ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟ, ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΖΟΒΑΡΑΣ. | Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010 [ 21:38 ]
Επειτα από μία δεκαετία οικουμενικής χρήσης το Internet εμφανίζει το πρώτο του πραγματικό πρόβλημα: Τη διαχείριση του ψηφιακού μας παρελθόντος. Κάποιοι μάλιστα προβλέπουν ότι στο μέλλον οι άνθρωποι θα αλλάζουν ακόμα και όνομα για να γλιτώσουν από αυτό...
Ηταν νευριασμένη, βαριόταν, δεν είχε υπομονή και πάνω από όλα ήταν έφηβη. Γυρίζοντας από το σχολείο, άνοιξε τον υπολογιστή, μπήκε στο Facebook και έβγαλε το άχτι της. Εγραψε «Μισώ τη διευθύντρια» και περίμενε αντιδράσεις. Αν ήταν στο προαύλιο του σχολείου, μάλλον θα έβρισκε θετική ανταπόκριση, ίσως και να τη θεωρούσαν μετριοπαθή. Επειδή όμως εκφράστηκε σε ένα (πολύ) μεγαλύτερο κοινό, λίγες ημέρες μετά υπέστη τις αυστηρές συνέπειες: Αποβλήθηκε διά παντός από το συγκεκριμένο σχολείο. Το περιστατικό συνέβη πριν από έξι μήνες στη λεβεντογέννα Κρήτη και απέδειξε ότι τίποτε δεν μένει κρυφό όταν μιλάει ο ψηφιακός εαυτός μας.
Η κατάσταση είναι χειρότερη στη λιγότερο ανεκτική Πενσυλβανία των ΗΠΑ. Και φανταστείτε ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν μιλάμε καν για μίσος, αλλά για μια απλή επίδειξη. Η Στέισι Σνάιντερ, μια συνηθισμένη αμερικανίδα φοιτήτρια, παρουσιάστηκε στη σελίδα της στο MySpace με τον τρόπο που το κάνουν οι περισσότεροι αμερικανοί φοιτητές: Ανέβασε μία φωτογραφία που την απεικόνιζε να πίνει κάτι απροσδιόριστο από ένα ποτήρι, με τα μάτια γλαρωμένα, σε πάρτι κάποιας αδελφότητας. Φορούσε ένα καπέλο πειρατή και γι’ αυτό ονόμασε με ειλικρινή, επιδεικτική διάθεση τη φωτογραφία «Ο μεθυσμένος πειρατής». Αυτή η μετεφηβική, μεθυσμένη ανεμελιά ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ενήλικης ζωής της. Τρία χρόνια μετά, ο πρύτανης του Πανεπιστήμιου Μίλερσβιλ ενημερώθηκε για την ύπαρξη της ξεχασμένης φωτογραφίας από έναν ηθικολόγο ανταγωνιστή της, έναν τύπο που απλώς μετέφερε την πληροφορία, και αρνήθηκε να της δώσει πτυχίο δασκάλας. «Με τέτοια δημόσια εικόνα δεν μπορεί να διδάσκει σε παιδιά» ήταν το σκεπτικό του. Η Σνάιντερ πλέον εργάζεται – ίσως με εκδικητική διάθεση – ως υπεύθυνη ανθρώπινου δυναμικού, ωστόσο διαβάζοντας τις ειδήσεις ίσως και να αισθάνεται ευτυχής. Εκείνη τουλάχιστον δεν συνελήφθη.
Οπως ο 26χρονος Πολ Τσίμπερς, ένας από τους εκατοντάδες ταλαιπωρημένους επιβάτες του αεροδρομίου «RobinHood» στο Ντόνκαστερ της Βρετανίας. Οταν έμαθε ότι το αεροδρόμιο είχε κλείσει λόγω θύελλας, μπήκε στο Twitter και έγραψε «Το αεροδρόμιο έκλεισε. Πετάω σε μία εβδομάδα. Αν δεν ανοίξει άμεσα, θα το ανατινάξω». Μία εβδομάδα μετά, όταν πήγε στο αεροδρόμιο, δεν ανατίναξε τίποτε. Απλώς συνελήφθη και ανακρίθηκε για επτά ώρες από την αστυνομία. Αφέθηκε ελεύθερος με συστάσεις και πολλές δεύτερες σκέψεις για το πόσο ομιλητικός και ελεύθερος μπορείς να νιώθεις από το σκοτεινό δωμάτιό σου, την ώρα που μιλάς όχι μόνο στους φίλους σου, αλλά σε όλον τον κόσμο.
Τα παραδείγματα είναι τόσο πολλά όσο και το μέγεθος του Ιnternet – ίσως και της σοβαροφάνειας ενός όλο και πιο φοβισμένου, όλο και πιο συντηρητικού κόσμου. Υπάρχουν δεκάδες άνθρωποι που έχασαν τη δουλειά τους επειδή έγραψαν «βαριέμαι οικτρά...» στο status τους στο Facebook. Υπάρχει επίσης η περίπτωση του 66χρονου ψυχοθεραπευτή που όταν προσπάθησε να μπει στις ΗΠΑ από τον Καναδά, του απαγορεύτηκε διά παντός η είσοδος στη χώρα, επειδή μια απλή αναζήτηση του ονόματός του στο Google έφερε στην επιφάνεια τα επιστημονικά πειράματα που είχε κάνει με LSD τη λιγότερο περίπλοκη δεκαετία του 1960. Και αν όλα αυτά φαίνονται μακρινά από την ελληνική πραγματικότητα, υπάρχουν και άλλες ελληνικές ιστορίες, παρόμοιες με αυτήν της παρορμητικής έφηβης από την Κρήτη. Οπως του γενικού γραμματέα που επιλέχθηκε από τον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά έμεινε στη θέση του μόνο μία ημέρα, επειδή αποκαλύφθηκαν στον λογαριασμό του στο Facebook εκφράσεις κάθε άλλο παρά πολιτικώς ορθές. Οπως της αστυνόμου που αποτάχθηκε επειδή ανέβαζε φωτογραφίες «σε αναξιοπρεπή και ανάξια συμπεριφορά για την ιδιότητά της», σύμφωνα με το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Και να πει κανείς ότι δεν τους είχαν προειδοποιήσει...
Με τον στόμφο του πραγματικού πλανητάρχη και τον κυνισμό που «επιβάλλεται» να συνοδεύει το 55χρονο αφεντικό της Google, ο Ερικ Σμιντ μίλησε πρόσφατα στη «WallStreetJournal» και προέβλεψε: «Στο μέλλον θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες ώστε ένας έφηβος να μπορεί να αλλάζει το όνομά του μετά την ενηλικίωση. Είναι ο μόνος τρόπος για να αποστασιοποιηθεί από διάφορες ταπεινωτικές για την ενήλικη ζωή του φωτογραφίες που είναι στατιστικά βέβαιο ότι θα αναρτήσει σε κάποια υπηρεσία κοινωνικής δικτύωσης». Στη συγκεκριμένη συνέντευξη οι περισσότεροι στάθηκαν στις αμετροεπείς, αλλά όχι και τόσο μακρινές από την πραγματικότητα δηλώσεις του «οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ρωτάνε το Google, αλλά θέλουν το Google να τους πει τι να ρωτήσουν», «στο μέλλον, κανείς δεν θα μπορεί να κρυφτεί από το Google. Θα ξέρουμε ποιοι είναι, τι κάνουν στη ζωή τους, ποιους φίλους έχουν και θα τους λέει πότε να ψωνίσουν και τι». Οταν ο δημοσιογράφος τόλμησε να τον ρωτήσει για ποιον λόγο θα έπρεπε κάτι κακό να κυνηγάει κάποιον σε όλη του τη ζωή, η απάντηση ήταν τόσο ψυχρή όσο αναμενόταν από έναν από τους πιο δυνατούς ανθρώπους στον κόσμο: «Αν δεν θέλεις να μαθευτεί κάτι που έχεις κάνει, καλύτερα να μην το έκανες από την αρχή».
Ολα αυτά είναι αρκετά οργουελικά, ανησυχητικά και σχεδόν τρομακτικά για το μέλλον. Ο σκοπός όμως δεν είναι η κινδυνολογία και ο φόβος σχετικά με το Internet που αποδεδειγμένα έχει να προσφέρει περισσότερο θετικά, παρά αρνητικά. Αλλωστε, η κακή φήμη δεν είναι ένας νέος φόβος. Οι κίνδυνοι σπίλωσης της υστεροφημίας υπήρχαν πολύ καιρό πριν από το Internet. Οταν ο Γουίνστον Τσόρτσιλ διαπίστωνε ότι ένα ψέμα έχει κάνει τον γύρο του κόσμου προτού καν η αλήθεια βάλει το παντελόνι της, δεν εννοούσε τις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, αλλά το πατροπαράδοτο κουτσομπολιό. Τώρα όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Σίγουρα δεν γίνεται να απομακρυνθεί κανείς από τον υπολογιστή του. Ισως όμως θα πρέπει να σκεφτεί το manual λειτουργίας του με άλλον τρόπο. Υπάρχουν σχετικοί καθοδηγητές.
Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ με τον σαφή τίτλο «Delete: Η δύναμη της λήθης στην ψηφιακή εποχή», ο Βίκτορ Μάγερ Σόνεμπεργκ εντοπίζει τη σημασία του να «σβήνει κάποιος τις μνήμες που έχει δημιουργήσει στην ψηφιακή εποχή. Η σημασία είναι παρόμοια και στην κανονική κοινωνία, αλλά η περιορισμένη μνήμη του ανθρώπινου εγκεφάλου έδινε μέχρι στιγμής τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αλλάξει, να κρυφτεί, να μετανοήσει. Στην ψηφιακή εποχή, αν δεν γίνει κάτι δραστικό, μια παλιά αμαρτία θα κρέμεται πάντα, ανεξίτηλα και απειλητικά, πάνω από το κεφάλι του».
Στην ιστορία του ανθρώπινου γένους η σημασία του να επανεφεύρεις τον εαυτό σου ήταν μόνιμη. Παλαιότερα, μια μετανάστευση, μια μετακόμιση σε άλλη περιοχή ή πόλη, μπορούσαν να οδηγήσουν έναν άνθρωπο να δημιουργήσει τον νέο – βελτιωμένο, χειρότερο ή απλώς ανανεωμένο – εαυτό του. Πλέον, η χιλιομετρική απόσταση δεν παίζει ρόλο. Με μια μηχανή αναζήτησης όλα είναι συγχρόνως πιο εύκολα και πιο περίπλοκα. Ειδικά στην εποχή που οι άλλοτε συντηρητικοί με τη δημόσια ηλεκτρονική εικόνα τους άνθρωποι όλο και πιο εύκολα απαντούν στις επιτακτικές ερωτήσεις του Facebook (Τι σκέφτεστε;), του Twitter (Τι κάνεις τώρα;), του Foursquare (Πού είστε;) αλλά και όλο και περισσότερων site κοινωνικής δικτύωσης. Ερωτήματα που αφορούν τις πολιτικές απόψεις, τη διάθεση, τη δουλειά, το τι έφαγαν για μεσημεριανό, ακόμη και πόσες μπίρες ήπιαν σε εκείνο το beachbar, απευθύνονται σε χρήστες όλο και πιο πρόθυμους να απαντήσουν.
Οι φωνές αντίδρασης δεν είναι ιδιαίτερα δυνατές. Εκφράζουν όμως μια διορατική εικόνα του φαινομένου. Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον δουλεύουν πάνω σε μια εφαρμογή που ονομάζεται Vanish (εξαφάνιση), η οποία έχει στόχο να αναζητεί το παρελθόν του χρήστη, τις φωτογραφίες, τα e-mail, τις συναλλαγές και όλο το αρχειακό υλικό που αποθηκεύεται στους δίσκους κάθε site, τo οποίo είχε επισκεφθεί επώνυμα, και να τα σβήνει, παραδίδοντας τον πολίτη λευκό στο ενδεχόμενο να καθορίσει το μέλλον του, μακριά από το ενοχλητικό παρελθόν του.
Για πρώτη φορά, ο άνθρωπος δεν κρίνεται από αυτά που φοράει, από αυτά που λέει, από τον τρόπο με τον οποίο κινείται και φέρεται, αλλά και από τη φήμη του, που δεν εξαρτάται απαραίτητα από όσα ο ίδιος έχει εκθέσει για τον εαυτό του. Στο πραγματικό Ελ Ντοράντο που είναι ο κόσμος του Internet, η δράση φέρνει αντίδραση και επιχειρηματικές ευκαιρίες. Οπως τις δεκάδες εταιρείες «διαχείρισης της ιντερνετικής φήμης» που έχουν ξεπηδήσει, επιβιώσει και ορισμένες φορές γιγαντωθεί. Η πιο διαδεδομένη από αυτές είναι ο ReputationDefender (υπερασπιστής φήμης), που με ένα λογικό ποσό αναλαμβάνει να σβήσει, να γράψει ή απλώς να διορθώσει οτιδήποτε έχει γραφτεί για τον ενδιαφερόμενο πελάτη στο Intenet. Με την υστερία στην Αμερική να εξαπλώνεται, με τους υπεύθυνους ανθρώπινου δυναμικού να ζητάνε από τους υποψήφιους υπαλλήλους να ανοίξουν μπροστά τους τη σελίδα τους στο Facebook, η εταιρεία έχει διαρκώς αυξανόμενη φήμη. Με ένα ποσό που ξεκινά από τα 10 δολάρια στις απλές περιπτώσεις, ο ReputationDefender αναλαμβάνει να εντοπίσει τα αρνητικά που έχουν γραφτεί στο Διαδίκτυο και είτε ζητεί να σβηστούν είτε τα ωθεί στις πίσω σελίδες του, έτσι ώστε στην πρώτη αναζήτηση να προκύπτει θετική εικόνα.
Στην Ελλάδα τι ακριβώς συμβαίνει; Ο Μανώλης Σφακιανάκης, διευθυντής του δραστήριου Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, έχει ορισμένες απαντήσεις: «Η νομοθεσία είναι συνήθως πιο πίσω από την τεχνολογία. Μερικές φορές η αλόγιστη χρήση του Facebook και η δημοσιοποίηση φωτογραφιών μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να σχηματίσουν κάποιοι γνώμη. Μόνο γνώμη, όμως. Ο νόμος περί προσωπικών δεδομένων τιμωρεί όσους καταστρατηγούν και εκμεταλλεύονται οτιδήποτε υπάρχει στο Internet χωρίς την έγκρισή τους. Το μυστικό είναι η καταγγελία: Για οτιδήποτε αντιληφθεί οποιοσδήποτε δεν πρέπει να ντραπεί να έρθει σε επικοινωνία με την Aστυνομία».
Εκτός από τον νόμο, όμως, υπάρχει και ο (ενίοτε πιο αυστηρός και πάντα πιο εύκολο να εφαρμοστεί) νόμος της αγοράς. «Στην Ελλάδα η διαχείριση δικτυακής φήμης των μεγάλων εταιρειών είναι ανύπαρκτη» διαπιστώνει ο Γιώργος Χαραλαμπάκης, ειδικός στο μάρκετινγκ του Ιnternet. «Με μία απλή αναζήτηση των μεγάλων ελληνικών brands στο Google, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι την ώρα που μεγάλες εταιρείες δίνουν σημαντικά ποσά στη διαφήμιση, υπονομεύονται από τα ελεύθερα και ενδεχομένως κακόβουλα σχόλια του Internet. Το ίδιο ισχύει και για πολιτικούς οι οποίοι, φτιάχνοντας ένα site, νομίζουν ότι διείσδυσαν στην ψηφιακή εποχή».
Το τελικό συμπέρασμα παραμένει τόσο χαώδες όσο και το ίδιο το Διαδίκτυο. Τόσο αχανής ψηφιακός χώρος και τόσο μικρή απόσταση από το ιδιωτικό στο δημόσιο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, προτού δημοσιευτεί εκείνη η φωτογραφία ενός μεθυσμένου εαυτού από τις ανέμελες διακοπές, ίσως θα πρέπει να υπάρξει περισσότερη σκέψη και λιγότερος ενθουσιασμός. Εκτός από την υστεροφημία, θα έκανε καλό και στην αισθητική μας.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 516, σελ. 42-45, 05/09/2010.
http://www.tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου