περνούν στη γλώσσα καθαρά είτε μετουσιώνονται σε λέξεις με ξένη και ελληνική χροιά. Η γλώσσα έχει επηρεαστεί από τις νέες τεχνολογίες και τώρα οι επιστήμονες αναζητούν τρόπους να «ενσωματώσουν» τους τεχνολογικούς όρους και εκφράσεις στο σώμα της. Αυτό γίνεται τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες γλώσσες και χώρες.
Στην Ελλάδα με το συγκεκριμένο θέμα ασχολείται το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και αφορμή για να ασχοληθεί το ΑΠΕ - ΜΠΕ με αυτό στάθηκε η συνδιάσκεψη, που έγινε πριν από λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίοι συζήτησαν ζητήματα, που αφορούν σε 22 γλώσσες. Αντικείμενο της συνδιάσκεψης ήταν «η ενσωμάτωση των τεχνολογιών στην έρευνα για κάθε γλώσσα».
«Κάθε ευρωπαϊκή χώρα» λέει, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο αναπληρωτής πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Ιωάννης Καζάζης «έχει ένα εθνικό ίδρυμα, που σκοπός του είναι να παρακολουθεί τις τάσεις ανάπτυξης της κάθε γλώσσας και να παρεμβαίνει στα αρμόδια υπουργεία Παιδείας.
Στη Θεσσαλονίκη συζητήσαμε ακριβώς τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να ενσωματώσουμε τις νέες τεχνολογίες, στις έρευνες που γίνονται στον τομέα της γλώσσας. Οι τάσεις που παρουσιάζονται στη γλώσσα, άλλωστε, τείνουν σ’ έναν εξευρωπαϊσμό των εθνικών γλωσσών.
Τεράστιες ποσότητες υλικού, δηλαδή αποφάσεις, νόμοι, εγκύκλιοι, κ.τ.λ. για όλα τα θέματα έχουν σχέση με τη γλώσσα. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Αναζητούμε ελληνική ονομασία για το τυρί, που μοιάζει με το "ροκφόρ". Το "μπλε τυρί" δεν περιγράφει το ροκφόρ και εμείς πρέπει να επινοήσουμε τη λέξη που θα το εκφράζει και να τη χρησιμοποιούμε χωρίς νομικές συνέπειες.
Να σας δώσω άλλα παραδείγματα: Πρέπει να επινοήσουμε ονομασίες για ειδικές ορολογίες και έννοιες, όπως είναι η λέξη που ακούμε συχνά σήμερα και δεν είναι άλλη από τα "σπρεντς". Άλλο παράδειγμα είναι η έκφραση "στην πρώτη γραμμή βρίσκονται ...", η οποία προέρχεται από τα Γαλλικά και εισάγεται στα Ελληνικά».
Στην ουσία, οι επιστήμονες του Κέντρου προσπαθούν να βρουν τρόπους να «τιθασεύσουν», να «εξημερώσουν» τις λέξεις και με όπλο την ελληνική γλώσσα, στην οποία θα τις εντάξουν, να βρουν και τρόπους σύνταξής τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν και στον «κορμό» της ελληνικής παιδείας με τη νέα τους μορφή. Αυτό πρέπει να γίνει όχι μόνο με τις λέξεις αλλά και με τις εκφράσεις, όπως δείχνει το παραπάνω παράδειγμα από τα Γαλλικά.
Σημειώνεται ότι πρώτη ευρωπαϊκή γλώσσα ήταν τα Γαλλικά. Ακολουθούν τα Αγγλικά και τώρα μπαίνουν δυναμικά στην Ευρώπη τα Γερμανικά. Οι τρεις αυτές γλώσσες - όπως λέει ο καθηγητής - διεισδύουν πλέον στις υπόλοιπες, όχι μόνο με τις ονομασίες, τις ορολογίες, αλλά και τρόπους έκφρασης.
Σε ορισμένες χώρες, οι γλώσσες αυτές αρχίζουν όχι απλώς να εισάγονται στην εκπαίδευση, αλλά να κυριαρχούν, καθώς τα προγράμματα εκπαίδευσης, ιδιαίτερα τα μεταπτυχιακά, διεθνοποιούνται ολοένα και περισσότερο, όπως, για παράδειγμα, στην Ολλανδία, που διαθέτει πολύ καλά μεταπτυχιακά προγράμματα, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είναι στην αγγλική γλώσσα, ενώ ήδη τα Αγγλικά αρχίζουν να εισάγονται και στις προπτυχιακές σπουδές της χώρας.
«Τι εθνική πολιτική μπορείς να ασκήσεις με αυτές τις επιδράσεις;» διερωτάται ο κ. Καζάζης και απαντά: «Το πρόβλημα είναι μεγάλο και η λύση του δεν είναι εύκολη». «Ωστόσο, κάθε γλώσσα έχει τις δικές της αντιστάσεις. Μπορεί να σηκώσει ένα φορτίο, σε έναν βαθμό όμως, χωρίς να αλλοιωθεί. Στο Κέντρο έχουμε ένα σύνθημα από τον Σιμωνίδη: "Γλώσσα νωμάν". Δηλαδή: "Να χειρίζεται, να καλλιεργείς, να αγαπάς τη γλώσσα"».
Για τη «διάσωση» της ελληνικής γλώσσας, λένε οι επιστήμονες, έχει μεγάλη ευθύνη το σχολείο. Όσο «δουλεύουμε» τη γλώσσα στο σχολείο με πάθος και αφοσίωση, τόσο περισσότερο την εμπεδώνουμε, την κατακτούμε, τη διατηρούμε. «Η γλώσσα και τα μαθηματικά είναι σημαντικά εργαλεία, στα οποία πρέπει να εντρυφήσουν τα παιδιά μας» σημειώνουν και οι εκπαιδευτικοί.
«Με την καλλιέργεια της γλώσσας εμπεδώνονται οι τάσεις της, που στηρίζονται στην παράδοση και την ιστορία μας. Όσο καλύτερα μαθαίνουμε από μικρή ηλικία τη γλώσσα, τόσο πιο σώφρονες χρήστες της θα είμαστε, όταν τελειώσουμε με τις σπουδές μας και τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχουμε να διατηρηθεί το ήθος της» τονίζει ο καθηγητής Ι. Καζάζης.
Η υπουργός Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, αποφάσισε προσφάτως να αναβαθμίσει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Η διασύνδεση του Κέντρου με τα 400 σημεία σ΄ ολόκληρο τον κόσμο, όπου διδάσκεται και πιστοποιείται η ελληνική γλώσσα, είναι ένας από τους στόχους.
Η υπουργός τόνισε πως «η γλώσσα είναι στο επίκεντρο του νέου σχολείου. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στους απόδημους της τρίτης και τέταρτης γενιάς πρέπει να ενισχυθεί. Η ύλη που θα διδάσκεται στα σχολεία των αποδήμων δίδει έμφαση στην ελληνική γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό.
Η ελληνική γλώσσα στο εσωτερικό της χώρας γίνεται ένας κρίκος συνοχής, καθώς διδάσκεται σε παλιννοστούντες και μετανάστες, οι οποίοι βρίσκονται σε υψηλά ποσοστά στην Ελλάδα. Όλα αυτά, όπως και οι νέες τεχνολογίες που ενσωματώνονται στο σχολείο, απαιτούν μια ισχυρή οργάνωση για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στο εσωτερικό και εξωτερικό».
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα αξιοποιώντας τη γλώσσα επιχειρεί να τη μετατρέψει σε όχημα συνοχής στο εσωτερικό και εξωτερικό. Ας μην αγνοούμε ότι τα τελευταία χρόνια, υπάρχει τάση ατονίας της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό. Πολύ απασχόλησε, άλλωστε, τους ειδικούς επιστήμονες, το ενδεχόμενο να κλείσει η Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο Λονδίνο. Όμως, ο κίνδυνος αποσοβήθηκε, καθώς η Αν. Διαμαντοπούλου αποφάσισε ότι πρέπει να ενισχυθούν μαζί με τη συγκεκριμένη έδρα και άλλες, σε διαφορετικές χώρες.
Με αυτές τις σκέψεις, άλλωστε, η υπουργός αποφάσισε την αναβάθμιση του Κέντρου, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία χρόνια είχε περάσει σε αφάνεια, αν και έχει ιδρυθεί από το 1994, ως εποπτευόμενο ίδρυμα από το Υπουργείο Παιδείας.
Σύμφωνα με το «ιδρυτικό» σκεπτικό του, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, λειτουργεί ως συντονιστικό και επιτελικό όργανο του Υπουργείου Παιδείας σε θέματα γλωσσικής πολιτικής, με άξονα τις παρακάτω βασικές αρχές:
Είναι ίδρυμα επιστημονικής περιγραφής και τεκμηρίωσης των τάσεων της νεοελληνικής γλώσσας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Προς τον σκοπό αυτόν ακολουθείται αυστηρώς επιστημονική μέθοδος, αποκλείεται επομένως εξαρχής κάθε είδους ιδεολογική προκατάληψη για τις τύχες της νέας ελληνικής γλώσσας.
«Το Κέντρο δεν θεωρεί την παρούσα φάση της ελληνικής γλώσσας, συγκριτικώς και απολύτως ημαρτημένη, και επομένως διορθωτέα με βάση τα γλωσσικά πρότυπα του παρελθόντος. Το Κέντρο εκτιμά ότι η καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας συντελείται όχι με κανονιστικούς περιορισμούς, αλλά με τη σοβαρή μελέτη της σε όλο το συγχρονικό εύρος και το ιστορικό της βάθος, κυρίως με τη σπουδή υποδειγματικών κειμένων».
Αποστολή του είναι η έρευνα της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, η έρευνα της γλωσσικής αγωγής και πολιτικής, η πιστοποίηση επάρκειας της ελληνομάθειας, η παραγωγή ερευνητικό και διδακτικού υλικού και ό,τι άλλο συντελεί στην προβολή και διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Επιπλέον, η γλωσσική στήριξη και αρωγή των παλιννοστούντων και του αποδήμου ελληνισμού, και τέλος η ενίσχυση των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα στο εσωτερικό και εξωτερικό.
Άλλωστε, στο πλαίσιο της προσπάθειας για προβολή και στήριξη της ελληνικής γλώσσας, το υπουργείο υλοποιεί από κοινού με το Κέντρο, το πάγιο αίτημα των απανταχού ελληνόγλωσσων και ελληνομαθών, δηλαδή, τη θεσμοθέτηση και τη χορήγηση ενός κρατικού τίτλου πιστοποίησης ελληνομάθειας.
Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας έχει τη συνολική εποπτεία και ευθύνη της εξεταστικής διαδικασίας, μέσω της οποίας χορηγείται το Πιστοποιητικό Ελληνομάθειας. Οι εξετάσεις διεξάγονται σε εξεταστικά κέντρα που έχει αναγνωρίσει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Οι υποψήφιοι εξετάζονται σε 4 επίπεδα γλωσσικής επάρκειας και αξιολογούνται σε 4 δεξιότητες, στην κατανόηση και παραγωγή γραπτού κειμένου και στην κατανόηση και παραγωγή προφορικού λόγου. Αυτή τη χρονική περίοδο, κάθε χρόνο, απονέμονται οι τίτλοι πιστοποίησης στους επιτυχόντες στις εξετάσεις του Ιουλίου.
Τα οφέλη της απόκτησης του Πιστοποιητικού Ελληνομάθειας είναι πολλά: Δίδεται η δυνατότητα στον κάτοχό του να κατοχυρώσει επισήμως το επίπεδο επάρκειας της ελληνομάθειάς του, με οποιαδήποτε τυπική, ή άτυπη, μορφή εκπαίδευσης και αν έχει διδαχθεί την ελληνική γλώσσα, ακόμη και στο σπίτι του.
Επιτρέπει σε ομογενείς και αλλογενείς να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, εντός και εκτός της επικράτειας, εφόσον έτσι θα έχουν ικανοποιήσει βασικό προαπαιτούμενο που θέτει η ελληνική πολιτεία για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων στην Ελλάδα από ομογενείς, αλλοδαπούς, μετανάστες (ειδικότερα, για διορισμό ατόμων από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέσεις ελληνικού Δημοσίου), και να εγγράφονται σε ελληνικά Α.Ε.Ι..
Τέλος, σημειώνεται ότι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, εργάζονται 20 ερευνητές και διοικητικοί υπάλληλοι, 40 αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί, από τους οποίους έχουν αναδειχθεί 17 καθηγητές Πανεπιστημίου τα τελευταία χρόνια.
Με αυτό τον τρόπο καταδεικνύεται η δυσκολία εκμάθησης των Ελληνικών. Δυσκολία που αμβλύνεται με την ανάπτυξη των κέντρων, όπου διδάσκεται η ελληνική γλώσσα σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της μακρινής Κίνας, όπου υπάρχει έδρα και διδάσκονται τα Ελληνικά.
Η Ελλάδα, ωστόσο, ζει - ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια - την «εισβολή» ξένων λέξεων, κυρίως της Αγγλικής, που είτε περνούν στη γλώσσα καθαρά είτε μετουσιώνονται σε λέξεις με ξένη και ελληνική χροιά. Η γλώσσα έχει επηρεαστεί από τις νέες τεχνολογίες και τώρα οι επιστήμονες αναζητούν τρόπους να «ενσωματώσουν» τους τεχνολογικούς όρους και εκφράσεις στο σώμα της. Αυτό γίνεται τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες γλώσσες και χώρες.
Στην Ελλάδα με το συγκεκριμένο θέμα ασχολείται το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και αφορμή για να ασχοληθεί το ΑΠΕ - ΜΠΕ με αυτό στάθηκε η συνδιάσκεψη, που έγινε πριν από λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίοι συζήτησαν ζητήματα, που αφορούν σε 22 γλώσσες. Αντικείμενο της συνδιάσκεψης ήταν «η ενσωμάτωση των τεχνολογιών στην έρευνα για κάθε γλώσσα».
«Κάθε ευρωπαϊκή χώρα» λέει, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο αναπληρωτής πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Ιωάννης Καζάζης «έχει ένα εθνικό ίδρυμα, που σκοπός του είναι να παρακολουθεί τις τάσεις ανάπτυξης της κάθε γλώσσας και να παρεμβαίνει στα αρμόδια υπουργεία Παιδείας.
Στη Θεσσαλονίκη συζητήσαμε ακριβώς τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να ενσωματώσουμε τις νέες τεχνολογίες, στις έρευνες που γίνονται στον τομέα της γλώσσας. Οι τάσεις που παρουσιάζονται στη γλώσσα, άλλωστε, τείνουν σ’ έναν εξευρωπαϊσμό των εθνικών γλωσσών.
Τεράστιες ποσότητες υλικού, δηλαδή αποφάσεις, νόμοι, εγκύκλιοι, κ.τ.λ. για όλα τα θέματα έχουν σχέση με τη γλώσσα. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Αναζητούμε ελληνική ονομασία για το τυρί, που μοιάζει με το "ροκφόρ". Το "μπλε τυρί" δεν περιγράφει το ροκφόρ και εμείς πρέπει να επινοήσουμε τη λέξη που θα το εκφράζει και να τη χρησιμοποιούμε χωρίς νομικές συνέπειες.
Να σας δώσω άλλα παραδείγματα: Πρέπει να επινοήσουμε ονομασίες για ειδικές ορολογίες και έννοιες, όπως είναι η λέξη που ακούμε συχνά σήμερα και δεν είναι άλλη από τα "σπρεντς". Άλλο παράδειγμα είναι η έκφραση "στην πρώτη γραμμή βρίσκονται ...", η οποία προέρχεται από τα Γαλλικά και εισάγεται στα Ελληνικά».
Στην ουσία, οι επιστήμονες του Κέντρου προσπαθούν να βρουν τρόπους να «τιθασεύσουν», να «εξημερώσουν» τις λέξεις και με όπλο την ελληνική γλώσσα, στην οποία θα τις εντάξουν, να βρουν και τρόπους σύνταξής τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν και στον «κορμό» της ελληνικής παιδείας με τη νέα τους μορφή. Αυτό πρέπει να γίνει όχι μόνο με τις λέξεις αλλά και με τις εκφράσεις, όπως δείχνει το παραπάνω παράδειγμα από τα Γαλλικά.
Σημειώνεται ότι πρώτη ευρωπαϊκή γλώσσα ήταν τα Γαλλικά. Ακολουθούν τα Αγγλικά και τώρα μπαίνουν δυναμικά στην Ευρώπη τα Γερμανικά. Οι τρεις αυτές γλώσσες - όπως λέει ο καθηγητής - διεισδύουν πλέον στις υπόλοιπες, όχι μόνο με τις ονομασίες, τις ορολογίες, αλλά και τρόπους έκφρασης.
Σε ορισμένες χώρες, οι γλώσσες αυτές αρχίζουν όχι απλώς να εισάγονται στην εκπαίδευση, αλλά να κυριαρχούν, καθώς τα προγράμματα εκπαίδευσης, ιδιαίτερα τα μεταπτυχιακά, διεθνοποιούνται ολοένα και περισσότερο, όπως, για παράδειγμα, στην Ολλανδία, που διαθέτει πολύ καλά μεταπτυχιακά προγράμματα, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είναι στην αγγλική γλώσσα, ενώ ήδη τα Αγγλικά αρχίζουν να εισάγονται και στις προπτυχιακές σπουδές της χώρας.
«Τι εθνική πολιτική μπορείς να ασκήσεις με αυτές τις επιδράσεις;» διερωτάται ο κ. Καζάζης και απαντά: «Το πρόβλημα είναι μεγάλο και η λύση του δεν είναι εύκολη». «Ωστόσο, κάθε γλώσσα έχει τις δικές της αντιστάσεις. Μπορεί να σηκώσει ένα φορτίο, σε έναν βαθμό όμως, χωρίς να αλλοιωθεί. Στο Κέντρο έχουμε ένα σύνθημα από τον Σιμωνίδη: "Γλώσσα νωμάν". Δηλαδή: "Να χειρίζεται, να καλλιεργείς, να αγαπάς τη γλώσσα"».
Για τη «διάσωση» της ελληνικής γλώσσας, λένε οι επιστήμονες, έχει μεγάλη ευθύνη το σχολείο. Όσο «δουλεύουμε» τη γλώσσα στο σχολείο με πάθος και αφοσίωση, τόσο περισσότερο την εμπεδώνουμε, την κατακτούμε, τη διατηρούμε. «Η γλώσσα και τα μαθηματικά είναι σημαντικά εργαλεία, στα οποία πρέπει να εντρυφήσουν τα παιδιά μας» σημειώνουν και οι εκπαιδευτικοί.
«Με την καλλιέργεια της γλώσσας εμπεδώνονται οι τάσεις της, που στηρίζονται στην παράδοση και την ιστορία μας. Όσο καλύτερα μαθαίνουμε από μικρή ηλικία τη γλώσσα, τόσο πιο σώφρονες χρήστες της θα είμαστε, όταν τελειώσουμε με τις σπουδές μας και τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχουμε να διατηρηθεί το ήθος της» τονίζει ο καθηγητής Ι. Καζάζης.
Η υπουργός Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, αποφάσισε προσφάτως να αναβαθμίσει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Η διασύνδεση του Κέντρου με τα 400 σημεία σ΄ ολόκληρο τον κόσμο, όπου διδάσκεται και πιστοποιείται η ελληνική γλώσσα, είναι ένας από τους στόχους.
Η υπουργός τόνισε πως «η γλώσσα είναι στο επίκεντρο του νέου σχολείου. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στους απόδημους της τρίτης και τέταρτης γενιάς πρέπει να ενισχυθεί. Η ύλη που θα διδάσκεται στα σχολεία των αποδήμων δίδει έμφαση στην ελληνική γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό.
Η ελληνική γλώσσα στο εσωτερικό της χώρας γίνεται ένας κρίκος συνοχής, καθώς διδάσκεται σε παλιννοστούντες και μετανάστες, οι οποίοι βρίσκονται σε υψηλά ποσοστά στην Ελλάδα. Όλα αυτά, όπως και οι νέες τεχνολογίες που ενσωματώνονται στο σχολείο, απαιτούν μια ισχυρή οργάνωση για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στο εσωτερικό και εξωτερικό».
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα αξιοποιώντας τη γλώσσα επιχειρεί να τη μετατρέψει σε όχημα συνοχής στο εσωτερικό και εξωτερικό. Ας μην αγνοούμε ότι τα τελευταία χρόνια, υπάρχει τάση ατονίας της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό. Πολύ απασχόλησε, άλλωστε, τους ειδικούς επιστήμονες, το ενδεχόμενο να κλείσει η Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο Λονδίνο. Όμως, ο κίνδυνος αποσοβήθηκε, καθώς η Αν. Διαμαντοπούλου αποφάσισε ότι πρέπει να ενισχυθούν μαζί με τη συγκεκριμένη έδρα και άλλες, σε διαφορετικές χώρες.
Με αυτές τις σκέψεις, άλλωστε, η υπουργός αποφάσισε την αναβάθμιση του Κέντρου, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία χρόνια είχε περάσει σε αφάνεια, αν και έχει ιδρυθεί από το 1994, ως εποπτευόμενο ίδρυμα από το Υπουργείο Παιδείας.
Σύμφωνα με το «ιδρυτικό» σκεπτικό του, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, λειτουργεί ως συντονιστικό και επιτελικό όργανο του Υπουργείου Παιδείας σε θέματα γλωσσικής πολιτικής, με άξονα τις παρακάτω βασικές αρχές:
Είναι ίδρυμα επιστημονικής περιγραφής και τεκμηρίωσης των τάσεων της νεοελληνικής γλώσσας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Προς τον σκοπό αυτόν ακολουθείται αυστηρώς επιστημονική μέθοδος, αποκλείεται επομένως εξαρχής κάθε είδους ιδεολογική προκατάληψη για τις τύχες της νέας ελληνικής γλώσσας.
«Το Κέντρο δεν θεωρεί την παρούσα φάση της ελληνικής γλώσσας, συγκριτικώς και απολύτως ημαρτημένη, και επομένως διορθωτέα με βάση τα γλωσσικά πρότυπα του παρελθόντος. Το Κέντρο εκτιμά ότι η καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας συντελείται όχι με κανονιστικούς περιορισμούς, αλλά με τη σοβαρή μελέτη της σε όλο το συγχρονικό εύρος και το ιστορικό της βάθος, κυρίως με τη σπουδή υποδειγματικών κειμένων».
Αποστολή του είναι η έρευνα της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, η έρευνα της γλωσσικής αγωγής και πολιτικής, η πιστοποίηση επάρκειας της ελληνομάθειας, η παραγωγή ερευνητικό και διδακτικού υλικού και ό,τι άλλο συντελεί στην προβολή και διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Επιπλέον, η γλωσσική στήριξη και αρωγή των παλιννοστούντων και του αποδήμου ελληνισμού, και τέλος η ενίσχυση των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα στο εσωτερικό και εξωτερικό.
Άλλωστε, στο πλαίσιο της προσπάθειας για προβολή και στήριξη της ελληνικής γλώσσας, το υπουργείο υλοποιεί από κοινού με το Κέντρο, το πάγιο αίτημα των απανταχού ελληνόγλωσσων και ελληνομαθών, δηλαδή, τη θεσμοθέτηση και τη χορήγηση ενός κρατικού τίτλου πιστοποίησης ελληνομάθειας.
Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας έχει τη συνολική εποπτεία και ευθύνη της εξεταστικής διαδικασίας, μέσω της οποίας χορηγείται το Πιστοποιητικό Ελληνομάθειας. Οι εξετάσεις διεξάγονται σε εξεταστικά κέντρα που έχει αναγνωρίσει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Οι υποψήφιοι εξετάζονται σε 4 επίπεδα γλωσσικής επάρκειας και αξιολογούνται σε 4 δεξιότητες, στην κατανόηση και παραγωγή γραπτού κειμένου και στην κατανόηση και παραγωγή προφορικού λόγου. Αυτή τη χρονική περίοδο, κάθε χρόνο, απονέμονται οι τίτλοι πιστοποίησης στους επιτυχόντες στις εξετάσεις του Ιουλίου.
Τα οφέλη της απόκτησης του Πιστοποιητικού Ελληνομάθειας είναι πολλά: Δίδεται η δυνατότητα στον κάτοχό του να κατοχυρώσει επισήμως το επίπεδο επάρκειας της ελληνομάθειάς του, με οποιαδήποτε τυπική, ή άτυπη, μορφή εκπαίδευσης και αν έχει διδαχθεί την ελληνική γλώσσα, ακόμη και στο σπίτι του.
Επιτρέπει σε ομογενείς και αλλογενείς να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, εντός και εκτός της επικράτειας, εφόσον έτσι θα έχουν ικανοποιήσει βασικό προαπαιτούμενο που θέτει η ελληνική πολιτεία για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων στην Ελλάδα από ομογενείς, αλλοδαπούς, μετανάστες (ειδικότερα, για διορισμό ατόμων από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέσεις ελληνικού Δημοσίου), και να εγγράφονται σε ελληνικά Α.Ε.Ι..
Τέλος, σημειώνεται ότι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, εργάζονται 20 ερευνητές και διοικητικοί υπάλληλοι, 40 αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί, από τους οποίους έχουν αναδειχθεί 17 καθηγητές Πανεπιστημίου τα τελευταία χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου