Ο καρκίνος του μαστού είναι η πιο κοινή μορφή καρκίνου στις γυναίκες. Περισσότερες από ένα εκατομμύριο περιπτώσεις διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο στον κόσμο. Επιπλέον, ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί την πέμπτη πιο συνηθισμένη μορφή καρκίνου στις ανεπτυγμένες χώρες.
Περίπου 23.000 γυναίκες σε όλο τον κόσμο διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο, ενώ 130.000 πεθαίνουν από καρκίνο των ωοθηκών. Οι περισσότερες γυναίκες μαθαίνουν τη διάγνωση με καθυστέρηση, όταν πια ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί, επειδή τα συμπτώματά του δεν είναι άμεσα αισθητά.
Νέες έρευνες ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, οι οποίες βοηθούν την ιατρική κοινότητα να κατανοήσει περισσότερο αυτά τα δύο είδη καρκίνου.
Μια μεγάλη διεθνής ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τον Αντώνη Αντωνίου του Κέντρου Γενετικής Επιδημιολογίας Καρκίνου του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Κέιμπριτζ, προχώρησε σε μια σημαντική ανακάλυψη, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια περιοχή του γενετικού κώδικα (DNA) που μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τον υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Πιο συγκεκριμένα, όσες γυναίκες έχουν ένα συγκεκριμένο ελαττωματικό γονίδιο, το γονίδιο BRCA 1, παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Ωστόσο, ο κίνδυνος, όπως διαπίστωσε η νέα μελέτη, εξαρτάται επίσης από το κατά πόσο μια γυναίκα, εκτός από αυτό το γονίδιο, διαθέτει ή όχι ένα επιπρόσθετο γενετικό παράγοντα αυξημένου κινδύνου σε μια περιοχή του DNA με την ονομασία 19p13.
Εκτιμάται ότι οι γυναίκες που έχουν το γονίδιο BRCA 1, σε ποσοστό 65% κατά μέσο όρο θα παρουσιάσουν καρκίνο του μαστού, ενώ σε ποσοστό περίπου 40% θα εμφανίσουν καρκίνο των ωοθηκών, μέχρι την ηλικία των 70 ετών. Αν μια γυναίκα, εκτός από το BRCA 1, διαθέτει και τη «γενετική παραλλαγή αυξημένου κινδύνου» της περιοχής 19p13 του DNA, τότε οι πιθανότητες για εμφάνιση καρκίνου αυξάνονται.
Στην παραπάνω έρευνα για τον καρκίνο του μαστού συμμετείχαν και άλλοι δύο Έλληνες επιστήμονες͘: ο Δρακούλης Γιαννουκάκος από το Εργαστήριο Μοριακής Διαγνωστικής του Ινστιτούτου Ραδιοϊσοτόπων του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», και ο ογκολόγος Γιώργος Φουντζίλας από το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και την Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», σύμφωνα με το BBC και τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό. Μάλιστα συνοδεύεται από δύο άλλες μελέτες στο ίδιο περιοδικό, οι οποίες συνδέουν την ίδια περιοχή 19p13 του DNA και άλλες τέσσερις με τον αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών.
Η πρώτη μελέτη ανέλυσε τον πλήρη γενετικό κώδικα 2.300 γυναικών που διέθεταν ελαττωματικά γονίδια BRCΑ 1. Μερικές είχαν εμφανίσει καρκίνο του μαστού πριν από την ηλικία των 40 ετών, ενώ άλλες όχι. Μόνο το 50% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού αποδίδεται στο συγκεκριμένο γονίδιο, όμως η περιοχή 19p13 ( εκεί που βρίσκεται στο 19ο χρωμόσωμα) φαίνεται να έχει ευρύτερη σημασία, ακόμα κι αν η γυναίκα δεν διαθέτει το μεταλλαγμένο γονίδιο BRCA 1.
«Βρήκαμε μια περιοχή του DNA που λειτουργεί ως διακόπτης ελέγχου του ήχου, αυξομειώνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού από το γονίδιο BRCA 1» δήλωσε ο Αντωνίου. Επίσης, πρόσθεσε πως η συγκεκριμένη ανακάλυψη είναι το πρώτο βήμα σε μια πολύ μεγαλύτερη μελέτη, προκειμένου να εντοπισθούν γενετικοί παράγοντες που μεταβάλλουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που φέρουν τις μεταλλάξεις του BRCA 1, και η οποία τελικά μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να αξιολογούν τον κίνδυνο για κάθε γυναίκα και να παρακολουθούν την ασθένεια.
Η δεύτερη μελέτη, υπό τον Σίμον Γκέιθερ του πανεπιστημίου University College του Λονδίνου, διαπίστωσε ότι η ίδια περιοχή 19p13 του DNA αυξάνει, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τον καρκίνο του μαστού, τον κίνδυνο για τον καρκίνο των ωοθηκών στις γυναίκες που δεν έχουν το ελαττωματικό γονίδιο BRCA 1.
Σύμφωνα με μιά τρίτη έρευνα, επικεφαλής της οποίας είναι ο καθηγητής Άντριου Μπέρτσουκ του αμερικανικού πανεπιστημίου Ντιουκ, υπάρχουν ακόμη τέσσερις γενετικές περιοχές που αυξάνουν τον κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών στο γενικό πληθυσμό των γυναικών.
Στη δεύτερη και στην τρίτη μελέτη συμμετείχαν επίσης οι ελληνικής καταγωγής ερευνητές Μαρία Νοταρίδου του Τμήματος Γυναικολογικής Ογκολογίας του University College London και Αργύριος Ζιόγκας του Τμήματος Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ιρβάιν.
Περίπου 23.000 γυναίκες σε όλο τον κόσμο διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο, ενώ 130.000 πεθαίνουν από καρκίνο των ωοθηκών. Οι περισσότερες γυναίκες μαθαίνουν τη διάγνωση με καθυστέρηση, όταν πια ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί, επειδή τα συμπτώματά του δεν είναι άμεσα αισθητά.
Νέες έρευνες ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, οι οποίες βοηθούν την ιατρική κοινότητα να κατανοήσει περισσότερο αυτά τα δύο είδη καρκίνου.
Μια μεγάλη διεθνής ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τον Αντώνη Αντωνίου του Κέντρου Γενετικής Επιδημιολογίας Καρκίνου του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Κέιμπριτζ, προχώρησε σε μια σημαντική ανακάλυψη, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια περιοχή του γενετικού κώδικα (DNA) που μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τον υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Πιο συγκεκριμένα, όσες γυναίκες έχουν ένα συγκεκριμένο ελαττωματικό γονίδιο, το γονίδιο BRCA 1, παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Ωστόσο, ο κίνδυνος, όπως διαπίστωσε η νέα μελέτη, εξαρτάται επίσης από το κατά πόσο μια γυναίκα, εκτός από αυτό το γονίδιο, διαθέτει ή όχι ένα επιπρόσθετο γενετικό παράγοντα αυξημένου κινδύνου σε μια περιοχή του DNA με την ονομασία 19p13.
Εκτιμάται ότι οι γυναίκες που έχουν το γονίδιο BRCA 1, σε ποσοστό 65% κατά μέσο όρο θα παρουσιάσουν καρκίνο του μαστού, ενώ σε ποσοστό περίπου 40% θα εμφανίσουν καρκίνο των ωοθηκών, μέχρι την ηλικία των 70 ετών. Αν μια γυναίκα, εκτός από το BRCA 1, διαθέτει και τη «γενετική παραλλαγή αυξημένου κινδύνου» της περιοχής 19p13 του DNA, τότε οι πιθανότητες για εμφάνιση καρκίνου αυξάνονται.
Στην παραπάνω έρευνα για τον καρκίνο του μαστού συμμετείχαν και άλλοι δύο Έλληνες επιστήμονες͘: ο Δρακούλης Γιαννουκάκος από το Εργαστήριο Μοριακής Διαγνωστικής του Ινστιτούτου Ραδιοϊσοτόπων του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», και ο ογκολόγος Γιώργος Φουντζίλας από το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και την Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», σύμφωνα με το BBC και τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό. Μάλιστα συνοδεύεται από δύο άλλες μελέτες στο ίδιο περιοδικό, οι οποίες συνδέουν την ίδια περιοχή 19p13 του DNA και άλλες τέσσερις με τον αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών.
Η πρώτη μελέτη ανέλυσε τον πλήρη γενετικό κώδικα 2.300 γυναικών που διέθεταν ελαττωματικά γονίδια BRCΑ 1. Μερικές είχαν εμφανίσει καρκίνο του μαστού πριν από την ηλικία των 40 ετών, ενώ άλλες όχι. Μόνο το 50% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού αποδίδεται στο συγκεκριμένο γονίδιο, όμως η περιοχή 19p13 ( εκεί που βρίσκεται στο 19ο χρωμόσωμα) φαίνεται να έχει ευρύτερη σημασία, ακόμα κι αν η γυναίκα δεν διαθέτει το μεταλλαγμένο γονίδιο BRCA 1.
«Βρήκαμε μια περιοχή του DNA που λειτουργεί ως διακόπτης ελέγχου του ήχου, αυξομειώνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού από το γονίδιο BRCA 1» δήλωσε ο Αντωνίου. Επίσης, πρόσθεσε πως η συγκεκριμένη ανακάλυψη είναι το πρώτο βήμα σε μια πολύ μεγαλύτερη μελέτη, προκειμένου να εντοπισθούν γενετικοί παράγοντες που μεταβάλλουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που φέρουν τις μεταλλάξεις του BRCA 1, και η οποία τελικά μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να αξιολογούν τον κίνδυνο για κάθε γυναίκα και να παρακολουθούν την ασθένεια.
Η δεύτερη μελέτη, υπό τον Σίμον Γκέιθερ του πανεπιστημίου University College του Λονδίνου, διαπίστωσε ότι η ίδια περιοχή 19p13 του DNA αυξάνει, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τον καρκίνο του μαστού, τον κίνδυνο για τον καρκίνο των ωοθηκών στις γυναίκες που δεν έχουν το ελαττωματικό γονίδιο BRCA 1.
Σύμφωνα με μιά τρίτη έρευνα, επικεφαλής της οποίας είναι ο καθηγητής Άντριου Μπέρτσουκ του αμερικανικού πανεπιστημίου Ντιουκ, υπάρχουν ακόμη τέσσερις γενετικές περιοχές που αυξάνουν τον κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών στο γενικό πληθυσμό των γυναικών.
Στη δεύτερη και στην τρίτη μελέτη συμμετείχαν επίσης οι ελληνικής καταγωγής ερευνητές Μαρία Νοταρίδου του Τμήματος Γυναικολογικής Ογκολογίας του University College London και Αργύριος Ζιόγκας του Τμήματος Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ιρβάιν.
zougla.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου