Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

~ * ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ΄ΑΣΤΡΑ * ~





Κεφάλαιο τελευταίο

Ο δρόμος, που σε πάει στους γκρεμούς και στ' ανάθεμα, ξεκινάει από παντού. Τώρα πια δρόμους και μοίρες και χαμούς, όλα...- τα διαλέξανε γι' αυτόν άλλοι. Γράμματα; Όχι, δεν ήταν πια βολετό να μάθει... Λοιπόν. Χτίσε τη ζωή σου με τούβλα, με βιβλία δε σ' αφήνουν. Πότισε τα χαρτιά σου με φαρμάκι, με μελάνι δεν μπορείς.
Ξύπνησε πρωί. είχε να κάνει πολλές ετοιμασίες, ν' αφήσει πολλά “έχε γεια”. Στην κατώγα η ψυχή του δέθηκε. Ήξερε... Κείνο το σφίξιμο του χεριού θα ήταν το τελευταίο. Κείνη η αγκαλιά, που θα τον έζωνε μέσα της, θα κρύωνε σε λίγο για πάντα...
Ο γέρος τον γνώρισε απ' τις πατημασιές του και σύρθηκε στην πιο σκοτεινή γωνιά της κατώγας. Δεν ήθελε να τον δει το παιδί έτσι ρημαγμένον. “Γιατί να του φορτώσω την ψυχούλα του και μ' άλλο κλάμα;... Μακρύ δρόμο έχει να κάνει...”
Μέλιος: Εδώ είσαι παππού;... Δε σε βρίσκω!
Ο γέρος γελοκαμώθηκε τάχα. Πήγε να το γυρίσει στο χωρατό.
γέρος: Χα χα... Χυθήκανε και σένα τα μάτια σου απ' τα γερατειά; Εδώ 'μαι, στ' απάγκιο. Όξω είναι χαρά θεού. ε;... Χμ... χαρά θεού και λύπηση ανθρώπου... Γιατί εσύ πας, γιε... Πας και δε σε ματαβλέπω.
Μέλιος: -Μα θα ξανάρθω, παππού.
γέρος: -Μη!!! ξεφώνισε ο γέρος με πόνο. Δε θέλω!... Τα δάκρυα είναι αρμυρά, και θα μαράνουν το χορταράκι στο μνήμα μου. Δε θέλω να ματαρθεις! Ποιον θα βρεις; Εγώ με τη Ζουμπούλια μου θα λείπουμε... Η κορασιά... την ξαποστείλανε οι μαύροι άνθρωποι στην άκρη του ντουνιά. Έλα τώρα... μη σε παίρνει η φούσκωση. Θα την πάρεις μαζί σου, μες στα φυλλοκάρδια σου, και θα την περπατάς στα ξένα. Να 'χεις μονάχα το νου σου, γιατί η αγάπη είναι φαρφουρένια... Και να μην περνάς απ' αγκαθότοπους. Το κρεατάκι του κοριτσιού είναι πολύ κοντά στο κόκαλο και σκίζεται εύκολα. Κι άλλα πολλά θέλω να σου πω... Περπατά στο δρόμο σαν άτι! Μη σκύβεις. Κάτω είναι γιομάτο σκουπίδια και λέσια. Έχε έγνοια στα χέρια σου. Το βλοημένο το χέρι ο θεός το 'δωκε για να κάνουμε “τόκα” κι όχι για να το βρομίζουμε με κείνο και με τ' άλλο. Κι έν' άλλο πράμα, γιε μου. να προσέχεις. Το καπάκι του ματιού το 'χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! Κοίτα την ανθρωπότη με ξέσκεπο μάτι... και θα σ' αγαπήσει. Γιατί εσύ, γιε... πιο πολύ απ' το καθετί, γεννήθηκες για την αγάπη. Τώρα φεύγα άξαφνα και μη γυρνάς πίσω να με δεις!
Μέλιος: -Τη βαβά;...
γέρος: -Καλά. Τράβα, αποχαιρέτα την κι αν τ' αντέξει... ο θεός βοηθός...
Ο Μέλιος δρασκέλισε το κατώφλι και σίμωσε στο μεντέρι της. Η γριά, μόλις την άγγιξε, σκεπάστηκε πάνω απ' το κεφάλι κι άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητό, σαν το κοριτσάκι που τ' άφησαν οι μεγάλοι μες στο σκοτάδι ολομόναχο και πήγαν στην εκκλησία.
Ο Μέλιος βγήκε έξω βουρκωμένος. Στο κατώφλι καθόταν ο γέρος ασάλευτος... παραδομένος σε κάτι πηχτό κι αξεδιάλυτο. Δεν τον άγγιξε. Πήγε μακριά κατά τις λεύκες, αγκάλιασε μια κι έτριψε πάνω της το μάγουλο του. Θαρρούσε, έτσι, πως αγκάλιαζε όλα τα γεροντάκια που αγάπησε... όλα τα έρημα δέντρα... Κι ακόμη... που αγκάλιαζε γλυκά, κείνην που έφυγε για πάντα απ' τα μάτια του.









Ύστερα έσυρε τα βήματα του και προχώρησε πλάι στην ακροποταμιά χέρι χέρι με το νερό. Τώρα είχε συντροφιά... Ένα άλλο παρόμοιο παιδάκι, που κυλούσε μαζί του μες στο υγρό μυστήριο... Έφτασε και στο σπιτάκι του συνοικισμού, να πάρει το μπογαλάκι του. Τα μάτια της κυρα-Ματούλας ήταν κλειστά απ' το πρήξιμο και μόνο το αλλήθωρο της άνοιγε πού και πού... σαν για να δείξει, πόσο άσκημος θα ήταν εδώ ο κόσμος από αύριο. Η Ερασμώ, μόλις την άγγιξε, την πήραν οι αναστεναγμοί.
Ερασμώ: -Αχ, αγοράκι... φως μου... γιατί μισεύεις...; Γιατί...;
Μέλιος: -Θα ξανάρθω Ερασμώ. Στ' ορκίζομαι.
Ερασμώ: -Ω, εγώ πλέον θα είμαι βαθιά στην κρύα γη.
Κι έτσι... όπως ήταν, σταύρωσε τα χέρια... και με τα μάτια κλειστά άρχισε να τραγουδά, με παραπονιάρικη φωνή, το πιο γλυκό τραγούδι της ζωής της.
Θα πάγω φως μου εις τα ξένα, θα μακρυνβώ δια παντός...
Σκούπισε τα μάτια της, αναστέναξε πιο βαθιά και συνέχισε:
Χωρίζει, η μοίρα τους ανθρώπους, τ' αηδόνια αλλάζουνε φωλιά, τα μάτια βλέπουν άλλους τόπους, μα δεν αλλάζει -φως μου- η καρδιά.
Ο Μέλιος ξέκοψε αργά, αργά... ξεκόλλησε απ' το σπιτάκι τούτο, που τόσο τον αγάπησε, και μπήκε στο φαρδύ δρόμο. Έφτασε κάτου στα κυπαρίσσια... Είχε και κει άλλες γνωριμίες, μεγάλες καρδιές, που είχαν γίνει χώμα... Κι άλλες γνωριμίες... μα δεν είχε άλλα δάκρυα. Ύστερα ξανάπιασε τη μεγάλη δημοσιά. Είχε αφήσει την πόλη πίσω του. Ξάφνου, πίσω από ένα σκίνο, σάλεψε ντροπαλά ένα κουναβίσιο κεφάλι.
Μέλιος: -Θωρή!... φώναξε...
Ο αρχηγός έφτασε κοντά του, κλοτσώντας την πιο μεγάλη πέτρα της ζωής του...
Θώρης: Γιατί φεύγεις, ρε;... του λέει πικρά.
Ο Μέλιος βούρκωσε. Δεν έβρισκε να πει λέξη και αναρούφηξε τη μύτη του.
Μέλιος: -Δε θα σε ξεχάσω πο...
Θώρης: -Δε παρατάς, τώρα τα σκυλοκλάματα! φώναξε ο “αρχηγός”, μες στα δάκρυα τοο. Είμαστε άντρες, ρε εμείς! Μόνο κείνο το κοοτάβι, ο Χαμωλίάς, δεν άντεξε, λέει, και πήγε να κλάψει στο κατώι τους. Αλλά εμείς είμαστε άντρες, ρε! Δεν είμαστε; Εσύ, όμως, γιατί, ρε Καντρά, φεύγεις; Κι έφυγε και κείνη... Το 'μαθες, ε;
Μέλιος: -Ναι...
Ο “αρχηγός” τράβηξε ένα κουμπί του σουρτούκου του και το έκοψε.
: -Το ξέρεις, ρε! φώναξε με αλλαγμένη φωνή. Την αγάπαγα!... Να... πιο πολύ κι απ' της μάνας μου τα κόκαλα. Κι αν ήσουν κανένας άλλος, θα σε σκότωνα.
Μέλιος: -Τώρα καταλαβαίνω τι φίλος ήσουνα...
Θώρης: -Φίλος;... Ούτε και ξέρεις τι φίλος ήμουνα. Εγώ κλαούριζα σαν γατί, ρε, τη μέρα που σ' έριξα στο ποτάμι.
Μέλιος: -Και γιατί δε μου το 'λεγες, ρε Θωρή;
Θώρης: -Ντρεπόμουνα ο παλιορουφιάνος!
Ο Μέλιος τον αγκάλιασε.
Μέλιος: Θωρή... Άντε, έχε... έχε γεια.
Ο Δακρυτζίκος χύθηκε απάνω του... τον αγκάλιασε... κι ύστερα...
Θώρης: Στο διάλο!... ξεφωνίζει, έτοιμος να χώσει μια μπουνιά μες στα μάτια τοο. Τι σκυλοκλαίμε, ρε τώρα, σαν γριάδια;... Α στο διάλο!...









Έδωσε μια κλοτσιά σε μια πέτρα κι έφυγε κατά την πόλη.
Τώρα ο Μέλιος έμεινε ολομόναχος. Ολομόναχος, αυτός κι ο παλιός του φίλος, ο δρόμος. Ο κάμπος σώπαινε, για να τον αφουγκραστεί. Το βοονό συλλογιζόταν αντίκρυ του θολό. Κάτι σκοτωμένο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ένα πουλί πέρασε νευρικά πάνω απ' το κεφάλι του, χύνοντας στον αέρα δυο άρρωστες νότες. Το απόβραδο κόπηκε απ' τις τελευταίες σπαθιές του ήλιου.
Του φάνηκε πως κάπνιζε κάτι που καιγόταν μακριά... Τα όνειρα, σαν καίγουνται, κάνουν βαριά μυρουδιά
Πήρε το δρόμο βιαστικά, πεισματικά, με δαγκαμένο στόμα. Τώρα είχε ανάγκη από πείσμα, για να πνίξει και να βουβάνει τα παράπονα του. Έφευγε... Κι έτρεχε ξοπίσω του η πόλη - μια αβάσταχτη ανάμνηση, που τον κυνηγούσε σαν λύκαινα. Έφευγε. Ώσπου μπήκε μες στη νύχτα, χάθηκε στην πίσσα της, σαν φτερό που πνίγεται μες στο μελάνι. Δεν άκουε πια τίποτα. Μόνο τα πόδια του του κρατούσαν συντροφιά...
Ώσπου -βαθιά στο μάκρος- ανέβηκαν μες στη νύχτα κάτι φωτιές. Σίγουρα κάποιοι ξεχέρσωναν απ' τα βάτα κάποιο χωράφι. Μα είχαν μιαν αγριάδα κείνες οι έρημες φωτιές, όπως φάνταζαν μες στον κάμπο, άδειον από φωνές και πατήματα. Μα όχι... Κάτι πατήματα ακούστηκαν κάπου εκεί κοντά. Ήταν αραιά και κάπως μπερδεμένα.
Φστ!.. Ει! ακούστηκε μια φωνή να τρυπάει τη νύχτα σαν σουβλιά.
Ο Μέλιος σταμάτησε. Ο άνθρωπος έβιασε το χαλασμένο του βήμα.
Ε...! ξανάκανε τώρα η φωνή, μια πιθαμή κοντά του. Πού γυροβολάς, βρε, μια χάψα άνθρωπος, μες στη νύχτα; Τοΰτη δω είναι η ώρα του δαιμόνου!
Ο Μέλιος δεν του μίλησε. Μύριζε δυνατό χωριάτικο ρακί. Ο άνθρωπος κουνήθηκε λίγο, για να 'ρθει κάτου απ' το φεγγάρι! Ήταν μακρύς και στεγνός σαν ακρωτήρι. Του Μελιού δεν του 'κανε κέφι για κουβέντες
-Τ' είναι κείνα κει; τον ρώτησε μόνο κι έδειξε τις φωτιές.
-Αυτά; Χμ... Σαν... πολύ για φωτιές μου φαίνουνται, γι' αυτό... λέω να 'ναι φωτιές...
-Και ποιοι τις ανάβουνε;
-Χμ... Του διαόλου τα μιλέτια. Γιούφτοι... Ατιμίες!...Ούλη τη μέρα κλέβουνε και τη νύχτα βρουκολακιάζουν. Μα εσένα δε σε κλέβουνε... Τράβα να ζεσταθείς. Τι να κλέψουνε από σένα; Δεν αξίζεις ούτε ένα χαρούπι.
-Καλά. Κράτα την ιδέα σου για τον εαυτό σου. Πάω.
-Ναι, ναι... τράβα... τράβα... γιατί, έτσι όπως πας, ως το πρωί θα 'σαι κόκαλο.
Ο Μέλιος δυνάμωσε το βήμα του για να φτάσει στις φωτιές. Κρύωνε. Μα οι φωτιές, ώσπου να φτάσει, κατάπεσαν και ξεψύχησαν. Μόνο μια ήταν ακόμη ζωντανή. Τη ζύγωσε μουδιασμένος. Ένας άνθρωπος, καρβουνιασμένος και άπλυτος, φούμερνε κάτω απ' το φεγγάρι και φυσούσε γλυκά τον καπνό του.
Μέλιος: Καλησπέρα... είπε ο Μέλιος.
Ο άνθρωπος γύρισε τα μάτια του κατά τη φωνή και φόρεσε την παλάμη του γείσο.
Μπίθρος: Χαϊρολά... είπε... Ανθρωπος του γιαραμπή είσαι...Βουρ! Κάτσε να ξεμπουζιάσεις.
Ο Μέλιος, ξάφνου, μπροστά σ' αυτή τη φωνή, ένιωσε τα πόδια του να λυγούν σαν κεριά.
Μέλιος: -Μπίθρο!... ξεφώνισε με δακρυσμένα μάτια.
Μπίθρος: -Αμάν!... έκανε ο γύφτος κι αναπήδησε σαν κουρέλια ρικος δαίμονας. Φέγα!...Φέγα, μπρε ξωτικό! Τι υρεύει αυτή η φωνή εδώ;
Μέλιος: -Μπίθρο... Είμαι γω...
Μπίθρος: -Σώθηκε η ψυχή μου!... Μελό!... Είσαι συ;... Υναίκα!Μπαΐλντισα... Έβγα!...
Από 'να λιωμένο τσαντήρι πρόβαλε ο μελαχρινός ίσκιος της Ντουντούς... Κι εκεί, οι δυο κουρελιασμένοι, ζεστοί άνθρωποι. .. χύθηκαν απάνω του... τον πασπάτευαν... τον έβλεπαν με καυτά, άπλυτα δάκρυα... Φωνή δεν είχαν... κανείς τους... Όλα τα είπαν με τα χέρια... και με δάκρυα. Σε λίγο ο Μπίθρος -σαν μπόρεσε να ξαναβρεί τη λαλιά του- γύρισε στη Ντουντού...
Μπίθρος: Τζιέρι μου... της λέει... βράσε κουσκούς... Φέρε ρακί... Φέρε σύκα. Φέρε τσόλια-μόλια... να του κάνουμε γιατάκι εδώ στην μπουμπούνα... να βλέπει τον ουρανό του θεού και να χαίρεται.










Η Ντουντού πέρασε ξανά απ' τα μάτια την απαλάμη της -για ν' ανοίξει δρόμο για το βλέμμα της- και μπήκε στο τσαντήρι.
Μπίθρος: Μελό... είπε τώρα ο Μπίθρος. Πού γυρνάς; Τι αραντίζεις μες στον κόσμο; Έφυγες απ' τη σκολάρα; Καλά έκανες! Οι δάσκαλοι κουλαντρίζουνε ζεβζέκικα κεφάλια! Τα γράμματα είναι σφήκες, μπρε! Να... τρυπάνε το κεφάλι σου και χύνεται όλο το μυαλό όξω... Χα χα χάα! Έτσι δεν είναι;
Μέλιος: -Όχι, Μπίθρο... Όχι... Δεν είν' έτσι.
Η φωτιά ανέβαινε πάνω... ψηλά... γιόμιζε τον ουρανό σπίθες... γινόταν άστρα... πούλιες...
Μέλιος: Όχι, Μπίθρο... δε θα τ' αφήσω τα γράμματα. Αφησα τους δασκάλους... Αλλά τα γράμματα, όχι, δε θα τ' αφήσω. Θα τα ξετρυπώσω μόνος μου... απ' τα βιβλία...απ' τα στόματα... απ' τις καρδιές... και θα τα κάνω πάλι γράμματα... Θα τα ξαναδώσω πίσω στους ανθρώπους πάλι γράμματα!...
Μπίθρος: -Δε νογάω, γιαβρούμ Μελό... δε νογάω... Αυτά είναι τζαναμπετικες κουβέντες. Εσύ ξέρεις... Εγώ καρδιά έχω...πάρ' την. Να... πάρε κουσκούς... πάρε ρακί... πάρε, να,τσόλια να πλάιάσεις... φωτιά να ζεστάνεις το κόκαλο σου... Πάρε, να, ουρανό γεμάτο μεταλλίκια, να τα μετράς... Φτωχός είμαι... τσουρούκης... γδυμένος... Δεν έχω τίποτα.
Μέλιος: -Είσαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου, Μπίθρο.Πολύ πλούσιος... Τόσο πολύ, που δεν αντέχω σε τόσα πλούτια και θα φύγω. θα κοιτάξω να... Θα κοιτάξω να γίνω κι εγώ πλούσιος... σαν και σένα!
Ο γύφτος σαστίζει και γουρλώνει τα μάτια του.
Μπίθρος: -Ολάν... λέει και σφουγγάει τα δάκρυα του. Γιατί...γιατί με παίρνεις, εμένα στο μάιτάπι;... Τι “πλούσιος” λες, και σασιρντίζεις τον αδελφό σου τον Μπίθρο...; Εγώ δεν έχω μπιλέ... ένα βρακί... ένα παπούτσι...
>
Μέλιος: -Μόνο αυτά σου λείπουνε, Μπίθρο... μόνο αυτά...
Μπίθρος: -Ταμάμ... Τώρα μου γιόμισες την καρδιά μου μέλι...
Μέλιος: -Ναι...μόνο αυτά σου λείπουνε. Γιατί, αν είχες κι αυτά, Μπίθρο... τότε θα 'πρεπε να πάρουμε μια τριχιά...να την αμολήσουμε κατά τον ουρανό και να γκρεμίσουμε το θεό κάτω.
Ο Μπίθρος γούρλωσε τώρα πιο πολύ τα μάτια του, κι ύστερα πέφτει ανάσκελα... και βαστάει την κοιλιά του... και δίνει κλοτσιές στον ουρανό με τ' άπλυτα πόδια του... και φωνάζει τη γυναίκα του να πάρει κι αυτή μέρος στο πανηγύρι του γέλιου... και λέει “ευχαριστώ...” και λέει... και λέει... και κλαίει..
Ευχαριστώ κι εγώ, Μπίθρο... Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ... ο Μέλιος... ο άντρας... το παιδί... ο άνθρωπος... Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ' όλους τους σοφούς... να γελάς πιο πλούσια απ' όλους τους ευτυχισμένους... Να κλαις πιο αληθινά απ' όλους τους λυπημένους. Και ν' αγαπάς, Μπίθρο... Ν' αγαπάς, όπως πρέπει ν' αγαπηθούν μια μέρα... όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!











ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ




2 σχόλια:

  1. Θα θελα κάτι να πω για τούτο το βιβλίο... Μα βρίσκω ότι τα 'χει πει όλα ο Λουντέμης. Για μας μένει μόνο να ακούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή